Further tags

Κοπρόσκυλο (μάλλον από παραφθορά του τούρκικου köpek).

Απευθύνεται σαν βρισιά σε τεμπελχανάδες.

Συχνότατο σαν παλιοκουπούκι.

- Τι λέει ο νέος; Τρέχει;
- Άι σιχτίρ, το παλιοκουπούκι! Αν δε στρώσει σε μια βδομάδα, παίρνει πόδι. Ωσπού να κουνηθεί βρωμάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με όλα τα κομφόρ, αντζελιστί.

Ως λολοπαίγνιο, σερβίρεται κυρίως από αστειάτορες συνοδεία γαργαλιέρας.

Πάσα: Perkins.

- Ναι ναι και με όλα τα Ροκφόρ
(σχόλιο Perky, εδώ)

- σε ακριτικά νησιά δεν πάω επειδή δεν έχουν όλα τα ροκφόρ, θέλω τις ανέσεις μου!
(εκεί)

- Στας εξοχάς και ολα τα ροκφόρ..Θαλασσίτσα, τραγουδάκι, υψηλον φρόνημα, Περπατησιά αγέρωχη εις τας ερημικάς λεοφώρους των κοσμοπολίτικων νησιών...εεε Μακρονησος, Αι Σράτης..εεεε!
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αλήτης, ο ακαμάτης, ο ανεπρόκοπος, ο τεμπέλης, αλλά και ο περιθωριακός, ο περιθωριοποιημένος.

Απο το τούρκικο kopuk = αποκομμένος, αλήτης, κομμένος, ξεκομμένος.

Να μη συγχέεται με το κιοπέκ, από το επίσης τούρκικο köpek = σκύλος.

Λέγεται και κοπούκι.

-Τα 'μαθα τα μαντάτα για την αφεντιά του. Είναι μεγάλο κουπούκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χέζω.

Για την ακρίβεια είναι η στιγμή που κάθομαι στην λεκάνη, και σφίγγομαι, περιμένοντας να γίνει το κατέβασμα, διατηρώντας την χαρακτηριστική αλγεινή και συλλογισμένη έκφραση. Υπάρχουν βέβαια ταχύτατα download ADSL (=διάρροια), υπάρχουν όμως και πιο αργά, όπως με την απλή σύνδεση του Οτέ ή όπως όταν ο υπολογιστήρας μας έχει κολλήσει ιούς (= δυσκοίλια).

Σύγκρινε με: Kid downloading, γεννητούρι.

- Αμάν βρε Μήτσο! Μία ώρα είσαι στο μπάνιο!
- Ουγκχχχ. Αργεί το downloading γαμώτο!...

Got a better definition? Add it!

Published

Μέθοδος φωτισμού και αερισμού υπόγειων χώρων αλλά και μικρή αυλή στο πίσω μέρος, συνήθως μονοκατοικίας.

Από τo γαλλικό cour anglaise, αγγλική αυλή. Η διαμόρφωση συνηθίζεται πολύ σε εγγλέζικες και αμερικανικές μονοκατοικίες.

Επαγγελματική αργκό σε μηχανικούς.

Φέρ' τα σχέδια να δούμε, εδώ είναι το γκαράζ, εδώ το WC, κι εδώ ο κουραγκλές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι αίθουσες τσαγιού (εκ του Αγγλικού tea room) που ανοίγαν με επιτυχία πολλοί Έλληνες μετανάστες στην Αυστραλία στις αρχές του 20ου αιώνα.

Εμένα ο παππούς μου ήταν πολύ προδομένος. Χωρίς ένα βρακί ήρθε στην Αυστραλία και έφτιαξε μόνος του ολόκληρο τιρουμτζάδικο στην Καμπέρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό loop που σημαίνει βρόχος, θηλιά.

  1. Όρος που χρησιμοποιούν οι προγραμματιστές Η/Υ. Είναι μια επαναλαμβανόμενη σειρά από εντολές (ένας βρόχος επανάληψης) που εκτελείται όσο ισχύει μια λογική συνθήκη. Μόλις η συνθήκη πάψει να ισχύει, το πρόγραμμα συνεχίζει παρακάτω στις επόμενες εντολές. Αν ο κουμπιουτεράκιας έχει κάνει κάποιο λάθος στον κώδικα, τότε το πρόγραμμα δεν μπορεί να βγει από τον βρόχο επανάληψης εκτελώντας τις ίδιες εντολές ξανά και ξανά (κάνοντας δλδ συνέχεια τα ίδια και τα ίδια)ν μ΄αποτέλεσμα κάποια στιγμή να κολλήσει.

  2. Η κατάσταση λειτουργίας μιας οποιασδήποτε συσκευής που παίζει μουσική ή κάποια ταινία ή κάποια βίντεο όπου μόλις τελειώσει η σειρά π.χ. των τραγουδιών ξαναξεκινά αυτόματα να τα παίζει πάλι με την ίδια σειρά.

  3. Ανάποδη λούπα. Δύσκολος ελιγμός μαχητικών αεροπλάνων όπου διαγράφεται στον αέρα μια θηλιά. Το αεροπλάνο μοιάζει να κάνει ανάποδη τούμπα.

  4. Έπεσα σε λούπα. Σκατοκατάσταση από την οποία δεν μπορώ να ξεφύγω με τίποτα.

Ρίξτε και ένα βλέφαρο στην καλούτσικη ταινία Λούπα αυτοκτονίας.

  1. Γαμώ τα κοντρολομπρέκια μου γαμώ, ούτε μια λούπα δε μπορώ να στήσω σήμερα. Μήπως να με ξεματιάξεις;

  2. Ρε παίδες!! Ποιος έβαλε σε λούπα το κωλοσιντί; Τρίτη φορά ακούω τα άπαντα της Θώδη. Έλεος!! Υπάρχουν και πράγματα που πρήζονται εδώ χάμω.

  3. - Πωωω ρε πούστη μου πρήξιμο ο νέος. Αμάν μ' αυτήν την ανάποδη λούπα!! Ούτε ο Κρουζ στο Τοπ Γκαν να ήτανε.
    - Δε θυμάσαι τα δικά σου; Σαν νά 'χες πρωτογαμήσει έκανες.

  4. - Ψυχοσάββατο έχει ο Λάκης ή μου φαίνεται; - Σκάσε και κέρνα αβέρτα. Κάτι με τη δικιά του. Δε ξέρω λεπτομέρειες, αλλά μεγάλη λούπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η οικονομική καταστροφή, αλλά και η καταστροφή γενικότερα.

Από το τούρκικο batma = ναυάγιο.

- Τον απόλυτο ελέγχο των οικονομικών της εταιρείας θα τον έχω εγώ, μη πάθουμε κάνα μπατμά.

(από Asterix, 04/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος παγωτού.

Από το τούρκικο dondurma= παγώνω, πάγωμα.

Στη Τουρκία πωλείται συνήθως στο δρόμο. Η τιμή πώλησης του διαμορφώνεται καθοριστικά από την ικανότητα και δεξιοτεχνία σερβιρίσματος που προσδιορίζει και την επαγγελματική διαβάθμιση του παγωτατζή.

Δείτε οπωσδήποτε το μήδι ντοντουρμάς.

Είναι απορίας άξιον πως δεν περπάτησε η τέχνη στην Ελλάδα.

- Θυμάστε τον παγωτατζή στη Πόλη; Πάμε στο ζαχαροπλαστείο Δωδώνη για ένα ντοντουρμά. Κερνάω.

Ντοντουρμάς (από iwn, 05/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το κρεοπωλείο, το χασάπικο.

Από το τούρκικο kasap = κρεοπώλης.

Απάντηση σε πελάτη της αγοράς:
- Τα μανάβικα βρίσκονται μετά τα χασαπλιά.

(από iwn, 04/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified