Further tags

Πιο σλανγκιάρικη εκδοχή του κλισέ (> γαλλ. cliché, στερεότυπο), με τη προσθήκη του γαμοσλανγκοτέτοιου -άρικο (βλ. π.χ. λιμπιντιάρικο, χασιάρικο, κασιδιάρικο).

Περιγράφει προβλέψιμες, τετριμμένες και ντεζαβού μανιέρες, τέχνες, λόγους και άλλοθι. Φοριούνται και αναπαράγονται ad nauseam λόγω βαρεμάρας, έλλειψης φαντασίας ή / και παιδείας, ή απλώς επειδή πουλάνε.

1. «Τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα του ΣΥΡΙΖΑ» Συγγνώμη για τον κλισεδιάρικο τίτλο του κειμένου. Το κείμενο εναλλακτικά θα μπορούσε να έχει τίτλο: Δεν είμαι αντι-ΣΥΡΙΖΑ, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αντι-εγώ, αλλά δεν μου φάνηκε καλαίσθητο.

2.
Πράγματι δεν είναι υπάρχει πιό κλισεδιάρικο και ντεκαβλέ πράγμα απο τις τσόντες.

3. Οι περιοχές που επισκεπτόμαστε είναι κλισεδιάρικες όσο δεν πάει (μεσαιωνικά κάστρα, ορυχεία, χιονισμένες περιοχές, δάση, κτλ)...

4.
Στην περιπτωσή μου κατάλαβα ότι αυτό το κλισεδιαρικο βιολογικό ρολόι δεν είναι καθόλου κλισεδιάρικο. Είναι αληθινό και κάθε φορά που βγαίνει ο κούκος (το δικο μου ρολοι είχε και κούκο) σου αστράφτει μια και σε ρωτάει; ” Εσυ, κούκου, πότε θα γίνεις μανα;

Got a better definition? Add it!

Published

Το ναυπηγείο, στη ναυτική αργκό.

Εκ του αγγλικάνικου yard (> shipyard). Πέον να σημειωθεί ότι στις σλανγκιές των ναπτών συγκαταλέγονται μπόλικες αγγλιές, όπως τριμάρω (trim), νετάρω (to net), σλάτζια (sludge), κ.ταλ.

Να μη συγχέεται με την ελληνοαμερικλανιά πίσω γιάρδα (back yard).

1.
Σε μία από τις πρώτες ομιλίες του στους εργαζόμενους ο Παναγιωταρέας είπε κατά λέξη ότι «στον πύργο γαμιούνται και στη γιάρδα κοιμούνται». Εννοούσε ότι στα γραφεία, ή αλλιώς όπως το λέμε εμείς στον «πύργο», πηδιούνται στην κυριολεξία, ενώ οι εργάτες κάτω ξύνονται.

2.
Ανάμεσα στους Ελληνες εφοπλιστές που «χτίζουν» πλοία τους στις κινεζικές γιάρδες βρίσκονται οι Γιάννης Αγγελικούσης, Βίλλυ Παναγιωτίδης, Ντίνος Μαρτίνος, η οικογένεια Τομάζου, ο Βίκτωρας Ρέστης, ο Γιώργος Οικονόμου, ο Νίκος Τσάκος, ο Βασίλης Παπαχρηστίδης, ο όμιλος Λάτση, ο Ανδρέας Μαρτίνος, ο Γρηγόρης Καλλιμανόπουλος, ο Ευάγγελος Μαρινάκης, ο Χάρης Βαφειάς, ο Νίκος Φιστές και ο Διαμαντής Λεμός.

3.
♪♫ If it wasn't for the nips
Being so good at building ships
The yards would still be open on the clyde.
And it can't be much fun for them
Beneath the rising sun
With all their kids committing suicide What have we done
Maggie what have we done;
What have we done to England; ♪♫

(από σφυρίζων, 13/09/13)(από σφυρίζων, 13/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ελληνικοποίηση της γνωστής σε όλους έκφραση epic fail (ολική αποτυχία), η οποία έγινε ευρέως γνωστή στα μέσα του '10 αλλά συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Ευγενικός τρόπος για να πεις «μαλακία».

- Είσαι να παίξουμε online Call of Duty απτο PS3;
- Τι φεϊλούρα είπες πάλι; Αφού δεν έχω Wifi για να το συνδέσω με το Ίντερνετ..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φαβορίτα, από την ιταλική λέξη barbetta = το μούσι.

1. Τις φαβορίτες παλιότερα τις λέγαμε μπαρμπέτες, και υποκοριστικό τους ήταν τα μπαρμπετόνια.

2. Όλοι αυτοί εχρησιμοποιούντο από τα διάφορα κόμματα ως μπράβοι και τραμπούκοι. Φορούσαν ειδική περιβολή, μαύρο στενό παντελόνι, μεσάτο σακάκι, που περνούσαν μόνο το ένα του μανίκι, κόκκινο ζωνάρι, που άφηναν τη μια του άκρη να σέρνεται, πολύ μυτερό μποτίνι με κουμπιά στο πλάϊ και ψηλό τακούνι, σκληρό «καβουράκι» πάνω σε λαδωμένες αφέλειες και μπαρμπέτες, χοντρό δαχτυλίδι από ασήμι με νεκροκεφαλή στη μέση και κομπολόΐ.

3. Μπορει να εχει κατι μπαρμπετες ως τα νεφρα σαν τον κοκοτα. Μουστακι σαν το Νταλι. Τα αγνοει. Γι αυτην το προσωπο της ειναι σαν πωπουδακι

4 «...ήταν ένα γεροντάκι παστρικό, με μυτερό φρεσκοξουρισμένο πιγούνι και δυο κοντούλες μπαρμπέτες» (Νίκος Καζαντζάκης, «Καπετάν Μιχάλης»).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Τω πεποιηκότι το πλείστον της εργασίας γεραρώ συσσλάνγκω Sarant χαίρειν).

Νταξ, σλανγκ δεν το λες ακριβώς, αλλά εφόσον εδώ χάμω πολλάκις ιστορικολεξιλογούμε, και εφόσον υπάρχουν και σχετικά λήμματα, ας το βάλουμε να υπάρχει. Τα εύσημα στον Sarant , του οποίου η πρόσφατη ανάρτηση μου το θύμισε. Εγώ ένας απλός αντιγραφεύς είμαι.

Το Καστιγκάρι (και Καστριγκάρι / Καστεργκάρι ) είναι παραφθορά του δυσπρόφερτου για Έλληνες Castle Garden (πρώην Castle / Fort Clinton ), του πρώτου επίσημου κέντρου υποδοχής και υγειονομικού ελέγχου μεταναστών στις ΗΠΑ.

Γλωσσολογικό tip: Aν και το ίδιο το Castle Garden είχε πάψει να έχει αυτή την χρήση από το 1890, την α' δεκαετία του 20ου αιώνα οπότε μετανάστευσε στην Αμερική ο Α. Κορδοπάτης (παράδειγμα Νο 3) η λέξη είχε ήδη λάβει την σημασία του λοιμοκαθαρτηρίου / τσεκ πόιντ γενικώς, χαρακτηρίζοντας και το διάδοχο Ellis Island, από το οποίο προφ πέρασε ο εν λόγω.

Ετυμολογικό tip: Οι διάφορες ασθένειες (και ιδίως η φθίση και το οφθαλμικό τράχωμα, όπως προκύπτει από πλήθος πηγών παγκοσμίως) θερίζανε τους εξαθλιωμένους μετανάστες. Μας αρέ δε μας αρέ, οι Αμερικάνοι ήταν αναγκασμένοι να λάβουν κάποιες στοιχειώδεις υγειονομικές προφυλάξεις, έστω με τα μέσα και τα μέτρα της εποχής. Οπότε αφήνω να περάσουν ασχολίαστες κάτι χαζομαρίτσες του στυλ ότι επειδή πολλοί φουκαράδες εκεί πήρανε την τσαπού και τους γυρίσανε άναυλα πίσω, η λέξη και καλά προέρχεται από το ισπανικό castigar = τιμωρώ. (Ε, για την Αμέρικα μιλάμε, μου ήταν αδύνατον να μη σερβίρω κι εγώ την πατάτα μου).

Τεσπα, οι υγιείς, μαζί με το ελευθέρας παίρνανε και των ομματιών τους γιά παραμέσα, να πά να προκόψουνε στα κοστρόξια, στσι φάμπρικες, στσι ντάινες με τις χέμπουργκες και να κοιτάξουνε κι αυτοί να γίνουνε μπόσηδες και μπρούκληδες. Παρεχτός κι ήντουσαν τίποτις κόκκινοι και χαΐνηδες, οπότε παίρνανε δυό μέτρα γης οι γκαντέμ μαδαφάκες.

  1. Εκεί κλεισμένους σε μεγάλη αίθουσα εις τη γραμμή τους βάλαν και τους έψαξαν τα ρούχα τελωνειακοί υπάλληλοι. Έπειτα με βαπόρι τους μετέφεραν στο Κάστλ-Γκάρτιν, άλλως Έλλις Άϊλαντ νησί που «καστιγκάρι» το ωνόμασαν οι πρώτοι πρώτοι μετανάστες Έλληνες όπου της Ελληνοαμερικάνικες λέξεις σαν γλωσσολόγοι μας επλάσανε.

Έμμετρη ετυμολογία της λέξης από το 1915, xίαρ

  1. [...]κατευθύνονταν στις βάρκες της Υπηρεσίας Αλλοδαπών που τους περίμεναν γιά να τους μεταφέρουν στο περίφημο Ellis Island, γνωστό στους Έλληνες μετανάστες ως «Καστιγγάρι» [...] Οι περισσότεροι περνούσαν τον έλεγχο και ξεχνούσαν τις ταλαιπωρίες του ταξιδιού [...] οι δύο εβδομάδες που πέρασα στο Έλλις Άιλαντ ήταν οι πιό άθλιες της ζωής μου [...] Ήταν Γενάρης, πολύ κρύο [...] Δεν είχα ούτε ένα σεντ στην τσέπη μου, και ήμουν φοβισμένος [...] Ακούγονταν λυγμοί και ξεφωνητά από τους ανθρώπους που τους έστελναν πίσω [...] δέαρ

  2. Το μεσημέρι μας πήραν να μας παν στο Καστριγκάρι. Μπήκαμε σε μαούνες, μαζί κι αυτοί. Φτάσαμε, γύρω θάλασσα και το Καστριγκάρι μικρό, σαν πολιτεία μικρή.

Θαν. Βαλτινός, Συναξάρι Ανδρέα Κορδοπάτη, εκδ. Άγρα 1990 (πρώτη δημοσίευση 1964).

  1. Σαν πέσανε, στα σκοτεινά, ξομολογήθηκε ο Νικ τα όσα πέρασε στο Νιού Χάβεν. Τα πιοτά, κοντραμπάτο, τους καυγάδες και τις φυλακές, χτυπήματα με τα πολιτσμάνια, με λίγα λόγια τα πάθια και τα όσα τράβηξε απ' το «Καστιγκάρι» ώσπου να κατασταλάξει στο Νιού Χάβεν.

Στρατή Αναστασέλλη «Απανωγότερη», από τη συλλογή διηγημάτων «Κερατοζωή», εκδ. Θεμέλιο 1975.

(Στο νέτι βρήκα και αναφορά σε κάποιο ρεμπέτικο του 1927, με τίτλο «Ο Μπαρμπα-Γιώργος στο Καστιγκάρι και ο Καραγκιόζης διερμηνέας». Όποιος το βρει, ας κοτσάρει τους στίχους ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φουσκοθαλασσιά «εκ του τουρκικού karıntı (= δίνη, πλευρικό κύμα), με επίδραση της τουρκικής λέξης kara η οποία ήδη χρησιμοποιείται σε πολλές ελληνικές λέξεις, ναυτικές και μη, ως πρώτο συνθετικό (καρα-)», (βλ. το άρθρο του Ν. Σαραντάκου εδώ για το καραντί και τις λογοτεχνικές χρήσεις του, αλλά και για το γκαραντί και το μπατάρω).

Στο Δ.Π. υπό Gatzman.

Από το τραγούδι «Το καραντί» σε στίχους Νίκου Καββαδία:

Το καραντί το καραντί θα μας μπατάρει
σάπια βρεχάμενα τσιμέντο και σκουριά
από νωρίς δεξιά στη μάσκα την πλωριά
κοιμήθηκε ο καρχαρίας που πιλοτάρει.

(από Khan, 21/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Όταν κάποιος γαμάει όχι με τη φυσική πούτσα του αλλά με τη βοήθεια στραπ-ον. Το κάνουνε μερικές λεσβίες μεταξύ τους, αλλά υπάρχουν και άντρες μαζόχες που το δέχονται από γκόμενες.

  1. - Καλά και αντέχει η Μαρία χωρίς άντρα;
    - Τι να σου πω; Μπορεί και να την στραπονιάζει η φίλη της ξερωγώ...

  2. Κρίμας τέτοιο παλληκάρι δύο μέτρα να κάθεται να τον στραπονιάζει η γκόμενα και να του αρέσει κιόλας...

Πίνακας του Edouard-Henri Avril που απεικονίζει στραπονιάσματα του 19ου αιώνα. (από Khan, 03/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ηλεκτρονική διακυβέρνηση, όπου το ηλεκτρονικό μπάχαλο είναι το ίδιο μεγάλο με το πραγματικό.

Με τις καθυστερήσεις στη μηχανοργάνωση έχουν γίνει e-μπάχαλο οι υπηρεσίες!

(από peregrine, 05/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο λαλίστατος που αυτά που λέει προκαλούν λολ, ο λολαδερός. Από το ιδίωμα του Φέισμπουκ.

Από κοντά είναι τελικά ένα πολύ σοβαρό και μάλλον σιωπηλό παιδί, στο Φέισμπουκ όμως είναι λολίστατος!

Got a better definition? Add it!

Published

Λέξη που χρησιμοποιείται υποτιμητικά και με επιθετικότητα -συνήθως για να διακόψει κάποιον την ώρα που λέει βαρύγδουπες μαλακίες.

Προέρχεται από διπλή μπλόφα εκφοράς της λέξης monsieur, που στα γαλλικά σημαίνει κύριος. Αυτός που την χρησιμοποιεί ξέρει ότι εκφέρεται μεσιέ, αλλά προτιμά την «παρωδία» μονσιέρ, προσθέτοντας και μια τάση ευτελισμού της δήθεν ξενικής αστικής παιδείας του συνομιλητή του. Χρησιμοποιείται μόνο για άνδρες.

- Μπλα, μπλα, μπλα, βαρύγδουπες μαλακίες...
- Δε μου λες ρε μονσερί... Έχει κι άλλον σαν εσένα η μάνα σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified