Further tags

Εφταΰρ: Η 7UP στην αξιαγάπητη Μποχαλία.

Προκύπτει από την ανάγνωση των τριών χαρακτήρων που συνθέτουν το αγγλικό όνομα του προϊόντος, ωσάν να ήτο αυτοί ελληνικοί.

Πίνεται συνήθως παγωμένο σε κουτάκι ασορτί, που στην Κώτικη ντοπιολαλιά το λένε Τιγκάκι (το).

- Ένα τιγκάκι εφταΰρ παρακαλώ.
- Σε μποχάλι σε χαλάει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ασφαλές κρησφύγετο. Χώρος στον οποίο συγκεντρώνονται, καταστρώνουν σχέδια και πιθανότατα φυλάνε τον εξοπλισμό τους μέλη εκτός νόμου οργάνωσης. 

Προέρχεται κατά πάσα πιθανότητα από το Βουλγάρικο явка (javka) που σημαίνει «ασφαλές κρησφύγετο».

Τον ίδιο ορισμό και ετυμολογία δίνει και ο Μπαμπινιώτης οπότε η λέξη μάλλον aποφοίτησε πια από την σλανγκ.

Πάσα από Δημόσιο Πρόχειρο από beth.

- Εντοπίστηκε η κεντρική γιάφκα της 17Ν σε επιχείρηση της ΕΛ.ΑΣ. στα Κάτω Πατήσια.
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται και στον ενικό, νιτερέσο.
Συμφέροντα, σχέση.

Η λέξη “νιτερέσα” (δηλαδή ιντερέσα=συμφέροντα) έχει επτανησιακές ρίζες.

  1. Φιλία-φιλία και τα νιτερέσα χώρια.

  2. Τι νιτερέσα έχεις εσύ μ αυτόν ωρή; (μάνα που έμαθε για τα γκομενιλίκια της κόρης).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός χαζού. Συνώνυμο του βλίτο, αλλά «εξευρωπαϊσμένη» μορφή. Εν αντιθέσει επίσης με το βλίτο, το γκαζόν δεν είναι ήπιος ορισμός και συνήθως λέγεται αρκετά υποτιμητικά για να χαρακτηρίσει νεαρής ηλικίας και βορείων προαστίων βλήμα.

Απρόσωπο, δηλώνει πολύ χαμηλό νοητικό επίπεδο.

  1. - Να πω της Μαρίας να έρθει μαζί μας το απόγευμα;
    - Όχι σε παρακαλώ! Η τύπισσα είναι σκέτο γκαζόν, δεν σκαμπάζει γρυ!

  2. ... Ελεος πια καποια στιγμή θα πρέπει να διαβάσεις και μια άλλη εφημερίδα ή εντυπο εκτός από την Τραφικ και το Αβάντι. Βεβαια επειδή το επίπεδο είναι γκαζόν, είμαι σίγουρος πως θα συνεχίσεις με Εσπρέσο...
    (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αυτοκτονία, ή η απόπειρα αυτής, δια της λήψης ουσιών.

Συνήθως ειρωνικά.

- Ρε συ πέτυχα την Καίτη χθες, με φάνηκε πολύ πεσμένη!
- Ναι, περνάμε την εβδομάδα κατάθλιψης, όλο λέει θα δώσει χάπι end στην ζωή της και κάτι τέτοια...
- Καλά ρε συ, μην γίνεσαι αναίσθητος, κρίμα είναι το κορίτσι...
- Κρίμα είμαι εγώ που περνάω τις ίδιες μαλακίες κάθε 15. Αλλά ξέρεις τώρα, γυρίζει το κλειδί στην πόρτα, παίρνει τα παλιά, φυλαγμένα γράμματά της και πάει λέγοντας...

(από Khan, 18/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη είναι σύνθετη και προέρχεται από την έκφραση below zero που στα αγγλικά σημαίνει «υπό το μηδέν».

Αναφέρεται στο βαθμό IQ ενός παντελώς ηλίθιου ατόμου.

- Δεν θα πιστέψεις τι μαλακία πήγε και έκανε πάλι χθες ο Γιώργος!
- Σιγά το νέο ρε, αφού είναι μπιλοζήρης...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιός λιμανίσιος όρος για το άχρηστο, χαμηλών επιδόσεων και κακής ποιότητας αντικείμενο αλλά και τον αναξιόπιστο, κάλπικο και απατεώνα άνθρωπο. Τελευταίως χρησιμοποιείται ιδίως για auto-moto και gadget με την έννοια της μπαγκατέλας.

Από το ιταλικό valuta που σημαίνει νόμισμα αλλά και τον διεθνή όρο για την αντιστοιχία της τιμής ενός νομίσματος σε ένα άλλο νόμισμα. Προέρχεται πιθανώς από τα διάφορα πληθωριστικά χαρτονομίσματα, ημεδαπά ή αλλοδαπά που δεν είχαν καμιά άλλη αξία εκτός ως κωλόχαρτο. Υπάρχει και η Ιταλική έκφραση «valuta senza valore» = αξία άνευ αντικρίσματος.

  1. Από βλόγιον με θέμα «Για ποιό αυτοκίνητο θα προδίδατε τα πιστεύω σας»: «…Έλα ρε, το 206 ήταν μια χαρά. Πρωτοπόρησε για την εποχή του. Ανοιχτό είναι ωραίο. Το κακό με το μεγκάν είναι, ότι είναι ΚΑΙ άσχημο από οπου και να το δεις. Ανοιχτό ή κλειστό. Και το συγχωρείς σε αμάξια που είναι καλά στο δρόμοαλλά το μεγκάν είναι και βαλούτα….»

  2. Ακόμα κυκλοφοράς μ' αυτήν την βαλούτα τον Χαμήλ Μπατάρ; Πάρε ρε ματζίρη κάνα κουνιστό με μπιρμπιλόνια και κάμερα σαν κι εμένα! Να, κοίτα το πουλάκι!

  3. — Δεν θέλω νταραβέρια πια με τον Μπάμπη, ρε φίλος. Μ' έριξε στο ζύγι και μου έδωσε μάπα πράμα, σκέτο κατιμά...
    — Εγώ σου το 'πα ότι είναι βαλούτα το άτομο, αλλά δεν μ' ακούς καρντασάκι μου
    Τι είπες;

γιατί τα διακοσόευρα δεν είναι πετσετάκια? (από MXΣ, 27/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του λατινικού speculator, ήτοι ο υπασπιστής, διεκπεραιωτής ή κατάσκοπος, ή και με την αρνητικότερη έννοια, ο χαφιές, ο παρατρεχάμενος, κλπ. πάντοτε κάποιου ανωτέρου, αξιωματούχου.

Στη νέα ελληνική, ως ρήμα, χρησιμοποιείται με την έννοια του καιροσκοπώ τυχοδιωκτικά, παραμονεύω, κατασκοπεύω κάποιον για προσωπικό όφελος και κέρδος.

Ως οικονομικο-σλάνγκ έννοια, αντικατοπτρίζεται σχεδόν απόλυτα στην πρακτική αυτού που λέμε «βιομηχανική κατασκοπία». Το ουσιαστικό «σπέκουλα», ως πιο φρέσκια χρηματιστηριο-σλάνγκ έννοια, χρησιμοποιείται ως άμεσο συνώνυμο της κερδοσκοπίας.

«...και σαν δεν έφταναν τα επώδυνα μέτρα της κυβέρνησης, οι γνωστοί χρηματιστηριακοί οίκοι, σπεκουλάρωντας, προχώρησαν σε νέα υποβάθμιση της δανειοληπτικής ικανότητας της χώρας...»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν βέβαια πολλά παρεμφερή λήμματα που, όμως, δε δίνουν όλες τις σωστές έννοιες.

Λαμόγια: Έκφραση της καθ' ημάς ελληνικής, πάλαι ποτέ, μαλλιαρής (slang), με συγκεκριμένες έννοιες, αν και αμφιλεγόμενη, διότι οι ορισμοί της είναι μάτσο και οι ετυμολογίες αρπαχτές, πώς λέμε, αρπακόλλα. Παίρνω αμ-παριζάκι και βγαίνω.

Κατά τον Τριανταφυλλίδη (ca. 1950): μόνο στη φράση την κάνω λαμόγια, φεύγω, ξεφεύγω, σκαπουλάρω, ή δεν παρουσιάζομαι κάπου, πχ: Tον περίμενα τόση ώρα κι αυτός την έκανε λαμόγια.

Κατά τον Τσιφόρο (ca. 1960) και άλλους συνομηλίκους του (πιο κοντά στην τωρινή αλήθεια): αβανταδόρος, κράχτης, παίχτης-μαϊμού που παρασύρει τα κορόιδα.

Κατά τον Ντινόσαυρο (ca. 2010): Η άποψη πολλών λεξικογράφων (;) ότι προέρχεται από το ισπανικό la moya (= η τάδε), δε στέκει. Είναι όντως ισπανόφερτος ο όρος, με τη διαφορά ότι προέρχεται από το πλουσιότατο «λουνφάρδο» (slang/argot) του Μπουένος Άιρες και του Μοντεβιδέο. Η λέξη είναι σκέτο μόγια· το θηλυκό άρθρο λα είναι προφανώς μεταγενέστερη «ελληνική» προσθήκη για να μοιάζει πιο σπανιόλικο ή ξενόφερτο. Για το πώς ο όρος διέσχισε τον Ατλαντικό και τη Μεσόγειο, δηλώνω άγνοια (pero puedo seguir buscando).

Διά του λόγου το αληθές, ιδού τα πολυάριθμα συνώνυμα και ο ορισμός που ψάρεψα στα διάφορα ισπανόφωνα λεξικά (Diccionario de Lunfardo, Diccionario del Tango, Diccionario de la Real Academia Española, etc.):

  • Moya: estafa, fraude, trampa, ardid, engaño, triquiñuela, astucia, embrollo, manejo oculto con que se prepara algún fraude o engaño, superchería, picardía...Τα οποία δε μεταφράζω γιατί είναι απλώς συνώνυμα.
  • Moya: Se denomina «moya» a aquellas personas que tienden a tirar «matufias» para escapar de una situación complicada. Por definición, al hablar de moya se habla de un acto generalmente ílicito o incorrecto para salir de una situación, se podría decir que es la salida fácil.Μόγια: Αποκαλούνται «μόγια» τα άτομα που βολεύονται κάνοντας «matufias» (λαδιές, κόλπα, απάτες, λοβιτούρες) για να γλιτώσουν από μπερδεμένες καταστάσεις. Εξ ορισμού, λοιπόν, «μόγια» χαρακτηρίζει μια πράξη γενικά παράνομη ή ανάρμοστη που κάνουν όσοι θέλουν να λακίσουν από κάποια δυσκολία. Θα το λέγαμε «πρόχειρη λύση».

Όποιος επιδίδεται σε «moya» λέγεται moyero (ή matufiero). Τα μεταγενέστερα ελληνικά παράγωγα (το λαμόγιο, τα λαμόγια, η λαμογιά, οι λαμόγιες, κλπ.) που ήδη υπάρχουν στο σλανγκ.γκρ ελάχιστα τροποποιούν το τρέχον νόημα.

Παραδείγματα υπάρχουν στον ίδιο τον ορισμό.
Για plus ultra παραδείγματα, κάντε αίτηση. Στην πολύπλευρη και περίπλοκη ζωή μου, έχω διατελέσει και «λαμόγια».

την έκανε la moye... (από MXΣ, 30/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέραν της κλασικής έννοιας, ο θρασύδειλος γαμιάς του σχολείου που πουλάει σωματικό και ψυχολογικό πειθαναγκασμό στους εμφανώς πιο αδύναμους, ντροπαλούς, ουατέβα συμμαθητές του. Τους συναντάμε και στον κυβερνοχώρο, όπου επιδίδονται σε γουτουπού e-νταηλίκια και cyber-γκοτζαμανισμούς.

Το φαινόμενο συχνά αυτόαναπαράγεται καθώς θύματα μπούληδων με την σειρά τους ξεσπάνε πάνω στα παιδιά και τις οικογένειές τους. Δυστυχώς πολλά θύματα μπούληδων και e-μπούληδων έχουν οδηγηθεί μέχρι και την αυτοκτονία.

Οι μπούληδες συνήθως φτάνουν στο απόγειό τους στον στρατό, ειδικά από θέση τσάτσου ορμώμενοι. Στην συνέχεια η μπογιά τους φθίνει και σπανίως γηράσκουν με χάρη καθώς βλέπουν τα θύματα τους να πετυχαίνουν στην επαγγελματική και προσωπική τους ζωή, ενώ αυτοί παραμένουν θλιβερές ξεθωριασμένες καρικατούρες του παλαιού τους εαυτού. Άλλωστε τα νταηλίκια αυτά δεν έχουν ιδιαίτερη πέραση in real life, εκτός εάν εργάζεσαι στην νύχτα ως νταβάς, πληρωμένος δολοφόνος, κλπ.

Εκ του αγγλικού bully.

Αντιδάνειο: Vikar.

- Ο μπούλης απλά προσποιείται τον δυνατό, γιατί δεν είναι. Ψάχνει τα θύματά του ανάμεσα στους πιο μικρούς και αδύναμους, που μπορεί να τους έχει του χεριού του.
(εδώ)

- Ο Μπούλης (bully) επιζητεί τον τσαμπουκά - εξοργίζεται όταν του γυρνάς την πλάτη, πράγμα όχι και τόσο σοφό διότι υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να σε μαχαιρώσει πισώπλατα...
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified