Further tags

Στην επιχειρηματική αργκό, ντηλάκιας *αποκαλείται ο *κατά συρροή επιχειρηματίας.

Ο ντηλάκιας έχει την οξυδέρκεια να εξαγοράζει υποτιμημένες μπίζνες (πάντα με κεφάλαια τρίτων) και να υλοποιεί συμφωνίες και πράξεις που θα τις «αναπτύξουν» και τους προσδώσουν «χρηματοοικονομική αξία», όπως αναδιάρθρωση και εξορθολογισμό κόστους (σ.ς.: απολύσεις), εισαγωγή ή διαγραφή από το χρηματιστήριο, συγχώνευση με άλλες εταιρίες, απόσχιση δραστηριοτήτων σε νέες spinoff εταιρίες, αλλαγή φορολογικής έδρας, κλπ.

Ο ντηλάκιας διαφέρει από τους παλαιάς κοπής Έλληνες επιχειρηματίες:

  • Δεν ενδιαφέρεται να αναπτύσσει οργανικά και σε βάθος χρόνου βιώσιμες επιχειρήσεις: η καύλα του έγκειται στο να μοσχοπουλήσει την εταιρία σε όσο το δυνατό συντομότερο χρόνο ώστε να αδράξει την επόμενη ευκαιρία,
  • Αντίθετα με τον (ευρισκόμενο στον πάτο της διατροφικής αλυσίδας) κλασικό κομπιναδόρο, ο ντηλάκιας διαθέτει στοιχειώδη οικονομική παιδεία, κατέχει τα εργαλεία της επενδυτικής τραπεζικής, γνωρίζει καλά την εγχώρια και διεθνή νομοθεσία και δεν είναι εκ προοιμίου λαμόγιο.

Εκ το αγγλικού deal («συμφωνία») < Ο.Ε. dælan («να μοιράζεις» πχ. την τράπουλα). Ειρήσθω εν παρόδω, η πρώτη επιχειρηματική εφαρμογή του όρου καταγράφεται το 1837 ως σλάνγκ.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα εγχώριου ντηλάκια είναι ο Δημήτρης Κοντομηνάς, ο οποίος «ανέπτυξε» και μοσχοπούλησε πλειάδα εταιριών, όπως:

  • τις Ιντεραμέρικαν και Ευρωκλινική Αθηνών στην Eureko,
  • την Interbank στην Eurobank,
  • την NovaBank στην Πορτογαλική BCP,
  • το κανάλι Alpha TV στην Γερμανική RTL,

    και πάει λέγοντας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ζόμπι είναι ένα απ' τα πιο θεμελιακά «πλάσματα της φαντασίας» που τυποποιήθηκαν και διαδόθηκαν στην αμερικανική λαϊκή κουλτούρα μέσω κυρίως του κινηματογράφου (horror movies) και που με την «αμερικανοποίηση» της κουλτούρας διαδόθηκαν παγκόσμια –να που γράψαμε λοιπόν την εναρκτήρια πρόταση αυτού του ορισμού αποφεύγοντας το «...που στοίχειωσε τη φαντασία», να ληφθεί υπόψη.

Το ζόμπι είναι «ο νεκρός που περπατάει», το έμψυχο ή «επανεμψυχωμένο» («reanimated») πτώμα, που παρά τη σήψη και την απουσία των βασικών φυσιολογικών προϋποθέσεων της ζωής εμφανίζει αισθητηριοκινητικές λειτουργίες, στοιχειώδη «στοχοκατευθυνόμενη» συμπεριφορά και λόγο (κυρίως επιδιώκει το να σκοτώσει και να τραφεί με σάρκες ή μυαλά –«brrraaains!»). Χαρακτηριστικό γνώρισμα των ζόμπι όταν πια έχουν περάσει στη δράση, είναι το ασταθές κούτσαυλο περπάτημα με τα χέρια προτεταμένα.

Τώρα, από την πληθώρα των ταινιών κυρίως για ζόμπι, απ' την εποχή του White Zombie με τον ανύπαρκτο Μπέλα Λουγκόζι μέχρι τις ταινίες του Ρομέρο και το σήμερα έχει αναπτυχθεί μια εκτεταμένη φαινομενολογία των ζόμπι, σ' ό,τι αφορά τη συμπεριφορά και τις ιδιότητές τους, το πώς γίνεται κανείς ζόμπι, το πώς μπορείς να σκοτώσεις ζόμπι, το τι θέλουν τελικά τα ζόμπι από μας (αν και συνήθως μπορείς να είσαι σίγουρος ότι ένα ζόμπι σε ποθεί για το μυαλό σου και μόνο) κλπ. Δεν θα επεκταθούμε εδώ παρά μόνο αν αυτό είναι απαραίτητο σε σχέση με τις σλανγκικές σημασίες που ακολουθούν.

[i]Το «ζόμπι» ως όρος της αγγλόφωνης αργκό...[/i]

...έχει πραγματικά ένα κάρο σημασίες που εκτείνονται από το κουρασμένος, χλωμός και πτώμα στην κούραση, μέχρι το άβουλος, μονοδιάστατος και άλλα, περιλαμβάνουν και πιο ψαγμενιές όπως το ζόμπι = ο Χριστός, ή το «χύνω κουβάδες στο πρόσωπο της παρτενέρ - και αυτή περιλουσμένη με αυτό το γλοιώδες πράμα ψάχνει στα γκαβά πετσέτα στο δωμάτιο» = to give someone the zombie). Μια λεξικογραφημένη αργκοτική ένννοια του ζόμπι είναι ένα κοκτέιλ από διάφορα είδη ρούμι (ή ρουμιού) λόγω του γκρίζου του χρώματος –σαν τη λιωμένη σάρκα του ζόμπι– ή έτσι τουλάχιστον γράφει η φίλη μου η Μίριαμ. Για περισσότερα το λήμμα στο urban dictionary είναι εδώ. Και οι ελληνικές αργκοτικές χρήσεις του όρου πάντως που ακολουθούν, εν πολλοίς προέρχονται από ή ταυτίζονται με τις αγγλόφωνες.

[i]Ζόμπι της ελληνικής αργκό[/i]

Η λέξη ζόμπι μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο ως περιγραφή μόνιμης κατάστασης ατόμου όσο και παροδικής, και κατά κανόνα αφορά σε συνδυασμό άσχημης εξωτερικής εμφάνισης, βλακείας και αλλόκοτης συμπεριφοράς. Κάποιος, λοιπόν, επισύρει τον χαρακτηρισμό όταν συντρέχουν πολλά από τα παρακάτω, και η διάκριση σε επιμέρους σημασίες και χρήσεις είναι εν πολλοίς σχηματική.

1. Χρήσεις που αποσκοπούν στην περιγραφή κυρίως εξωτερικής εμφάνισης:

  • ο κάτωχρος, ο ψόφιος, ο ταλαιπωρημένος, με ή χωρίς κόκκινα μάτια. Ο είμαι γάμησέ τα από την κούραση και μου φαίνεται,
  • ο άσχημος, αλλόκοτος και αλλόκοσμος, αυτός που έχει τον ανθρωποδιώκτη λόγω εξωτερικής εμφάνισης, το φρικιό, le freak,
  • το μπάζο,
  • δευτερευόντως μπορεί να αποκληθεί ζόμπι o γκοθάς που έχει παστωθεί με διάφορα βλ.εδώ, αν και το desired effect είναι συνήθως το βαμπίρ.

2. Χρήσεις που αποσκοπούν κυρίως στην περιγραφή μειωμένης/στοιχειώδους νοητικής λειτουργίας

  • ο που έχει μόλις ξυπνήσει, o μειωμένης αντίληψης που έχει το ακαφελόγιστο. Ενδεχομένως και αυτός που δεν έχει κοιμηθεί καλά και αντιμετωπίζει απαλεψές, ο σερίφης,
  • ο αποβλακωμένος λόγω προηγούμενης εντατικής νοητικής εργασίας,
  • ο (παροδικά) αποβλακωμένος λόγω προηγούμενης έκθεσης σε τηλεοπτικά ή video game σκουπίδα,
  • o χαζοβιόλης ή ο χαζοχαρούμενος, που λέει πεθαμένα αστεία.
  • o μπετόβλακας, η πανηλίθια.

3. Χρήσεις με φιλοφοσικές / κοινωνιολογικές / ανθρωπολογικές / ψυχολογικές κλπ διαστάσεις

Τα ζόμπι εκδηλώνουν συμπεριφορά, στερούνται όμως έλλογης αγωγής και αυτοβουλίας («agency»): αυτή τους η παραδοξότητα τα έχει καταστήσει χρήσιμα σε «πειράματα σκέψης» της –αναλυτικής– philosophy of mind, στη συζήτηση περί σολιψισμού και αναγωγισμού της συνείδησης (philosophical zombie) κλπ. Κοντινή είναι κάπως από εντελώς άλλη σκοπιά, όμως, και η –γαμιστερή– συζήτηση του Λακάν για το «αυτόματο» –του Αρίστου.

Κυρίως όμως και στις παρυφές της slang τα ζόμπι έχουν χρησιμέψει σε κοινωνιο-κριτικές αλληγορίες καταγγελίας αρχικά της βουλησιοκτόνας μαζικής εργασίας στην τεϋλορική εργοστασιακή αλυσίδα παραγωγής κι έπειτα της μαζικής κατανάλωσης και της αποχαύνωσης από τα ΜΜΕ –μονοδιάστατος άνθρωπος, homo consumens, «λιώνουν τα μάτια μου στο φως της τηλεόρασης» κλπ. Σε ένα θολό αλλά κάργα γοητευτικό συμβολικό πλαίσιο επανοικειοποίησης αυτής της μεταβολής μας σε ζόμπι, γίνονται ανά τον κόσμο zombie parades.

Σχετικές χρήσεις:

  • o άβουλος καταναλωτής, ψηφοφόρος, τηλεθεατής, εργαζόμενος, μαθητής κλπ,
  • ο μονοδιάστατος άνθρωπος, το ανθρωπάκι,
  • ο κομφορμιστής, ο πατάω επί πτωμάτων.

    4. Άλλες χρήσεις

  • ρατσιστικά, ο διανοητικά καθυστερημένος και σωματικά δύσμορφος, το φρικιό, όπως δηλώσαμε και παραπάνω, ειδικά στον πληθυντικό, όταν οι άνθρωποι αυτοί βρεθούν ομαδικά σε δημόσιο χώρο,

  • ο μεγάλης ηλικίας που εξακολουθεί να έχει παρουσία σε επαγγελματικούς και γενικά δημόσιους χώρους εις βάρος των τελευταίων, κατά το δεινόσαυρος, βρικόλακας κλπ,
  • Είδος ιού υπολογιστών.

[i]Ετυμολογία και προέλευση του όρου[/i]

Ο όρος έλκει την καταγωγή της από τις δοξασίες Voodoo της Αϊτής και λέξεις αφρικανικής καταγωγής που σήμαιναν «φάντασμα».

Η δοξασία περί ζόμπι περιελάμβανε το ότι μπορεί ο μάγος με ξόρκια να «ξυπνήσει» νεκρό και να τον έχει υπό τον έλεγχό του.

Έρευνες που έγιναν πολλές δεκαετίες μετά τις πρώτες αναφορές σε ζόμπι, με ανθρώπους –ζωντανούς– σε κατάσταση «ζόμπι» –δηλαδή, μειωμένης αυτοσυνείδησης και ακραίας υποβολιμότητας– έδειξαν στην κατεύθυνση διάφορων ισχυρών ναρκωτικών, όπως λ.χ. του γνωστού και μη εξαιρετέου ντάτουρα.

Ενδεικτικά....

  1. - Πάνε ρε μαλάκα να την πέσεις, σα ζόμπι είσαι...

- Τι ζόμπι είναι αυτή ρε συ, με φρικάρει και μόνο που με πλησιάζει....

  1. -Εεεε;
    - Καλά ρε μαλάκα, δεν ακούς τι έλεγα τόση ώρα...
    - Δεν έχω κοιμηθεί ρε κι είμαι σα ζόμπι

- Ρε συ ζαλίζομαι, αλλού πατώ κι αλλού βρίσκομαι....
- Έ, άμα παίζεις αυτές τις μαλακίες όλη την ώρα ζόμπι θα καταντήσεις...

- Είχαν καταντήσει... ζόμπι τον Michael Jackson για τις συναυλίες... (απόδω)

- Μα τι ζόμπι ρε συ αυτός ο Χαρίλαος...
- Απ' τους πλέον εκνευριστικούς ανθρώπους που έχω γνωρίσει....

  1. - Καλά, πήγα για ψώνια κι εγώ με τις εκπτώσεις, δεν την πάλεψα να βλέπω όλ' αυτά τα ζόμπι...
    - Θα πάρω το, θα πάρω το τουφέκι μου....

  2. Αφήστε τα «ζόμπι» των μίντια να πεθάνουν - δεκάδες εργαζόμενοι, νέοι της γενιάς των 700 ευρώ αλλά και μεγαλύτερης ηλικίας με όχι πολύ υψηλότερες αμοιβές, μένουν ξαφνικά στο δρόμο (απόδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την αγγλική λέξη junk που σημαίνει χίλια δυο, κυρίως το σκουπίδι, το του πεταματού, το άχρηστο. Ο χαρακτηρισμός κολλάει παντού. Ναι μεν το λέμε κυρίως για φαγητό (πχ για τα Goody's ή για κανα βρώμικο), αλλά παίζει και για καταστάσεις, εκπομπές τηλεόρασης, ένδυση, γενικά για οτιδήποτε φτηνιάρικο.

- Πάμε να δούμε την καινούργια ταινία του Λαρς;
- Ωχ όχι απόψε! Προτιμώ να κάτσω να δω κανα τζανκ στην τηλεόραση να χαζέψω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το χακερόνι που ασχολείται με το ξεκλείδωμα προγραμμάτων, κατασκευάζοντας εργαλεία γνωστά και ως κρακ.

Ο Jon Lech Johansen είναι ο κράκερ που ξεκλείδωσε την κρυπτογράφηση του DVD και έδωσε στη δημοσιότητα το DeCSS.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το χακερόνι που ασχολείται με τα τηλεφωνικά δίκτυα, με απώτερο σκοπό να πραγματοποιεί δωρεάν τηλεφωνικές κλήσεις (υπεραστικές, διεθνείς) που υπό κανονικές συνθήκες θα ήταν πανάκριβες.

- Μεγάλος φρήκερ ο Μήτσος, κατάφερε και μιλάει με τη θεία του στην Ουαγκαντούγκου χωρίς να πληρώνει μία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που κανονικά ονομάζει το φαγητό, αν οι μικρές ζυμαρένιες μπιλίτσες που κολλάνε στα δόντια και δεν έχουν καθόλου γεύση θεωρούνται φαγητό, που είναι ιδιαίτερα αγαπητό στις χώρες της μεσογειακής Αφρικής και όχι τόσο αγαπητό στις υπόλοιπες χώρες ολόκληρου του κόσμου. Αλλά μιας και είναι τόσο ευκολοπρόφερτη και γεμίζει το στόμα πέρασε στην σλανγκ ορολογία και σημαίνει το κο(υ)τσομπολιό, το μο(υ)χαμπέτι, την κοινωνική κριτική, το τζιζ-μπιζ και γενικά το χάσιμο χρόνου με ταυτόχρονο σχολιασμό οποιουδήποτε θέματος τυχαίνει να έρθει στο μυαλό των ομιλητών, και τις περισσότερες φορές έρχονται θέματα για χρώματα βρακιών και τοποθεσίες διανυκτέρευσης διαφόρων.

Το, γνωστό και ως κουσκούσι, σπορ που αποτελεί τόσο αποκλειστικότητα των γυναικών όσο αποκλειστικότητα είναι και το σκάλισμα της μύτης στα φανάρια των ανδρών, δεν χρειάζεται να περιγραφεί μιας και όλοι λίγο-πολύ το έχουμε εξασκήσει και εδώ που τα λέμε βγαίνει φυσικά ειδικά όταν χαρακτηρίζονται μειωτικά αντιπαθητικοί τύποι (που ίσως τυχαίνει να είναι και τα αφεντικά σας). Οι λέξεις «άκουσα ότι ένας φίλος μου είχε πρόβλημα με τη στύση του» προκαλούν το ίδιο αποτέλεσμα στο πρόσωπο με την πολύωρη έκθεση στον ήλιο.

Τώρα για το πως συνδέθηκε η λέξη με τον τζερτζελέ, που ξέχασα να το αναφέρω στα συνώνυμα πιο πάνω (αυτό που μόλις έγραψα είναι κόλπο για να ξαναδιαβάσεις τον ορισμό για να ψάξεις τα συνώνυμα και να μην τον περάσεις στο ντούκου), οι απόψεις τριίστανται: Η αδερφή μου λέει ότι τη λέξη την έβγαλε η Καραβάτου, η μάνα μου ότι «ταιριάζει στο αυτί γι'αυτή τη δραστηριότητα» και η γιαγιά μου ότι το κους κους (πληγούρι) ήταν από τα κύρια φαγητά που μαγειρεύονταν σε «μαύρους καιρούς» και συνήθως σε καζάνι ώστε να φάει όλη η γειτονιά μαζί και να πει τα νέα της.

- Έλα ρε Τάκη τι έγινε τελικά χτες, πήγες στο πάρτι;
- Εννοείται! Όλοι έλεγαν πού είναι ο Σάκης και πού είναι ο Σάκης. Έχασες που δεν ήρθες αγόρι μου, είχε τρελό κουσκούσι. Μάθαμε με ποιον τα έχει τελικά η ψηλή η μελαχρινή, ποιος παίρνει κάθε βράδυ τηλέφωνο την Μαρία και της κάνει ερωτική εξομολόγηση και ποιος πρώην της Νάντιας φορούσε τα εσώρουχά της.
- Ποιος;
- Κάποιος Θανάσης, αλλά γιατί ρωτάς;
- Δεν ρωτάω για το ποιος φορούσε τα εσώρουχα ρε, για τον μαλάκα της ψηλής ρωτάω.
- Και που ήξερες ότι απάντησα για το ποιος φορούσε τα εσώρουχα;
- ...
- Σε κόβει ο κουραδοκόφτης ε;

δε σας χαλάουα, νομίζω; (από johnblack, 21/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά τους Ελληνοαμερικάνους, ο βλάκας, ο φελλός.

Εκ του αφροαμερικανοσνουπντογκικού dumbass («μπουμπουνοκώλης»).

- Γυναίκα, έδωσες κώλο στο ρουφιάνο;

- Του 'δωσα, αλλά ακόμα να 'ρθει ο ντάμπας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως εκδίκηση του Μοντεζούμα (Montezuma's Revenge) αποκαλείται το οξύ διαρροϊκό σύνδρομο που προσβάλλει επισκέπτες σε θερμά, τροπικά μέρη. Επίσημα, ονομάζεται Διάρροια των Ταξιδιωτών και ορίζεται ως η παρουσία τριών ή περισσοτέρων υδαρών κενώσεων εντός ενός 24ώρου, που συνοδεύονται από κοιλιακές κράμπες, ναυτία και μετεωρισμό. Συνηθέστερο δε αίτιο είναι το εντεροπαθογόνο Escherichia Coli.

Το σύνδρομο εμφανίζεται πολύ συχνά σε τουρίστες στο Μεξικό, εξ ου και η αναφορά στον αρχηγό των Αζτέκων Ινδιάνων του Μεξικού Μοντεζούμα (1466-1520), που υποτάχθηκε από τους Ισπανούς Κατακτητές του Ερνάν Κορτέζ. Όπως φαίνεται, η εκδίκηση για τον Μοντεζούμα είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο (και σε οδηγεί τρέχοντας στην τουαλέτα).

Ποιό Τεοτιουακάν, ΕΛ Σαλβαδόρ και άλλες παπαριές καμαρωτές; Άσε τον Λιακό να πάει αυτός στο Μεξικό και στην Τάκλα Μακάν να σφραγίσει τις πύλες. Δεν έχω καμιά όρεξη να με κυνηγάει η εκδίκηση του Μοντεζούμα.

Ο Μοντεζούμα (από allivegp, 22/07/09)Escherichia Coli (από allivegp, 22/07/09)Charlotte in Mexico. Sex & City (από Hank, 22/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη γνωστή κυρίως από ρεμπέτικα τραγούδια - αναφέρεται και σε άνδρες και γυναίκες και, όπως λέει κι ο hodjas, σημαίνει αγαπητικός, αγαπητικιά. Θα έλεγα μάλιστα ότι είναι ο επίσημος γκόμενος, ή η επίσημη αγαπημένη, κατα πως τραγουδούσε κι ο μακαρίτης ο Μπιθικώτσης.

Είναι, βέβαια, τούρκικη λέξη, yavuklu και στα τούρκικα έχει ακόμα πιο συγκεκριμένη σημασία - είναι ο αρραβωνιαστικός, η αρραβωνιαστικιά, ο μνηστήρ και η μνηστή. Yavuklanmak είναι το ρήμα - αρραβωνιάζομαι.

Είναι ίσως η μόνη (;) λέξη που έχει περάσει στα Ελληνικά ως γένους αρσενικού αλλά με την κατάληξη -ου. Στο γνωστό φόρουμ rembetiko.gr είχε ανοίξει ένα φεγγάρι μια κουβέντα αν η λέξη είναι γένους αρσενικού η θηλυκού ή και τα δύο - τελικά, είναι και τα δύο όπως φαίνεται χαρακτηριστικά από το κάτωθι παραδοσιακό Χιώτικο ανέκδοτο - για την καταγραφή, δες εδώ:

«Μια γιαβουκλού (αρραβωνιασμένη) ήγραψεν του γιαβουκλού της, που ήλειπε στη ξενιτειά: «Εις υγείες και χαιρετίσματα εις ελόγου σου, Κωνσταντάρα μου. Και μάθε πως εψόφησεν η αγελάα μας τσ’ ο γάραός μας. Μα εμ πειράντζει Κωνσταντάρα μου, εσύ να ‘σαι καλά. Εσύ ‘σαι η’ η αγελάα μας τα’ ο γάραός μας».

Υπάρχει, τέλος, και το ποίημα του Νίκου Εγγονόπουλου με τον τίτλο «Γιαβουκλού» - δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Λέξη» το 1981.

Δες και σχετική αναφορά και το σχόλιο στο λήμμα ντερβίσης.

(Παλαμήδι, του Ρούκουνα)
Όποιον κι' αν έχεις γιαβουκλού αμάν αμάν
μωρή σουρτούκα κουρελού
θα πάθετε δουλειές κακές, αμάν αμάν,
κι' ας έμπω στις αγροτικές.

(Στου Συγγρού, του Τούντα)
Ααααχ, μ’ αυτά τα κάλλη όμορφη τσαχπίνα μου
δεν τα 'χει άλλη στο ντουνιά, καλέ μπομπίνα μου,
γι’ αυτό κι εγώ εσένα θέλω να 'χω γιαβουκλού,
να μας ζηλεύουν όλοι μέσα στου Συγγρού.

(Σμυρνιά καμωματού, του Σκαρβέλη)
Μη θαρρείς πως θα σ' αφήσω, να 'χεις άλλον γιαβουκλού
και τον κόσμο θα χαλάσω, ρε Σμυρνιά καμωματού,
ξεύρε, το 'χω αποφασίσει, όταν δω να του μιλείς,
αυτό θα 'ναι η αιτία, ρε Σμυρνιά μου, να χαθείς,
ρε Σμυρνιά μου, να χαθείς.

Γιαβουκλού, του Εγγονόπουλου (από poniroskylo, 23/07/09)«Βρε Μαρίτσα μερακλού, κάνε μένα γιαβουκλού», Μαρίτσα η Σμυρνιά, Σέμσης (1931) (από vikar, 31/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Πρόκειται για τη χρονική στιγμή της ημέρας που κάποιος θεωρεί κατάλληλη για να απολαύσει ένα δροσιστικό αλκοολούχο ποτό, όπως η μπύρα. Συχνά, η φράση χρησιμοποιείται για να σηματοδοτήσει το τέλος μιας κοπιώδους εργάσιμης μέρας.

Η μετάφραση θα μπορούσε να είναι «ώρα Ελλάδας μπύρα» ή «πήγε μπύρα και μισή», για να δείξουμε ότι αργήσαμε κιόλας, αλλά, να σας πω την αμαρτία μου, δεν τα έχω ακούσει σε αντίθεση με το λήμμα που πράγματι υπάρχει.

Και έρχεται στις 2 και 10 να μου πει τι; - Πάρε τηλέφωνο τη Φαρμακαποθήκη, παράγγειλε μια παρτίδα εμβόλια και ετοίμασε δυο ειδικά συνταγολόγια. -Δεν κατάλαβες, του λέω, παλιά! Το κοίταξες το ρολόι; Βeer o' clock!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified