Όταν στρώνεται στο ποτό ο νεροχύτης με την παρέα του. Ακαταλόγιστο ποτό. Προφέρεται με το ρ παρατεταμένο για να δώσουμε έμφαση (φαρρρμακώσαμε).

  1. Πατέρας στο γιό:
    - Γιατί ξέρναγες εχθές το βράδι; Πάλι φαρμάκωσες;
    - Άσε με ρε πατέρα, έχω και πονοκέφαλο....

  2. Μεταξύ φίλων:
    - Καλά ρε μαλάκα, 5 μπουκάλια ουίσκι 3 άτομα εχθές;
    - Άστα, πέρασε ο Νιόνιος από 'δω και φαρρρμακώσαμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή του «στην υγειά σου», με ιδιαίτερη σημασία στην Κρήτη, όπου συνοδεύει ένα ολόκληρο τελετουργικό για πιώματα μέχρι λιποθυμίας.

Το «στην αφεντιά σου» είναι πιο σοβαρό απ' το «στην υγειά σου», το οποίο είναι γενικότατο. Δηλώνει ρισπέκ, και δείχνει ότι θεωρείς τον άλλον κύριο του εαυτού του - να κάτι που δεν ισχύει για όλους.

Το τελετουργικό έχει ως εξής. Παρεάκι μαζεύεται στην αυλή (σπίτι, μπαλκόνι, νυχτερινό κέντρο, οπουδήποτε), με το μπουκάλι / κανάτα / νταμιτζάνα κρασί στη μέση. Στην αρχή, ο κόσμος κερνάει και πίνει κανονικά, βάζοντας στα ποτήρια των άλλων και στο ποτήρι του (ο κεραστής, τελευταίος) και λέγοντας «γεια μας, μ'ρε παιδιά!» ή κάτι τέτοιο πριν τσουγκρίσει και πιει. Ως εδώ καλά. Αργά ή γρήγορα όμως, κάποιος θα κάνει τη μαλακία και θα «καλέσει». Έτσι ξεκινάει ένας κατήφορος που θα τελειώσει ανυπερθέτως με ένα τσούρμο λιώματα, χυμένους ο ένας πάνω στον άλλον.

Ο καλεστής, πρώτ' απ' όλα, σκώνεται όρθιος να τον βλέπουν. Μετά παίρνει το δικό του ποτήρι και το γιομίζει μέχρι πάνω πάνω, ξέχειλο που λένε. Μετά το σηκώνει προς τη μεριά αυτού που θέλει να καλέσει (παναπεί να προκαλέσει...), λέει σοβαρά-σοβαρά «στην αφεντιά σου», και το κατεβάζει κούπα (παναπεί μονορούφι). Αμέσως μετά το ξαναγιομίζει, πάλι ξέχειλο, και το δίνει σ' αυτόν που κάλεσε. Ο οποίος διαλέγει κάποιον άλλον στην παρέα να καλέσει, λέει κι αυτός «στην αφεντιά σου», πίνει την κούπα, ξαναματαγιομίζει, και ούτω καθ' εξής.

Οι κανόνες του παιχνιδιού:
1. Απαγορεύεται να καλέσεις χωρίς να πιεις. Πρώτα θα κατεβάσεις την κούπα σου, και μετά θα τη δώσεις στον άλλον. Το παιχνίδι είναι μια πρόκληση (dare που λένε στα εγγλέζικα), και δε νοείται να προκαλείς κάποιον να κάνει κάτι που εσύ δεν μπορείς.
2. Όλοι πίνουν απ' το ίδιο ποτήρι. Δεν έχει «σιχαίνομαι» και «μα η Κατερίνα φοράει κραγιόν» και αηδίες. Είναι παιχνίδι τση παρέας, και η παρέα κάνει bonding έτσι. 3. Απαγορεύεται να αρνηθείς κάλεσμα. Στην καλύτερη περίπτωση θα γίνεις ρεζίλι των σκυλιών, και θα 'σαι για πάντα πλέον ο ξενέρωτος που δεν πίνει όταν τον καλούν. Στη χειρότερη, ο καλεστής θα το πάρει προσωπικά και θ' ανάψει καβγάς. Εδώ ένα απλό τσούγκρισμα να αρνηθείς, ο άλλος παρεξηγιέται. Πόσο μάλλον ένα επίσημο κάλεσμα κι ένα αρχοντικό «στην αφεντιά σου». Όπως και να' χει, αν κάποιος δεν πιει, το παιχνίδι χαλάει, προς μεγάλη απογοήτευση της ομήγυρης.
4. Μπορείς να καλέσεις όποιον θέλεις στο τραπέζι, ακόμα κι αυτόν που σε κάλεσε αμέσως πριν, κάτι το οποίο έχει παρενέργειες. Αφενός, μπορεί να εξελιχθεί σε μονομαχία, όταν δύο στην παρέα καλούν συνέχεια ο ένας τον άλλον, συνήθως για να δουν ποιος αντέχει να πιει περισσότερο. Αυτή η εκδοχή συχνά συνοδεύεται από ανταλλαγή σκωπτικών μαντινάδων, όπου ο ένας προσπαθεί να πικάρει τον άλλον. Αφετέρου, μπορεί να οργανωθεί (εκ προμελέτης ή επιτόπου) ομαδική στοχοποίηση ενός από την παρέα, και όλοι μα όλοι οι υπόλοιποι να καλούν αυτόν, με γέλια και πειράγματα. Αυτή η εκδοχή συχνά συνοδεύεται από ενέσεις καφεΐνης στο νοσοκομείο, ώρες αργότερα.
5. Τέλος του παιχνιδιού δεν προβλέπεται. Θεωρητικά, τελειώνει όταν τελειώσει το κρασί. Φυσικά, όταν μιλάμε για σπίτια εξοπλισμένα με βαρέλια, μέχρι να τελειώσει το κρασί, ο κόσμος έχει αρχίσει να σωριάζεται.

Παραλλαγές:
1. Κούπα όχι σε κρασοπότηρο, αλλά σε υπερδιπλάσιας χωρητικότητας νεροπότηρο. Τα πράγματα βγαίνουν εκτός ελέγχου πολύ γρηγορότερα έτσι.
2. Κούπα σε ακόμα μεγαλύτερο, αυτοσχέδιο σκεύος. Έχω δει σε γλέντι γάμου κόσμο και λαό να βγαίνει εκτός μάχης σε dt, αφού ξεκίνησαν αφελώς τα «στην αφεντιά σου» με ένα πλαστικό εναμισόλιτρο μπουκάλι νερού, κομμένο λίγο κάτω απ' τη μέση. Μονορούφι πάνω από μισό λίτρο κρασί τη φορά...
3. Κούπα σε νεροπότηρο, με ρακή αντί για κρασί. Αυτά, λογικά, τα κάνουν μόνο οι βοσκοί, που ως γνωστόν έχουν υπεράνθρωπες αντοχές.

Παραλληλισμοί:
Το να πίνεις κρασί απ' το ίδιο σκεύος είναι μάλλον παγκόσμιο σύμβολο φιλίας ή/και αγάπης. Βλέπε τον καθολικό γάμο, όπου νύφη και γαμπρός έπιναν συμβολικά μια γουλιά απ' το ίδιο ποτήρι (το «διπλό» ποτήρι, που είδαμε στον Ελαφοκυνηγό, είναι νεότερη επινόηση βέβαια). Βλέπε το ορθόδοξο μυστήριο της θείας ευχαριστίας, όπου όλοι οι πιστοί μεταλαμβάνουν με το ίδιο κουτάλι. Βλέπε και το αρχαιοελληνικό έθιμο του κότταβου, όπου ο συμποσιαστής έπινε κι άφηνε μια γουλίτσα κρασί, την οποία γυρνούσε παιχνιδιάρικα στα χείλη του ποτηριού πριν το πασάρει στον εραστή. Ah, l' amour, l' amour!

Ετυμ. : < μσν. αφεντία < αφέντης < αρχ. αυθέντης

- Ώφου κι ώφου! Η τσεφαλή μου!
- Ηντά 'παθες, μ'ρε Μανολιό;
- Οψέ μαζωχτήκαμε παρέα στου Ψαρονίκου, κι είχε φέρει το καλό το κρασί απ' το χωριό, κι εξεκίνησε ο κουζουλός ο Νεκτάριος τα «στην αφεντιά σου», κι εγινήκαμε σύσκατοι ούλοι. Ώφου η τσεφαλή μου!
- Ε, και δεν αντέεις το πιώμα, μ'ρε Μανολιό; - Κούπες με το κανάτι πίναμε, Ζαχάρη!
- Χίλιοι μαύροι διαόλοι!

- Στην αφεντιά σου, Γιώργη! Κουτελοβαρίσκω σου! (γκλουπ)
- Στην αφεντιά σου, Μιχαλιό! Κι εγώ αντιστέκομαί σου! (γκλουπ)
- Στην αφεντιά σου, Γιώργη! (...ad nauseam. Κυριολεκτικώς.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νταραβέρι (κυρίως ουσιώνε) στα ποδανά.

Το λήμμαν δεν δίνει γουγλοχτυπήματα αλλά καταγράφεται στο Λεξικό της Ντάγκλας (Λεωνίδα Χρηστάκη και Μάρκου Επάρατου) ως εμβληματική ναρκοσλανγκιά.

- Ζειπαί ποτατί με τον Καυλαγόρα και κλιζιτρεί; Τον πάνε παπί-λοκώ στη λειαδού; Πήρε τον λοσπού από καμιά λατσού μεναγκό; Έχασε γκαφρά σε κακό ραβεριντά;
- Όχι, διάβασε στο σλανγκρρ λήμμα για τον Ντερριντά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πετάω με αναθυμιάσεις / fly on fumes.

Έκφραση που σηματοδοτεί την έναρξη χρονικής διάρκειας κατά την οποία η ποσότητα του αλκοόλ που βρίσκεται στα ποτήρια ή /και στις κανάτες / μπουκάλια φτάνει σε ενοχλητικά χαμηλά δια τους συνδαιτημόνας επίπεδα.

Δευτερευόντως ανταποκρίνεται και στην φάση του ξενερώματος κατά το μεθύσι κατά την οποία οι εξερχόμενοι από την μέθη αρχίζουν να αντιλαμβάνονται την κάμψη της χαλαρωτικής επίδρασης του αλκοόλ και ζητούν επαναληπτική δόση δια την επάνοδό τους στην πρωτύτερη κατάσταση όποτε είχαν κάνει κεφάλι.

Προέρχεται ιστορικά από την ταίνια ''Die Hard'' (Πολύ Σκληρός για να Πεθάνει) 2, αυτή με τον Μπρούς Γουίλις, κατά την οποία ο πιλότος ενός επιβατηγού αεροσκάφους ομιλεί την παραπάνω φράση '' We're flying on fumes'' σε ασύρματη συνομιλία με τον πύργο ελέγχου.

Εκστομίζεται από πότες ή μπύρωες που έχουν κάνει ήδη κεφάλι από το πιοτό και βλέπουν τα καύσιμά τους να τελειώνουν. Άμεσος σκοπός η παραγγελία νέου ποτού ή το γέμισμα των ποτηριών από ήδη αγορασμένη ποσότητα αλκοολούχου σκευάσματος.

Συνώνυμες φράσεις:
''Άναψε το λαμπάκι του ντεπόζιτου'', ''μένουμε από καύσιμα'', οι οποίες έχουν παρόμοιο νοηματικά, πλην όμως φτωχότερο αργκοτικά, περιεχόμενο.

- Τώρα παράγγειλα άλλα δύο διπλά ουίσκια.
- Σωστόόόόός, πετούσαμε με αναθυμιάσεις εδώ και μισή ώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπεριφορά μεθυσμένου ατόμου που δεν συμβαδίζει με τις υπάρχουσες κοινωνικές συμβάσεις και τους αποδεκτούς κώδικες συμπεριφοράς.

- Άσ' τα να πάνε ρε φίλε. Ο Χριστάρας ξεφτιλίστηκε στις μπύρες προχθές, και τρέχαμε να τον μαζέψουμε από την Βριλησσού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Μπομπάρισμα καλείται η πράξη νόθευσης αλκοολούχων ποτών, κυρίως χυμών Σκωτίας, με σκοπό τη μετατροπή τους σε μπόμπες.

Το μπομπάρισμα ως τακτική αποφέρει μεν βραχυπρόθεσμα κέρδη στον επίδοξο βομβιστή (ή καλύτερα μπομπιστή) μπάρμαν ή ιδιοκτήτη μπαρακίου, αλλά μακροπρόθεσμα θα έχει μάλλον αρνητικά αποτελέσματα στον τζίρο, καθ' ότι οι θαμώνες μία την πατάνε, δύο την πατάνε, την τρίτη δεν ξαναπατάνε. Ή τουλάχιστον δεν θα 'πρεπε να ξαναπατάνε αν ήξεραν τι 'ναι καλό για το συκώτι, το στομάχι και το επόμενο πρωϊνό.

Το μπομπάρισμα συχνά δεν περιορίζεται μόνο στα αποστάγματα βύνης. Ακόμη και οι λεγόμενες βαρελίσιες μπύρες –το κατ'εξοχήν νούμερο ένα καταναλωτικό προϊόν, κατάλληλο για όλα τα γούστα, τα κοινωνικά στρώματα και όλες τις ηλικίες άνω των 18– μπομπάρονται για λόγους οικονομίας, με αποτέλεσμα, όπως είχε πει κι ένας σοφός άνθρωπος, «τι πράγμα 'ν' αυτό ρε φίλε, μία πίνεις, πέντε κατουράς».

Εννοείται φυσικά πως η τιμή δεν διαφοροποιείται μεταξύ του μπομπαρισμένου και του καθαρού. Αλλά λόγω κάποιου μυστήριου μηχανισμού, ενίοτε ο καταναλωτής καταφέρνει από 'να σημείο και μετά να αναγνωρίζει τη διαφορά στη γεύση και στο πρωϊνό ξύπνημα. Οι χρόνιοι καμένοι και κατεστραμμένοι εξαιρούνται του φαινομένου αυτού.

  1. Ως μπομπάρισμα αποκαλείται γενικά η νόθευση, ή (σε καθαρά ιδεολογικό επίπεδο) η παραπληροφόρηση, η πλύση εγκεφάλου κλπ. (Βλ. παραδείγματα 3 και 4).

Παράγωγα: μπομπαρισμένος, , -ο. Ρήμα: μπομπάρω, ενίοτε δε και μπομπαρίζω.

  1. Το έχεις ψάξει, στην νέα σου δουλειά, αν έχουν όλοι κανονικές άδειες λειτουργίας; και τα ποτά καθαρά ή μπομπαρισμένα; και σε τι τιμές; (Εδώ)

  2. Ο αντίπαλος. Το κόκκινο, το απλό, δεν μπορώ να το πιώ. Μου φαίνεται γρέντζο, νομίζω πως κατεβάζω και καρφιά στο λαιμό. Το μαύρο (12) είναι αξιοπρεπές, αλλά πολύ συνηθισμένο σαν μπομπαρισμένο ειδικά σε τσιφτεντελάδικα (20/30). Το πράσινο (15) δεν το ’χω δοκιμάσει, αλλά το Gold, το 18, είναι ένα από τα αγαπημένα μου. Μου το κάνει δώρο κάθε χρόνο ο φίλος μου ο ζωγράφος και το απολαμβάνω. Νέκταρ. Συστήνεται ανεπιφύλακτα. (27/30) (αν το βρείτε γύρω στα 52-55 ευρώ είναι μια καλή τιμή, πάρτε το). (Εκεί)

  3. ΔΗΜΗΤΡΗ(ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΕ),ΚΑΙ «ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΕ», ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ ΤΑ ΤΟΥΣ ΤΑ ΛΕΤΕ!!!
    ΤΕΤΟΙΟ ΜΠΟΜΠΑΡΙΣΜΑ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΥΤΕ ΣΤΟΝ ΥΙΟ ΜΟΥ ΔΕΝ ΘΑ ΚΑΤΑΦΕΡΝΑ ΝΑ ΤΟΥ ΚΑΝΩ.
    ΑΥΤΟΙ ΞΥΠΝΟΥΣΑΝ, ΚΟΙΜΟΝΤΟΥΣΑΝ, ΤΗΝ ING ΕΙΧΑΝ ΣΑ ΘΕΟ ΤΟΥΣ.
    ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ, ΑΣΦΑΛΙΣΤΕΣ ΕΙΜΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΑ ΜΠΑΖΑ. ΟΙ ΕΤΑΙΡΙΕΣ ΜΑΣ ΘΑ ΚΛΕΙΣΟΥΝ, ΘΑ ΜΕΙΝΟΥΜΕ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ, ΚΑΙ ΤΕΤΟΙΑ.
    ΤΩΡΑ ΠΑΛΗΚΑΡΑΚΙΑ ΤΗΣ «ΦΑΚΗΣ» ΤΙ ΛΕΤΕ;
    ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΛΟΣΣΟΣ ΣΑΣ ΝΑ ΣΑΣ ΣΩΣΕΙ;
    ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΜΟΥ ΞΕΡΕΤΕ ΤΙ ΛΕΝΕ;
    «ΙΔΟΥ Η ΡΟΔΟΣ ΙΔΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΠΗΔΗΜΑ» (Παρακεί)

  4. Γεροντική τρόμπα και άγιος ο θεός των αφισών υπέρ του χουντόδουλα. Α! Ρε αποτυχημένοι τρόμπες, που θα μιλήσετε για σωστό μπομπάρισμα.
    ΟΥΣΤ. (Παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εντελώς μεθυσμένος, κουνουπίδι, κουρούμπελο, φέτες, και λοιπά.

Η φράση είναι βέβαια τουρκική (bir duvar benim, bir duvar senin) και σημαίνει κατά λέξη «ένας τοίχος δικός μου, ένας τοίχος δικός σου». Στην Τουρκία, λέγεται καμιά φορά και ανάποδα (bir duvar senin, bir duvar benim), αλλά το ίδιο είναι.

Αν και δεν της φαίνεται εκ πρώτης όψεως, είναι παραστατικότατη έκφραση: Έχεις δύο μπεκρήδες, τύφλα στο μεθύσι, να βγαίνουν παραπατώντας απ' το καπηλειό. Πιθανότατα δεν θυμούνται πώς πάνε σπίτι, και σίγουρα δεν βλέπουν πού πατάνε. Έτσι λοιπόν, για να μη χαθούν αφενός, και για να κρατήσουν ισορροπία και να μη φάνε τα μούτρα τους στο σοκάκι αφετέρου, πιάνει ο καθένας από 'να τοίχο - ο ένας δεξιά ο άλλος αριστερά - και πηγαίνουν. Γαμάτο;

  1. Κυριολεξία:
    - Ρε τι γαμάτα που περάσαμε, ρε Μπάμπη! Σ' αγαπάω, ρε φίλε!
    - Κι εγώ σ' αγαπάω, ρε Μήτσο!
    - Πάμε να τα πιούμε και πιο κάτω, ρε Μπάμπη;
    - Δεν μπορώ ρε μαάκα Μήτσο, δεν την παλεύω λέμε, έχω πιει τον κώλο μου!
    - Ε πάμε σπίτι μου, ρε Μπάμπη, να σκάσουμε κάνα γάρο!
    - Και κατά πού είναι το σπίτι σου, ρε Μήτσο;
    - Δεν ξέρω ρε μαάκα Μπάμπη, πάμε και βλέπουμε!
    - Ρε μαάκα Μήτσο, θα πέσω κάτω ρε μαάκα, θα φάω καμιά σαβούρα!
    - Ε, μπιρ ντουβάρ μπενίμ, μπιρ ντουβάρ σενίν, κάπου θα φτάσουμε!
    - Σ' αγαπάω ρε Μήτσο! (σνιφ) Σπαθί ξηγιέσαι!
    - Κι εγώ σ' αγαπάω ρε Μπάμπη! (σνιφ) Καρντάσι! (ΝΤΟΥΠ)
    (πέφτουν)

  2. Μεταφορά:
    - Φίλε, κλάσαμε στο γέλιο χτες. Βγήκαμε με τον Κώστα, κι αυτός δεν το 'χει το αλκοόλ, την ακούει με τη μία. Τον αγκαζάρει, λοιπόν, ο Πέτρος και τον πλακώνει στα σφηνάκια και στις κανάτες και τον κάνει μπιρ ντουβάρ μπενίμ, μπιρ ντουβάρ σενίν. Πήγαινε βάρκα γιαλό, γέλαγε σα μαλάκας, την έπεφτε σε ό,τι πέρναγε...
    - Και στη Σούλα;!
    - Και στη Σούλα! Και στο τέλος έφαγε μια χύμα και σωριάστηκε μες στο μαγαζί και τον πήρε ο ύπνος ρε φίλε!
    - Άντε ρε μαλάκα!
    - Ναι ρε σου λέω, πήγαμε να τον σηκώσουμε κι αυτός ροχάλιζε!
    - Τελέρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λιωσίδι, οι κυριότερες κατηγορίες:

Ανάδοχος εκ του δουπού: Γαλαδριήλ.

1. Στο σταθμό της Ομόνοιας μπήκε ένα λιωσίδι (καμμένος), που έστριβε σα τζέτλεμαν το τσιγάρο του, και έκατσε στην απέναντι απο εμένα τετράδα. Το λιωσίδι αυτό έμελλε να παίξει καίριο λόγο στην ιστορία μας. Αφού ξεκίνησε ο συρμός, άρχισα να τρώω ξανά το σαντουιτς μου, το οποίο πια είχε φτάσει στη μέση του. Τότε συνέβη το εξής.

2. Οι Wolf είναι κατά την ταπεινή μου γνώμη, η καλύτερη Heavy/Power Metal μπάντα της προηγούμενης δεκαετίας. το δε Black Flame ο καλύτερος δίσκος του είδους. Ο αριθμός ακροάσεων του δίσκου είναι σε γελοία νούμερα, λιωσίδι κανονικό.

3. Αρνείσαι ότι είσαι λιωσίδι. Ναι σε σένα μιλάω, που όταν σου το λένε, πάντα έχεις μια φθηνή δικαιολογία του στιλ: «Τώρα μπήκα για να στείλω ένα μήνυμα». Όταν είσαι έξω, κάθεσαι όλη την ώρα με το κινητό στο χέρι και τσάκα τσούκα στη home screen να δεις (όλοι ξέρουμε τι..). Βγάλε τώρα το Facebook (fb) από home page στον browser σου, πάτα log out μετά από λίγο και μην μπαίνεις κάθε 10'. Μετά έλα να το αρνηθείς..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του μεθυσμένου, πίτα, στουπί!

Λέγεται και για τα δύο φύλα, χωρίς να υποβαθμίζει τον άντρα!

Προέρχεται από τη φράση «έγινε της Πόπης»... στη συγκεκριμένη περίπτωση «ήπιε της Πόπης».

  1. Πω , πω φίλε πάλι σαν κυρία Πόπη σηκώθηκα το πρωί. Πόσο ήπιαμε χθες;

  2. - Πόσο ήπιες χθες; -5 ποτά και 6 σφηνάκια. - Καλή κυρία Πόπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άγριο πιώμα που οδηγεί σε κεφατζίδικη ατμόσφαιρα.

- Είσαι απόψε για το κουτούκι του Στέλιου; Θα έχουμε απαρτία. Θα μαζευτεί όλη η παρέα.
- Και βέβαια. Πολύ γουστάρω. Θα γίνει μια κρασοκατάνυξη άνευ προηγουμένου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified