Further tags

Η βραχύσωμη, πλην ελκυστική νεανίς. Εκ του ιταλικού a basso, δηλαδή χαμηλά και του ιστιοπλοϊκού όρου μούδα.

Η προειδοποίηση «a basso μούδα» δηλοί ότι η μούδα είναι στα χαμηλά της και «προσέξτε τα κεφάλια σας, βασιβουζούκοι», όπως θα έλεγε και ο Κάπταιν Χάντοκ.

Η αμπασομούδα λοιπόν είναι εκείνη η νεανίς που είναι τόσο βραχύσωμη που δεν κινδυνεύει από την μούδα, ακόμα και όταν αυτή είναι a basso, πλην όμως είναι και ελκυστική αλλιώς δεν θα ασχολούμεθα.

Ασσίστ ο κ. batcic

— Ώρα δέκα, αμπασομούδα!
— Ωωωω!

Σύγκρινε με κοντοπούτανο, πινεζοπούτανο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας της υπόθεσης, αυτός που πλερώ τα γαμησιάτικα, σε άπταιστα ελληνικά.

- Βγαίνουν οι μαλάκες και παίζουν μπάλα στο διάδρομο, όλα πουτάνα, λάμπες σπασμένες και τα ρέστα, και μετά μου τη λένε ότι τα έκανα εγώ που, λέει, τα κέρατά μου έχουν γαργαντουώσει, και βγαίνω δε μαλάκας οφ δε κέης. Κατάλαβεςςς;;;
- Σ' έχουνε πάρει στο ψιλό, ψιλό ψιλό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσακωμός μεταξύ γυναικών, ο γυναικοκαβγάς, που χαρακτηρίζεται συνήθως από έντονο μαλλιορουχοτράβηγμα και τσαντιές, καθώς και νυχιές, χαστούκια και τσιρίδες, που φέρνουν σε πραγματικό καβγά μεταξύ γατιών, ενώ πάντως το υβρεολόγιο που τον συνοδεύει δεν έχει όρια. Σε αντιδιαστολή προς τον αντρίκειο ρε παιδί μου καβγά, ένας γατοκαβγάς, στ' αρχικά του στάδια τουλάχιστον, δεν περιλαμβάνει γροθιές ή έντονη σωματική πάλη, δεν έχουμε όπως λέμε πιάσιμο στα χέρια.

Γενικότερα μπορεί να λεχθεί για καβγά που φέρνει σε γυναικοκαβγά, για θηλυπρεπή καβγά –όπως θα περίμενε ας πούμε ο ελληναράς άντρουλας να 'ναι ο τυπικός καβγάς μεταξύ δύο γκέηδων.

Πρόκειται φαίνεται για μεταφορά του αγγλικού catfight, που σύμφωνα με την αγγλική Γουικιπίντια αναφέρεται σε γυναικοκαβγάδες ήδη από το 1854, ενώ το καβγάς (που πολλοί γράφουν και καυγάς) προέρχεται απευθείας απ' το τούρκικο kavga.

Συνώνυμα: μαλλιοτράβηγμα, μαδομούνι.

  1. Ο τρόμος είναι περισσότερος είτε μιλάμε για τον φριχτό θάνατο του Madsen, είτε για το θάψιμο της ζωντανής Bride, είτε για τον τελικό γατοκαυγά Bride και Elle. (από κριτική στο «Κιλ Μπιλ δύο» σε φόρουμ)

  2. [...] Στην πιο αβανταδόρικη σεκάνς, αυτή της τηλεοπτικής αντιπαράθεσης μιας δημοσιογράφου με τραβηγμένα τα χαρακτηριστικά της Έλλης Στάη και μιας ηθοποιού κράμα μεταξύ Άντζελας Δημητρίου, Μιμής Ντενίση και Αλίκης Βουγιουκλάκη, λείπει το νεύρο και χαλάει η κλιμάκωση του επακόλουθου γατοκαυγά. (από κριτική στο «Ιλουστρασιόν» αυτήν τη φορά, στο Λάιφο)

  3. — Η κοπέλα μου αρχίζει να γίνεται φίλη με την καλύτερη φίλη μου. Το θεωρείς καταστροφή; (Χρήστος, με e-mail)
    — Για την ακρίβεια, το θεωρώ σπουδαίο. Τις περισσότερες φορές που υπάρχει παραπάνω από μία γυναίκα σε μια σχέση, η ιστορία τελειώνει με μώλωπες και αμυχές από το γατοκαβγά. Φυσικά και πρόκειται να κάνουν πράγματα που θα σε αποκλείουν, να μιλάνε για σένα πίσω από την πλάτη σου ή ακόμα και να σε κάνουν να αισθάνεσαι σαν το τρίτο πρόσωπο στη σχέση. Όμως αυτή η εναλλακτική είναι καλύτερη από την κουρτίνα δύο. Τα κακά νέα είναι πως αργά ή γρήγορα μπορεί και να τελειώσει άσχημα. Τα καλά είναι πως μία από τις δύο τουλάχιστον θα σου μείνει. Είθε να νικήσει η πιο δυνατή.
    (από το Μενς Χελθ!...)

Δες και μαλλί με μαλλί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άφρακτο παραπλήσιο ασύρματο δίκτυο, εις ο συνδεόμεθα λάθρα. Από εδώ.

Να τους έχει καλά ο Θεός τους απανταχού γείτονετ (ας κάνουμε όλοι όμως συνετή χρήση).

— Τι έγινε τελικά έβαλες ιντερνέτ στο σπίτι;
— Για την ώρα βολεύομαι με ένα γείτονετ. Ξέρεις, κάνα μαίηλ, στοίχημα και χρηματιστήριο. Άμα το κλειδώσει θα δω.

(από GATZMAN, 16/11/10)

Βλέπε και γειτόνεξ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταυτόσημον τοῦ γαλλικοῦ chic («κομψός, κομψῶς»).

Ὁ Πετρόπουλος ἀναφέρει ὅτι τὸ σὶκ ἀπαντᾷ μόνον ἐν συνθέσει. Κάτι τέτοιο, παρ’ ὅτι εἶναι συχνό, δὲν εἶναι ἀπόλυτο, καὶ μάλιστα λόγῳ τῆς ἰδιαιτέρας κομψοπρεπείας ὡρισμένης κιναιδομερίδος, καὶ δὴ αὐτῆς ἡ ὁποία ρέπει εἰς τὴν χρῆσι τοῦ ἡδυσμένου λόγου τῆς καλιαρντῆς.

Συχνοτέρα σύνθεσις τὸ μεσίκ («εὐγενικά»), μὲ τὸ μαλακό, μὲ τὸ καλό κττ. Ὑπενθυμίζω ὅτι δὲν ἔχει σχέσι μὲ τὴν διαβάθμισι μεγέθους τῶν πεῶν, ὅπως ἐσφαλμένως ἔχει ἀναφερθῆ εἰς τὸ ἀντίστοιχο λῆμμα.

Κόντρα πασιόζα τζόρνα βιζιτάραμε τάχαμ - δῆθεν λατσαβελὲ τὴν Παλόμα τὴ χειρουργημένη, ποὺ ἄβελε ριτόρνο ἀποκατὲ ἀπὸ Καζαμπλάνκα. Κουλὰ δηλαδή, γιὰ ρεβὺ βιζιτάραμε, ἀλλὰ ἄντε τώρα... Νὰ ντὶκ βουτρὰ ἡ ντάνα, καὶ κατσικανόδεσμο ντεζιντερέ, τρὲ σίκ σοῦ μπενά καὶ λατσοκουλικέ.

Τουτέστιν:
Προχθὲς κάναμε δῆθεν ἐπίσκεψι καλωσορίσματος στὴν Παλόμα τὴ χειρουργημένη, ποὺ ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν Καζαμπλάνκα. Σκατὰ δηλαδή, γιὰ νὰ δοῦμε τί ἔγινε πήγαμε, ἀλλὰ ἄντε τώρα... Νὰ δῇς βυζιὰ ἡ πουστροῦ, καὶ στηθόδεσμο καυλωτικὸ (δηλ. μὲ τρῦπες στὶς θηλές), πολὺ κομψὴ σοῦ λέω καὶ ὡραῖα ψιμυθιωμένη (μακιγιαρισμένη).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γύφτουλας που το παίζει μοδάτος.

- Σκάει στο μαγαζί με το σακάκι στον ώμο. Πού παααςςς;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για χρωματισμό υφάσματος που δεν είναι καθαρός, π.χ. τα κολεγιακά γκρίζα φούτερ. Η απόχρωση μελανζέ επιτυγχάνεται όταν το νήμα είναι πολύχρωμο, π.χ. το μελανζέ των γκρίζων κολεγιακών φούτερ επιτυγχάνεται με ασπρόμαυρο νήμα.

Στην αργκό χρησιμοποιείται για ομοφυλόφιλους ή κάπως γυναικωτούς, τέλος πάντων για όχι και τόσο φανατικούς άντρες ή γυναίκες, π.χ. λέμε: «Ρε συ, αυτός λίγο μελανζέ μου φάνηκε».

Το πρωτοάκουσα από τη Σπεράντζα Βρανά σε συνέντευξη: «Αυτός ήταν λίγο, πώς να το πω, να, μελανζέ, κατάλαβες;»

  1. Ρε συ, αυτός μελανζέ μου φάνηκε. Πάμε να φύγουμε θα μας την πέσει!

  2. - Η δικιά σου είναι μελανζέ.
    - Τι λες ρε συ;
    - Άμα σου λέω, αφού την είδα προχθές με τη γκόμενα να φιλιούνται.

Στην αρχή του τραγουδιού. (από Khan, 21/10/09)(από panos1962, 28/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων μακάβριο χιούμορ. Eκ του black humor.

Ασίστ: Jesus

jesus: στη γαλλία (...) γίνεται συνεννόηση μεταξύ των συναδέλφων για να μην αδειάσει το γραφείο. η σχετική έκφραση είναι «faire le pont», κάνω τη γέφυρα.

Vrastaman: Εκτός βέβαια εαν εργάζεται στην France Telecom, τότε πηδαεί απο το pont.

jesus: παραείσαι μαύρος ρε θείο...έχει σαλτάρει η μισή εταιρεία. (μην ακούσω για ρένους)

(από σχόλια εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιά καινούριας κοπής. Το νόημα είναι το ίδιο με την έκφραση «το βλέπω λίγο δύσκολο». Η έκφραση μίκρυνε και πήρε κατάληξη δανεισμένη από τον ποδοσφαιριστή Λέτο. Και εγένετο --> δυσκολέτο!

- Φεύγω σήμερα.
- Θα περάσεις να μας χαιρετήσεις;
- Το αεροπλάνο φεύγει σε μια ώρα, δυσκολέτο εξάδελφε...

(από electron, 21/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει τον ξένο, κυρίως τον οικονομικό μετανάστη, Γεωργιανό, Αλβανό, Πακιστανό, Φιλιπινέζο κλπ. Προέρχεται από τα ομώνυμα φροντιστήρια ξένων γλωσσών.

  1. - Τι έγινε ρε Μήτσο, το νοίκιασες το σπίτι;
    - Ναι.
    - Οικογένεια, φοιτητές;
    - Μμμ...
    - Κατάλαβα, ιντερλίνγκουα πάλι.

  2. Πήγαμε Γλαρόκαβο και ήταν πίτα ιντερλίνγκουα. Ελληνικά δεν άκουγες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified