Further tags

Σκωπτικά αυτός που έχει καβαλήσει το καλάμι, εκείνος που νομίζει ότι όλοι πρέπει να δουλεύουν γι αυτόν. Ακόμη, ο κανακάρης, ο βουτυρομπεμπές, ο μαμμόθρεφτος.

Τον όρο τον καθιέρωσε ο Αλέφαντος αναφερόμενος σε ποδοσφαιριστές που την έχουν δει φίρμες και παίρνουν τα μυαλά τους αέρα: «Μου ήρθαν εκεί σαν πριμαντόνες, αλλά τους έστρωσα δέκα ώρες προπόνηση κάθε μέρα, τους έφυγε το κλαπέτο».

Χρησιμοποιείται επίσης και στον στρατό από λοχίες, επιλοχίες και ανθύπες: «Κουνηθείτε ρε πριμαντόνες, γαμώ την Παναγία σας!»

  1. - Καλά, μπάλα παίζουν τώρα;
    - Τι περιμένεις; Αφού την έχουν δει πριμαντόνες.

  2. - Τι ώρα είναι ρε παιδιά, με πήρε ο ύπνος. Άργησα;
    - Καλώς την πριμαντόνα. Μπα, κανά δυο ωρίτσες...

Bianca Castafiore (από panos1962, 28/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει «τον πούλο», δηλαδή κάν 'τηνα, φύγε, κοπάνα την. Συναφές με το «παίρνω τον πούλο», αλλά πιο βολικό και πιο σύντομο.

Γραμμένο με κεφαλαίο, καθώς συνήθως στέκεται μόνο του.

  1. - Να ψάξουμε μήπως βρούμε τίποτα φτηνότερο;
    - Λε πουλ. Πάμε, ρε μαλάκα, εδώ κόβουν κώλους!

  2. - Να περιμένω να τελειώσεις, ή να φύγω;
    - Λε πουλ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τυπική φράση με την οποία οι τεχνικοί ήχου δοκιμάζουν ή θυμίζουν την απόδοση των μικροφώνων, των ηχείων και γενικά της ηχητικής εγκατάστασης ενόψει μιας συναυλίας, συνέντευξης τύπου ή άλλου παρόμοιου γεγονότος.

Στην καθομιλουμένη, το λήμμα χρησιμοποιείται όταν κάποιος δεν μας λαμβάνει καλά στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής.

- Να περάσω από το σπίτι σου όταν σχολάσω;
- Αν προφτάσεις...
- Ποιός Θανάσης;
- Τεστ ... τεστ.

(από electron, 16/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τὸ περιτετμημένο πέος, στὴν Καλιαρντή.

Τὸ ἔτυμον εἶναι προφανῶς ἀπὸ τὴ γαλλικὴ λέξι déchapeauté, «ὁ μὲ βγαλμένο τὸ καπέλλο, ξεσκούφωτος» (πρβλ. καὶ φούφουτος) τουτέστιν ὁ περιτετμημένος.

Τὸ περιτετμημένο πέος μὲ ἐγχάρακτη βάλανο λέγεται τοκμαντέ σαρμέλα. Τέτοια πλουμιστὰ πέη ἀπαντοῦν σὲ μερακλῆδες ἀνατολίτες, εἴτε ἀγοραίους τύπους, εἴτε μέλη ταντρικῶν σεκτῶν τοῦ παραδοσιακοῦ Ἰσλάμ. Ἐκτὸς τοῦ ἐντυπωσιακοῦ θεάματος ποὺ προσφέρουν ἐν στύσει, ἔχουν καὶ μεγαλύτερο τοῦ ἀρχικοῦ μέγεθος, λόγῳ τοῦ ἐκ τῶν χαραγῶν προσθέτου περιθωρίου διαστολῆς τῆς βαλάνου (ζητεῖται μήδι).

Τὴν ἐτυμολογία θεωρῶ σχεδὸν βεβαίαν ἐκ τοῦ Τουρκικοῦ tokmak, «σφυρί, σφῦρα, σκαθάρι», μὲ προφανεῖς προεκτάσεις (πχ πρβλ γοῦδα). Ἡ κατάληξις -ντὲ εἶναι προφανῶς παρετυμολογικῆς προελεύσεως ἀπὸ τὴν προσφιλῆ στοὺς κιναίδους Γαλλική.

Οἱ κάθε λογῆς κίναιδοι, κυρίως δὲ οἱ φιλέλληνες τοιοῦτοι τύπου «σὶκ ἀλὰ τσάϊ νανάϊ», γουστάρουν ντεσαποτὲ σαρμέλες, διότι αὐτὲς ἀβέλουν τανάκα φρομάζ Ὑμηττοῦ. Ἄμα χορχοριάσουνε βέβαια, καὶ νάκα ντὶκ ἀπὸ τὸ ντέζι, ἀλλάζει τὸ πρᾶγμα.

Γλωσσάριον
- Φιλέλλην: εὐγενικὸς κίναιδος, ἐκ γενικεύσεως τοῦ Λόρδου Βύρωνος. Λέγεται καὶ ἁπλῶς μπάϋρον.
- σὶκ ἀλὰ τσάϊ νανάϊ: πολὺ ἐκλεπτυσμένος.
- φρομάζ Ὑμηττοῦ: τὸ σμῆγμα τοῦ πέους.
- τανάκα: ὄχι, καθόλου (μὲ στερητικὴ σημασία).
- χορχοριάζω: καίγομαι ἀπὸ καῦλα.
- νάκα ντὶκ ἀπὸ ντέζι: δὲν βλέπω ἀπὸ καῦλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγλική έκφραση που έχει περάσει και στα ελληνικά, σημαίνουσα διάδωσέ το. Εκτός και έχεις βρει πώς σκορπίζεται το εμές γουώρντ στο πάτωμα και πλέον σε προβληματίζει μόνο το φωτομάγαζο.

Συνδυάζεται άριστα με πατατάκια ξίδι-κρεμμύδι (ζαμπλιάξ, αδύνατο να τα βρεις κι όλας) και με ύφος «μιλάς με γρίφους, γέροντα».

- Μαλάκα χαλικού, και γαμώ τα βλογ αυτό.
- Σπρεντ δε γουώρντ, μρέεε.

Got a better definition? Add it!

Published

Η κλασική αυτή ελληνοαμερικλανιά καθιερώθηκε και με την έννοια της επιλήψιμης επιχειρηματικής δραστηριότητας.

Προφάνουσλυ, ο ενικός του μπίζνες.

  1. - «Πράσινη μπίζνα η οικολογία» απεφάνθη με κομμουνιστική ξυνίλα η εκπρόσωπος του ΚΚΕ... (από εδώ)

  2. - Αγαθονήσι, η «μπίζνα» των λαθρομεταναστών: Το «Κ» αποκαλύπτει από το ακριτικό νησί τι πραγματικά συμβαίνει με τα σύγχρονα δουλεμπορικά και τους επιβάτες τους. (από εδώ)

  3. - Η μπίζνα λοιπόν διακιολογείται για το καλό της επανάστασης...Τα παίρνουμε απο τους καπιταλιστές και την Ε.Ε. (από κει προέρχονται σε μεγάλο βαθμό τα κονδύλια του αναπτυξιακού νόμου) για να χρηματοδοτήσουμε τους αγώνες μας εναντίον τους...
    (αναφορικά με την «Τυποεκδοτική», εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ισπανόφωνο επιφώνημα έκπληξης (βλ. Ay, caramba).

Πολύ διαδεδομένο κατά τα εξήνταζ και εβδομήνταζ, μέσω κόμικς της εποχής: Λούκι Λουκ, Όμπραξ, κλπ.

  1. - Καράμπα! Ξέχασα το CD!
    - Καραμαλάκας είσαι! Τι κάνουμε τώρα;

  2. - Ανοίγω το συρτάρι, και καράμπα! Ένας δονήταρος, να, με το συμπάθιο.

(από panos1962, 30/10/09)(από panos1962, 30/10/09)viva Mejico cabrones! (από BuBis, 30/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα εστιατόρια γρήγορου φαγητού McDonald's στην σλανγκομιλουμένη.

Από το Μακ Ντόναλντς > Μακ Ντο > μακντό.

Προφέρεται και μαΓκντό ή μακ, άμα είσαι έμπειρος.

  1. - Πάμε μακντό να τσιμπήσουμε κανα τσιζ (μπεργκερ);
    - Με ένα ευρώ; Φύγαμε!

  2. - Του 'πα να έρθει στις 6 έξω από τα μακ να πάμε να μιλήσουμε να δούμε άμα θα κάνουμε κατάληψη αύριο...

στο μπαλαούρο! (από BuBis, 30/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σβαρνούτ: μ' αυτήν την ρούσικη λέξη, με μια λέξη μονάχα, ο Στάλιν απήγγειλε στις 10 Φεβρουαρίου 1948 την αμετάκλητη εις θάνατον καταδίκη του αντάρτικου στην Ελλάδα.

Σαράντα οκτώ μόλις μέρες νωρίτερα, παραμονή Χριστουγέννων 1947, είχε εξαγγελθεί η εγκαθίδρυση της πρώτης «Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης της Ελλάδας» στα βουνά. Οι μαχητές του Κ.Κ.Ε., με το όπλο στο χέρι και με ακράδαντη την πίστη στην καρδιά, έβλεπαν τ' όνειρο να 'ρχεται, κραταιό, προς αυτούς. Αλλά δεν ήταν το όνειρο, ήταν το φάσγανο που πλησίαζε.

Σβαρνούτ στα ρούσικα σημαίνει «ξανατυλίξτε πίσω το χαλί». Αναδιπλώστε το αντάρτικο. Αλλά τότε ακριβώς η ηγεσία του Κ.Κ.Ε. το άπλωσε. Η ελληνική τραγωδία ξετυλίγονταν μεγαλοπρεπής μέσα στην φωτιά και στο αίμα του προδομένου λαού.

«Σβαρνούτ!», βρυχήθηκε ο Κόναν και μονομιάς ο μανιασμένος δράκος σωριάστηκε σε θρύψαλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση των πενήνταζ και εξήνταζ, άγνωστης προέλευσης. Λέγεται όταν θέλουμε να πούμε κάτι στα αγγλικά, αλλά δεν ξέρουμε να πούμε ούτε λέξη. Συνηθιζόταν κατά την έξοδο από τα σινεμά της εποχής, οπότε γινόταν αναπαράσταση σκηνών, κυρίως γουέστερν, π.χ. «Τραβάει τα πιστόλια και του λέει κατάμουτρα: Τρικ μαϊ φόρτ

Λέγεται συνήθως με την έννοια του άριστου, του μέγκλα, κυρίως για ρούχα, παπούτσια ή άλλα είδη ένδυσης και υπόδησης.

- Πήρα παπουτσάκι τρικ μαϊ φόρτ! 80€, γουστάρεις;

- Πώ ρε καμπαρντινιά ο Λάκης; Τρικ μαϊ φορτ!

Βλ. επίσης τρικ μάι φορ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified