Further tags

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να δηλώσει την χολιγουντιανού επιπέδου επικίνδυνη αποστολή κάποιου να γαμήσει μια χοντρή γυναίκα τύπου Φάλαινα Άντερσον.

Οι ρίζες της έκφρασης εντοπίζονται στη ταινία Free Willy, όπου Willy το όνομα της πρωταγωνίστριας φάλαινας. Η ομοιότητα της γυναίκας όρκας με την προαναφερθείσα φάλαινα γέννησε το Fuck Willy, το οποίο είναι κι αυτό ένα εντυπωσιακό θέαμα.

- Λοιπόν παιδιά, σήμερα έχει Fuck Willy στο πρόγραμμα.
- Καλά ρε σαβουρογαμόσαυρε, πάλι χοντρές θα κυνηγάμε;

(από nobody, 16/08/11)(από nobody, 16/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπουζουκόβιος που όταν θέλει να ρίξει φίνο ροκογκομενάκι κάνει πως ακούει Rolling Stones από τα επτά του χρόνια και αλλάζει τον ήχο κλήσης στο κινητό του. Συνήθως ξεχνάει να αλλάξει τον ήχο των sms (Τερλέγκας, Μάκης κ.α.) και τρώει πιτόνι.

- Γειά σου μωρό... Είσαι σκέτη ταύλα!
- Παράτα με ξανθομπούμπουρα, δεν βλέπεις πως είμαι και πολύ rock να πούμε γαμώ το κέρατο μου;
- Μα γι' αυτό μ' αρέσεις ρε μωρόκ ..... (σιγοτραγουδάει You can get no...)
- Ωωωωωχ!!!! Δεν γαμιέστε οι γιουκανγκετνοουσατισφακσιονάδες και οι λουσινγκμαϊριλιτζιονάδες, φλώροι!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ο οποίος είναι τόσο μαλάκας που κάνει συνεχώς like στα ίδια του τα link στο facebook. Κατά 99% δεν κάνει like κανένας άλλος ενώ όλοι οι φίλοι του προσπαθούν να τον διαγράψουν χωρίς να το καταλάβει.

- Ρε τον παπάρα, πάλι κάνει like στο ίδιο του το λινκ...
- Να δεις που κάποτε θα τον πούνε και μαλάικα...

(από Khan, 23/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άπληστος, αχόρταγος, πλεονέκτης (και αντιστοίχως ταμάχι ή απληστία).

Από το τουρκικό tamahkâr αραβοπερσικής προέλευσης (λ. εδώ).

- Λοιπόν, ο Φαυλόπουλος λέει ότι σου έραψαν ένα κουστούμι 300.000 Ευρώ. Μπορούνε να το μαγειρέψουνε, να πάει το φύλλο ελέγχου στις 150.000, να δώσεις 75.000 σ’ αυτούς και να συμβιβαστούμε στις 75.000. - Εκατόν πενήντα χιλιάδες; Καταστράφηκα. - Τι να κάνουμε; Ο Έφορας είναι ζόρικος, δεν πάει παρακάτω, έχει λέει παιδιά να σπουδάσει. - Στους γιατρούς να τα φάνε, καρκίνο στον κώλο να βγάλουνε οι ταμαχιάρηδες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όποιος κυνηγάει το ίδιο γκομενέτο από την πρώτη δημοτικού μέχρι 48 χρόνια μετά. Προέρχεται από τον θεό πρωταγωνιστή Σιρίλο της παιδικής σειράς Καρουζέλ και την συνεχόμενη απόρριψή του από τη Μαρία Χοακίνα. Το νέτο προφανώς δεν γουστάρει λάχανο, επειδή ο σιρίλος είναι μαυρούλης λόγω απλυσιάς και έχει στην τσέπη μόνο ένα κατοστάρικο χωρίς να γνωρίζει καν την ύπαρξη αυτού του καινούργιου, του διακοσάρικου.

- Ρε την καριόλα την Τζένη, 20 χρόνια τώρα έχει πάει με όλους εκτός από μένα...
- Αφού είσαι σιρίλος ρε, πλυς, ντυς, ξυρίς και θα δεις!

O Μπρούνο Τσιρίλο του ΠΑΟΚ (από allivegp, 18/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καγκουροσλάνγκ εισαγωγής, που αναφέρεται στην ανάποδη σούζα. Δηλαδή το προοδευτικό αλλά έντονο και διακεκομμένο φρενάρισμα του μπροστινού τροχού, με αποτέλεσμα ο πίσω τροχός να σηκώνεται.

Ο όρος (ναι, έκανα έρευνα) προέρχεται από τα αγγλικά και είναι συντόμευση του «end over front», δλδ το πίσω πάνω από το μπρος, σε ελεύθερη μετάφραση. Τα τελευταία χρόνια ο όρος χρησιμοποιείται πολύ, και ήλθε μαζί με τα μοτάρ, τουλάστιχον στα μηχανάκια. Διότι τα μοτάρ είναι τα πιο κατάλληλα (ανάποδα καλάμια, γερά φρένα, 17άρης τροχός) μηχανακια για έντο.

Έχω την εντύπωση (διορθώστε με αν ξέρετε), ότι σαν φιγούρα προήλθε από τα ποδήλατα bmx, και μεταπήδησε στα μηχανάκια.

- Κι εκεί που πηγαίνω στη μία ρόδα, έξω από τα μπαράκια, μπανίζω ένα εξακύλινδρο γκομενάκι, πλακώνω τα τριπίστονα μπρέμπο, και το γυρνάω σε έντο. Πέφτοντας η κωλοσιά, σπάω μέση, κάνω λίγο burn-out, καπάκι ένα τετακέ, εφτά σκαμπίλια, και ακινητοποιώ το μωρό μου, μπροστά στο εμβρόντητο μωρό... - Ίσα ρε Βαλεντίνο! Όλα αυτά με το στρογγυλοφάναρο; - Όχι ρε Μπάμπη, με το δεκατεσσάρι του μπρο.
- Α, τώρα σε πιστεύω ρε φιδέμπορα!!

(από electron, 20/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο που χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει μια ορισμένη κατηγορία ανδρών. Ηλικιακά, οι άντρες που υπάγονται σε αυτή την κατηγορία κυμαίνονται από 20-29 ετών. Συνήθως είναι ψηλοί, μελαχρινοί έως καστανοί (ποτέ ξανθοί) και η εκπαίδευσή τους είναι τουλάχιστον πανεπιστημιακού επιπέδου -σπανιότερα απόφοιτοι Α. Τ. Ε. Ι., δεν διαθέτουν τρίχες στο στήθος και φέρουν μικρό ή προβληματικό (αλλεργικό, με φίμωση κ.α.) πέος.

Οι άντρες αυτοί αναγνωρίζονται εύκολα: δεν διαθέτουν χιούμορ -αν διαθέτουν είναι κακό, το ντύσιμό τους είναι ένα παράξενο κράμα μεταξύ επαναστάτη και χίπστερ, δηλώνουν αναρχικοί και άθεοι, φοράνε γυαλιά (αν και προτιμούν φακούς επαφής), διαβάζουν λογοτεχνία και ποίηση, βλέπουν ευρωπαϊκό κινηματογράφο και προπαντός λατρεύουν τον Charles Bukowski (Τσαρλς Μπουκόφσκι) εξ ου και η ονομασία τους.

Παρασυρμένοι από τον ομώνυμο ποιητή, κάνουν κραιπάλες και τους είναι σχεδόν αδύνατο να κυκλοφορήσουν νηφάλιοι και, για αν μη χαλάσουν τη μόστρα, συνήθως είναι και συναισθηματικά μη-διαθέσιμοι ή κολλημένοι σε μια «σκύλα που τους πέταξε και ποτέ δεν ξεπέρασαν».

Στην ουσία είναι ανασφαλείς και ψευτοκουλτουριάρηδες και αρκετά εύκολοι στόχοι γκομενικά. Εάν θέλετε να κερδίσετε έναν Μπουκοφσκικό, απλώς πείτε του πόσο πολύ σας άρεσε το «Η Αγάπη είναι ένας σκύλος από την Κόλαση», πόσο απολαμβάνετε να διαβάζετε Μπάροουζ και τι ωραία τραγούδια που έχει στο «Dark Side of the Moon». Μπορείτε να επεκτείνετε τη θεματολογία σας και στις cult ταινίες και τσόντες των '80s. Τον έχετε κερδίσει.

- Ο Πλάτωνας είναι ψευτοκουλτουριάρης.
- Λογικό, αφού είναι μπουκοφσκικός.

The real thing (από Khan, 22/08/11)

Στα αγγλικά: bukowskiesque

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για προσωνύμιο της πόλης των Χανίων (Κρήτη), εμπνευσμένο από το νησί Manhattan της Νέας Υόρκης, που στόχο έχει να καταδείξει την ομοιότητα των δυο περιοχών, μιας που τα δυο αυτά μέρη είναι ισάξια ως προς τον μεγάλο πληθυσμό, την πολιτιστική ζωή και την έντονη καθημερινότητα, ιδίως κατά τη χειμερινή σαιζόν.

- Από πού κατάγεσαι;
- Απ' τα Μανχάνιαν.

(από Vrastaman, 22/08/11)Ο Πυρανχάνιαν από τα Μανχάνιαν (από GATZMAN, 22/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η διαδικασία pot-σης κατά την οποία δύο ή περισσότεροι pot-ες είναι συνδεδεμένοι με κάμερα μέσω διαδικτύου και πίνουν χόρτο. Η φράση αυτή έχει ως γλωσσική βάση της τον όρο cyber sex.

Cyber pot βέβαια, να πίνουν μόνοι τους, οπότε μπαίνουν on-line και πίνουν με φίλους τους από άλλες πόλεις ή χώρες. Το σωστό cyber pot προϋποθέτει όσοι είναι on camera να πίνουν. Ε, τι; μισές δουλειές θα κάνουμε;

- Ήμουν χθες Skype και μιλούσα με την Inga, τη φίλη μου από τη Σουηδία. Δυο ώρες κάναμε cyber pot, λιώσαμε!
- Α, δηλαδή πάθατε υπερχόρτωση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το τουρκ. mecidiye ή mecit = παλιό τουρκικό χρυσό νόμισμα, που ισοδυναμεί με την τουρκική λίρα. Πήρε το όνομά του από τον σουλτάνο Αβδούλ Μετζίτ και κατέστη συνώνυμο με το μπαξίσι (= εξαγορά, δωροδοκία) και το γρηγορόσημο.

Αν δεν στάξεις το μετζίτι, μη περιμένεις χαΐρι.

Καριοφύλλης Δοϊτσίδης: "Στέργιους πισμάνιψι", 1ο μέρος μουσικής τριλογίας, όπου ο Στέργιος άλλαξε γνώμη περί γάμου, καίτοι ο πάππος του έδωσε 3 μετζίτια για ν\' αγοράσει παπούτσια... (από HODJAS, 25/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified