Πολυσχιδής σλανγκιά, εκ του ηχομιμητικού γουργουρίζω. Αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στα εξής:

  • Το δοχείο του ναργιλέ, αυτό που γουργουρίζει όταν τον πίνεις. Οι γούργουρες κατασκευάζονται από γυαλί, πηλό ή κολοκύθα• οι καλύτεροι όμως, από το κέλυφος καρύδας (η λέξη nārgil στα περσικά σημαίνει καρύδα). Εναλλακτικά: γουργού, γούργουρας, γουργούλακας, γουργούλιακας.
  • Η κληρωτίδα, επειδή όταν γυρίζει γουργουρίζει. Εξ ου και η έκφραση «τώρα που γυρίζει ο γούργουλας».
  • Μη σλανγκικά (αλλά αρκούδως λαογραφικά), το λαρύγγι του κόκορα (επειδή γουργουρίζει) και το πήλινο δοχείο σε διάφορες ντοπιολαλιές.

1.
Γουργούς / γούργουλας: ο ναργιλές (από τον ήχο του νερού κατά το ρούφηγμα που μοιάζει με γουργουρητό

2. οι «ειδήμονες» του ναργιλέ λένε ότι ο καρυδάτος γούργουλας είναι ασυναγώνιστος

3.
Τώρα που γυρίζει ο γούργουλας, ποντάρετε παρακαλώ… Να ξεπουλήσουμε την πατρίδα, τη χώρα που γεννάμε τα παιδιά μας! Άλλος δοσίλογος, ποντάρετε παρακαλώ…

4.
Λοιπόν…στοιχηματίζω ολόκληρο το βασίλειό μου της Δανιμαρκίας, που δεν είναι βέβαια και τίποτα σημαντικό έτσι σάπιο που κατάντησε, αλλά αυτό έχω αυτό βάζω, βάλτε και σεις παιδιά, μαύρο κόκκινο, λάδι για την καντήλα, εδώ κληρώνει ο γούργουλας, πως αν ο επικείμενος πρώτος τους δίσκος τους Let The Sunburnt Country Burn -αν και όποτε βγει- θ’ αφήσει εποχή…

(από σφυρίζων, 18/07/13)(από σφυρίζων, 18/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Το τιγκαριστό ποτήρι ή φλιτζάνι: γεμάτο έως τα μπούνια, σαν καντήλι γεμάτο λάδι.

Σπάνια κουτσαβάκικη σλανγκιά.

(από σφυρίζων, 15/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Οταν μιλάμε για καφέ της παρηγοριάς, αναφερόμαστε στον καφέ που σερβίρεται μετά την κηδεία, από καφενεία, που βρίσκονται συνήθως, πλησίον της περιοχής του νεκροταφείου. Η μαζικότητα της παραγωγής καφέδων, η ταχύτητα ετοιμασίας τους (περιμένουν κι άλλα μνημόσυνα για αργότερα) καθώς και το δαιμόνιο της κομπίνας που διακατέχει την πλειοψηφία αυτών των καφετζήδων (λίγη ποσότητα καφέ σε κάθε φλιτζάνι), οδηγεί σε κακής ποιότητας υπηρεσίες (νεροζούμι σερβιρισμένο σε μισοπλυμένα φλυτζάνια).

Οταν εδώ μιλάμε για καφε της παρηγοριάς εννοούμε:

1) Έναν καφέ που φτιάχνεται στα πρόχειρα, ή που φτιάχνεται από Σπαγκάι Λάμα μ' αποτέλεσμα να 'ναι για τα πανηγύρια. (βλ. παρ. 1).

2) Ο φραπέσε φραπενείο της συμφοράς. (βλ. παρ. 2).

3) Η αντίληψη της φραπεδιάρας για τον φραπέ που μπορεί να φτιάξει κάποιος μόνος του και κάποια που δεν είναι φραπεδιάρα. (βλ. παρ. 3).

4) Ο φραπέ που κερνάει μια εύθυμη χήρα κατά τη σοφή σκέψη του Βραστάνδρα. Φραπέ που αντίθετα με τις αναφερόμενες περιπτώσεις μπορεί να ' ναι ασύγκριτης ποιότητας. (βλ. παρ. 4).

Σπέκια για την ασίστ σε Jonas & Vrastaman

  1. - Πώς τον έφτιαξες έτσι τον καφέ; Χάλια τον έκανες. Δεν είναι καφές αυτός. Καφές της παρηγοριάς είναι.

  2. - Θα πάμε σε καλό στριπτηζάδικο αυτή τη φορά, που φτιάχνουν καφέ μ' αρχίδια, κι όχι καφέ της παρηγοριάς, σαν αυτόν που πρόσφερε εκείνο το καφέ της συμφοράς που πήγαμε τις προάλλες.

  3. Η Γιωργία που είναι φραπεδιάρα, λέει σε ένα φίλο της.
    - Ο φραπέ που κάνω εγώ, δε συγκρίνεται με τους καφέδες της παρηγοριάς, που κάνουν όσες δεν είναι φραπεδιάρες.

  4. - Κάθε που θα φύγουν οι παρηγορητές από το σπίτι της χήρας, πάει ο Νώντας για να την παρηγορήσει κι αυτή του φτιάχνει τον καφέ της παρηγοριάς. Δε βάζει ζάχαρη μέσα. Σπέρμα βάζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο προερχόμενο εκ της σημασίας του ρήματος τσαμπουκαλεύω ως μαρτυρώ, πονηρεύω κάποιον. Ο τσαμπουκαλεμένος είναι και ο άνθρωπος που έχει κάποιον φάκελο στην αστυνομία και αποφεύγει εντυπωσιακές επανεμφανίσεις.

Κοινή χρήση στις μέρες μας του επιθέτου γίνεται μεταξύ χασικλήδων εκ πεποιθήσεως ή εκ παραδρομής, συνήθως νεαρότερων ηλικιών, με ενθουσιασμό και διάθεση για πρόοδο. Σ' αυτές τις περιπτώσεις αναφέρεται σχεδόν πάντοτε στα πακέτα τσιγάρων είτε μαλακά είτε σκληρά με τον παρακάτω διαχωρισμό:

Σκληρό πακέτο τσιγάρων τσαμπουκαλεμένο, ορίζεται το πακέτο από το οποίο έχει αφαιρεθεί το εσωτερικό μαλακό χαρτονάκι που βρίσκεται κάτω από το καπάκι στο μπροστά μέρος του πακέτου. Χρησιμεύει ως τζιβάνα για τους βιαστικούς.

Μαλακό πακέτο τσιγάρων τσαμπουκαλεμένο, ορίζεται το πακέτο από το οποίο έχει αφαιρεθεί η διάφανη πλαστική μεμβράνη που εμποδίζει την υγρασία. Χρησιμεύει ως πρόχειρος αποθηκευτικός χώρος ή αυτοσχέδιο σακ βουαγιάζ. Βέβαια και τα σκληρά πακέτα διαθέτουν τέτοια μεμβράνη, αλλά καθώς τα μαλακά δεν διαθέτουν χαρτονάκι, η αδικία εις βάρος των μαλακών θα ήταν ανεπίτρεπτη ειδικά σε ανθρώπους της συγκεκριμένης ψυχοσυναισθηματικής κατάστασης.

Θύματα τσαμπουκά τέτοιας μορφής πέφτουν συνήθως ανυποψίαστες πληθυσμιακές ομάδες, τυφλοί, γυναικόπαιδα και ιερωμένοι. Θεωρείται επίσης μεγάλη τιμή να τσαμπουκαλευτεί πακέτο χωμένου στα πράγματα πλην αντιπαθητικού συνανθρώπου μας.

- Ρε Κωστάκη το πακέτο της μάνας μου είναι τσαμπουκαλεμένο... - Δεν είναι της μάνας σου αυτά ρε, της γιαγιάς σου είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαντάται και ως τζινάβα. Είδος ακούσματος με εισπνοή βενζίνης. Η διαδικασία έχει ως εξής: βρέχεις ένα στουπί με βενζίνη και το ακουμπάς στο μπράτσο ψηλά, από τη μέσα μεριά. Μετά κολλάς το χέρι στη μάπα και παίρνεις βαθιά πατριωτική τζούρα.

Φτηνιάρικος τρόπος φτιαξίματος, δουλεύεται κυρίως από την πολλά υποσχόμενη μαθητιώσα νεολαία. Τις περισσότερες φορές βγαίνει μουφάτζα (as far as I know).

Ετυμολογία: βενζίνη < βετζίνη < βετζίνα < τζίνα

- Μαλάκα μου, ήξερες για την Ελισάβετ ότι ντρογκάρει;
- Εσύ τι λες ρε ουφάτζα, να κοιμάμαι όπως εσύ;
- Ναι ρε φίλε, για τους μπάφους ήξερα, μου σφύριξαν ότι κάνει και τζίνα..
- Είπαμε, η γκόμενα είναι αποκαΐδι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαζί ή κέντημα ή κεντίδι, είναι τα συνεχόμενα στίγματα στο πετσί των πρεζάκηδων από την μακροχρόνια ενδοφλέβια χρήση πρέζας (σουτάρισμα, βάρεμα, τοξοβολία).

Τα σημάδια απ' τα πρώτα τρυπήματα σιγά σιγά φεύγουν, με τη βοήθεια ίσως και κάποιας ειδικής αλοιφής. Αν όμως κολλήσεις με τη ζουζού (μιλάμε για κόλλημα βελόνας, κυριολεκτικά!) οι βλάβες είναι ανεπανόρθωτες και οι φλέβες δεν επανέρχονται στην πρότερή τους κατάσταση, «χάνονται» και δεν ξαναβγαίνουν ποτέ.

Το γαζί κάνει την εμφάνισή του συνήθως σε χέρια ή πόδια, ακριβώς πάνω από τη φλέβα. Όταν αυτές οι φλέβες καούν, επιστρατεύονται άλλες, όπως π.χ. του λαιμού. Όταν πλέον όλες οι υπόλοιπες φλέβες καταστραφούν και εξαφανιστούν, ύστατο σημείο για βαρέματα απομένει η ελιά, ψηλά κι εσωτερικά των μηρών, δίπλα στην οικογένεια. Από εκεί περνά μια μεγάλη και ανθεκτική κεντρική φλέβα. Συνήθως στην ελιά δημιουργείται και φωλιά, σημείο δλδ όπου, μετά από άπειρες ενέσεις, η σύριγγα βρίσκει στόχο σχεδόν μόνη της, χωρίς πολύ ψάξιμο. Σε εντελώς προχώ καταστάσεις, το πλαστικό σέο προσαρμόζεται στη φωλιά χωρίς καν τη μεσολάβηση βελόνας, και το σταφ χύνεται απευθείας μέσα. Το βάρεμα στην ελιά είναι λίαν επικίνδυνο: παίζει να κουτσαθείς ή να παραλύσεις από καμιά θρομβοφλεβίτιδα. Η ένεση ως γνωστόν δεν είναι παίξε-γέλασε, θέλει χέρια, δεν είναι για ατζαμήδες...

Άμεσες αιτίες του κεντήματος:

  • Πολυχρησιμοποιημένες βελόνες, που έχουν στομώσει και φθαρεί.
  • Η απρόσεκτη, σκιτζίδικη χρήση. Γενικά οι ενεσάκηδες δεν είναι αυτό που λέμε άτομα της υπομονής. Πάντα λαίμαργοι και καυλωμένοι, σκέφτονται μόνο πως να ξεχαρμανιάσουν. Η διαδικασία ανεύρεσης φλέβας είναι όμως μια τελετουργία βασανιστική, μανουριάρικη, που μπορεί να κρατήσει και ώρες. Απαιτεί συνεχείς δοκιμές με αναρροφήσεις (τρυπάς λίγο τη φλέβα για να δεις αν θα εισρεύσει αίμα στη σύριγγα, αν ναι τότε είσαι οκ). Πολλοί δεν την παλεύουν, κλατάρουν και βαράνε στο γάμο του Καραγκιόζη...
  • Το ξινό και άλλα φαρμακευτικά οξέα, που χρησιμοποιούνται για τη διάλυση της ακατέργαστης και νοθευμένης πρέζας. Το ξινό γαμάει και τα δόντια.

Η απλή πράξη του τρυπήματος, είναι από μόνη της μια αρρώστια, ανεξαρτήτως του όποιου ψυχοσωματικού εθισμού προκαλεί η ουσία. Οι τοξικομανείς, αλλά και άλλα άτομα που τοποθετούνται - ή θέλουν να αυτοτοποθετούνται - στο λεγόμενο «περιθώριο» (φυλακισμένοι, πανκιά, παλαιότερα κάποιοι ναυτικοί), τη βρίσκουν γενικά με το να ταλαιπωρούν το σώμα τους. Χτυπάνε τατού, κάνουν piercing, μέχρι και χαρακιάζουν το δέρμα τους με ξυραφάκι, χωρίς καμιά «καλλιτεχνική» πρόθεση (οι γνωστοί τσαμπουκάδες). Με τους τρόπους αυτούς, ξεσπούν στο ίδιο τους το σώμα, την οργή και το μίσος που έχουν σωρεύσει εναντίον της κενωνίας...

Για να καλύψουν τα κεντίδια στο δέρμα τους, οι πρεζάκηδες συνήθως χτυπάνε τατουάζ ακριβώς από πάνω. Τα παλιά τατουάζ, τα λεγόμενα «φυλακόβια», γίνονταν με την πρωτόγονη τεχνική των κόκκων πυριτίου: αποτελούσαν κάρφωμα πρώτης τάξεως οτι κάτι δεν πάει καλά με τον φέροντα. Άλλος τρόπος απόκρυψης των στιγμάτων είναι με τα μακριά μανίκια, που ορισμένοι δεν αποχωρίζονται ούτε το ντάλα καλοκαίρι...

- Πω ρε φίλε, για τσέκαρε μία τον πρεζάκια απέναντι! Τι κεντίδια είν' αυτά, τι ράμματα, γαζιά κανονικά κι ετς...
- Ε, ναι, μοδίστρα με τα όλα της ο τύπος μιλάμε...

σουτάρισμα και γαζόκρυψη (από johnblack, 19/07/09)μοδιστρούλα (από johnblack, 19/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή «καυτερή»: Λέγεται η τζούρα απο ρογά, που πνέει τα λοίσθια.

Επειδή, το τσιγάρο έχει φτάσει στη τζιβάνα, μαζεύεται όλο το λάδι της καννάβεως στο τέλος και η ρουφηξιά είναι αναγκαστικά καυτή και λαδερή, έχει δε οσμή και γεύση ψητού στα κάρβουνα (όταν είναι άλφα ποιότητα), γι’ αυτό και οι τελευταίες τραβηχτικές λέγονται και «μπριζολάτες» και για τον λόγο αυτό, η φούντα λέγεται και «ψητό» ή «ψητούρα».

Οι αμετανόητοι θιασώται της καννάβεως, δεν αποδέχονται να αποχωριστούν το φοσμπά, ούτε καν αφού έχει φτάσει στην τζιβάνα και για να μην καίνε τα δάχτυλά τους (όπως λένε: Τί δάχτυλα είν’ αυτά; Ναυτικός είσαι;) χρησιμοποιούν ειδική προς τούτο τσιμπίδα ή λαβίδα.

Αυτά τουλάχιστον ισχυρίζονταν, κάποιος άγνωστος θαμώνας ενός καφενείου σε κάποιο μακρινό τόπο, που δεν ανήκει πλέον στην ελληνική επικράτεια, που συνάντησε φευγαλέα ο γράφων πριν την Καταστροφή και που μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, έφυγε για την Αυστραλία, άλλαξε το όνομά του και κάηκε (λέει) πριν καμιά 25αριά χρόνια σε ατύχημα εγκλωβισμένος σε καμπριολέ τζιπ, μαζί με το μοναδικό πρωτότυπο του «Τσελεμεντέ του Μαόρι», θεόσχωρέστον...

Παλιότερα, λόγω της απερίγραπτης φτώχειας, καυτή λεγόταν εν γένει η προ-τελευταία τζούρα του κανονικού τσιγάρου, αφού τα τακίμια την κάπνιζαν «αγκαζέ» (βλ. μπατίρια Φωτόπουλο & Σταυρίδη «Η ωραία των Αθηνών»).

Ο Μίσιος αναφέρεται στην καυτή τζούρα που δεν δέχθηκε να του παραχωρήσει συγκρατούμενός του στο σύρμα και χαρακτηρίζει το (σπάνιο) ολόκληρο τσιγάρο «δοκάρι»...

Ο Λουντέμης, γράφει για τα παλιοκαιρίσια καθηγητάκια των Γυμνασίων, τα οποία οι πιο εύποροι συνάδελφοί τους αποκαλούσαν ειρωνικά «κόπτες», αφού έκοβαν με ξυράφι τα τσιγάρα στη μέση, για να’ χουν και για μετά (όπως λέει κι η Γαλάνη στην «κουτσή κιθάρα»), λόγω της πενιχρής μισθοδοσίας.

Ο Καββαδίας, θυμάται στη «Βάρδια», την εποχή που είχε μείνει ξέμπαρκος σε κάποιο ευρωπαϊκό λιμάνι, όπου έσκιζε τις γόπες από τ’ αποτσίγαρα και γέμιζε με τον εναπομείναντα καπνό τους, το τσιμπούκι του, μιας και το μπατιριλίκι του δεν είχε φράχτη.

Σήμερα, το τσιγάρο (του εμπορίου) φουμέρνεται αγκαζέ, κατά την έκφραση «το παίρνω παρτούζα = μοιράζομαι (βλ. ιταλικό αντίστοιχο fumare della mignotta = καπνίζω αλά πουτανέ), όταν το χαρμανλίκι προκύπτει μάλλον λόγω απρονοησίας (π.χ. ξέχασα να πάρω, είναι αργά-δυσπρόσιτο μέρος, έκλεισε το περίπτερο κ.α. βλ. Αφροδίτη Μάνου «Η νύχτα παίζει και κιθάρα και μένει πάντα από τσιγάρα»)...

- Ρε συ, έμεινε τίποτα;
- Κανα-δυο καυτές!
- Έ, φέρε κι από δω, είπαμε να γυρίζει, μην είσαι Μπόγκαρτ!

Πότε, πότε με είδες να καπνίζω;Aυτό που κρατάω;Του σκηνοθέτη είναι (από GATZMAN, 08/09/09)

Ακόμη: καρκινιάρικη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για χαρακτηρισμό είδους βρόμας η οποία μοιάζει με πουρί πράσινο σαν λειχήνα. Ακούγεται σε τηλεφωνική συνδιάλεξη φάρσας με τους θρυλικούς «Πατρινούς» όπου ο μινάρας φαρσέρ αποκρίνεται στην δύστυχη ακροάτρια της απέναντι γραμμής λέγοντας «έχει πιάσει το μουνί σου σκουλαμέντρα

- Για κανονίστε να καθαρίσετε εδώ μέσα....
- Ναι κύριε λοχία. Αμέσως...
- Άντε γιατί έχουμε πιάσει σκουλαμέντρα....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Μπομπάρισμα καλείται η πράξη νόθευσης αλκοολούχων ποτών, κυρίως χυμών Σκωτίας, με σκοπό τη μετατροπή τους σε μπόμπες.

Το μπομπάρισμα ως τακτική αποφέρει μεν βραχυπρόθεσμα κέρδη στον επίδοξο βομβιστή (ή καλύτερα μπομπιστή) μπάρμαν ή ιδιοκτήτη μπαρακίου, αλλά μακροπρόθεσμα θα έχει μάλλον αρνητικά αποτελέσματα στον τζίρο, καθ' ότι οι θαμώνες μία την πατάνε, δύο την πατάνε, την τρίτη δεν ξαναπατάνε. Ή τουλάχιστον δεν θα 'πρεπε να ξαναπατάνε αν ήξεραν τι 'ναι καλό για το συκώτι, το στομάχι και το επόμενο πρωϊνό.

Το μπομπάρισμα συχνά δεν περιορίζεται μόνο στα αποστάγματα βύνης. Ακόμη και οι λεγόμενες βαρελίσιες μπύρες –το κατ'εξοχήν νούμερο ένα καταναλωτικό προϊόν, κατάλληλο για όλα τα γούστα, τα κοινωνικά στρώματα και όλες τις ηλικίες άνω των 18– μπομπάρονται για λόγους οικονομίας, με αποτέλεσμα, όπως είχε πει κι ένας σοφός άνθρωπος, «τι πράγμα 'ν' αυτό ρε φίλε, μία πίνεις, πέντε κατουράς».

Εννοείται φυσικά πως η τιμή δεν διαφοροποιείται μεταξύ του μπομπαρισμένου και του καθαρού. Αλλά λόγω κάποιου μυστήριου μηχανισμού, ενίοτε ο καταναλωτής καταφέρνει από 'να σημείο και μετά να αναγνωρίζει τη διαφορά στη γεύση και στο πρωϊνό ξύπνημα. Οι χρόνιοι καμένοι και κατεστραμμένοι εξαιρούνται του φαινομένου αυτού.

  1. Ως μπομπάρισμα αποκαλείται γενικά η νόθευση, ή (σε καθαρά ιδεολογικό επίπεδο) η παραπληροφόρηση, η πλύση εγκεφάλου κλπ. (Βλ. παραδείγματα 3 και 4).

Παράγωγα: μπομπαρισμένος, , -ο. Ρήμα: μπομπάρω, ενίοτε δε και μπομπαρίζω.

  1. Το έχεις ψάξει, στην νέα σου δουλειά, αν έχουν όλοι κανονικές άδειες λειτουργίας; και τα ποτά καθαρά ή μπομπαρισμένα; και σε τι τιμές; (Εδώ)

  2. Ο αντίπαλος. Το κόκκινο, το απλό, δεν μπορώ να το πιώ. Μου φαίνεται γρέντζο, νομίζω πως κατεβάζω και καρφιά στο λαιμό. Το μαύρο (12) είναι αξιοπρεπές, αλλά πολύ συνηθισμένο σαν μπομπαρισμένο ειδικά σε τσιφτεντελάδικα (20/30). Το πράσινο (15) δεν το ’χω δοκιμάσει, αλλά το Gold, το 18, είναι ένα από τα αγαπημένα μου. Μου το κάνει δώρο κάθε χρόνο ο φίλος μου ο ζωγράφος και το απολαμβάνω. Νέκταρ. Συστήνεται ανεπιφύλακτα. (27/30) (αν το βρείτε γύρω στα 52-55 ευρώ είναι μια καλή τιμή, πάρτε το). (Εκεί)

  3. ΔΗΜΗΤΡΗ(ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΕ),ΚΑΙ «ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΕ», ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ ΤΑ ΤΟΥΣ ΤΑ ΛΕΤΕ!!!
    ΤΕΤΟΙΟ ΜΠΟΜΠΑΡΙΣΜΑ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΥΤΕ ΣΤΟΝ ΥΙΟ ΜΟΥ ΔΕΝ ΘΑ ΚΑΤΑΦΕΡΝΑ ΝΑ ΤΟΥ ΚΑΝΩ.
    ΑΥΤΟΙ ΞΥΠΝΟΥΣΑΝ, ΚΟΙΜΟΝΤΟΥΣΑΝ, ΤΗΝ ING ΕΙΧΑΝ ΣΑ ΘΕΟ ΤΟΥΣ.
    ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ, ΑΣΦΑΛΙΣΤΕΣ ΕΙΜΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΑ ΜΠΑΖΑ. ΟΙ ΕΤΑΙΡΙΕΣ ΜΑΣ ΘΑ ΚΛΕΙΣΟΥΝ, ΘΑ ΜΕΙΝΟΥΜΕ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ, ΚΑΙ ΤΕΤΟΙΑ.
    ΤΩΡΑ ΠΑΛΗΚΑΡΑΚΙΑ ΤΗΣ «ΦΑΚΗΣ» ΤΙ ΛΕΤΕ;
    ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΛΟΣΣΟΣ ΣΑΣ ΝΑ ΣΑΣ ΣΩΣΕΙ;
    ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΜΟΥ ΞΕΡΕΤΕ ΤΙ ΛΕΝΕ;
    «ΙΔΟΥ Η ΡΟΔΟΣ ΙΔΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΠΗΔΗΜΑ» (Παρακεί)

  4. Γεροντική τρόμπα και άγιος ο θεός των αφισών υπέρ του χουντόδουλα. Α! Ρε αποτυχημένοι τρόμπες, που θα μιλήσετε για σωστό μπομπάρισμα.
    ΟΥΣΤ. (Παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης:

  1. Τεμάχιο χασίς, τσίκα, δοντιά.

  2. Όχι μόνο η ωραία γκόμενα (έτερος ορισμός), αλλά γενικά ο ωραίος τύπος, ο ωραίος άνθρωπος, ο Ζαγοραίος, το περιβόλι.

  3. Από την μουσική, το κομμάτι είναι το μέρος που πρέπει να εκτελέσει ένας συγκεκριμένος μουσικός. Οπότε η έκφραση κάνω το κομμάτι μου σημαίνει κάνω αυτό που ξέρω να κάνω καλά και το ευχαριστιέμαι. Συνήθως λέγεται άσ' τον να κάνει το κομμάτι του, δηλαδή δεν πειράζει που μας τα πρήζει με το να κάνει χίλιες φορές τα ίδια (=της ψωλής του τον χαβά), άσε τον να ευχαριστηθεί, τ. ψωλίστ.

  4. Στην εκλαϊκευμένη Ψυχολογία, είναι έκφραση όπως το θεματάκι, και σημαίνει ότι η / ο μάλλον ερασιτέχνις γιαλόμα(ς) κατατέμνει τον ψυχισμό σου αναλυτικώς σε κομμάτια και σου λέει σε πιο κομμάτι τα πας καλά και σε πιο λιγότερο. Πρόκειται για ένα εκλαϊκευτικό αναλυτικό εγχείρημα που θα έκανε έναν σοβαρό ψυχανάλατο να φρίξει, αλλά έχει το πλεονέκτημα ότι δεν σε τρομάζει, καθώς μπορείς να εστιάσεις στα προβλήματά σου ένα ένα. Κυρίως έχει μείνει ως έκφραση λαϊκότροπης χειραγώγησης.

Βλ. επίσης τις εκφράσεις είμαι κομμάτια, πηγαίνω κομμάτια, κόμματος, κομμάτι από τούρτα, κομματιανός.

Πάσα: Χότζας, Μπούμπης.

  1. Ζωρζ Πιλαλί, Το Κομματάκι.

Χωροφύλακες με πιάν'νε
Και μες στο κελί με βάν'νε
Για ένα μαύρο κομματάκι
Δεν αξίζει το μπερντάκι

Θα το πιω και ας πεθάνω
Κι απ' τον κόσμο ας την κάνω
Θα το πιω και ας με πιει
Κι ας με βάλουν φυλακή

Μου την κάτσαν από πίσω
Και στη φυλακή θα σβήσω
Ότι ο κόσμος και να κάνει
Δεν το κόβω το λιβάνι.

  1. Τι κομμάτια έχουν μαζευτεί στο σάη ρε ρε πστ...

  2. - Καλά έχει τιγκάρει το σάη στις προσωπικές εμμονές ο Σλανγκαρχιδόπουλος.
    - Άσε τον να κάνει το κομμάτι του, δεν βλάπτει κανέναν.
    - Ναι, αλλά αποπροσανατολίζει τον αναγνώστη. Μας διαβάζουν και στο εξωτερικό.

  3. Στο κομμάτι επαγγελματικά τα πας καλά, να δούμε τώρα λίγο το κομμάτι σχέσεις.

(από Khan, 27/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified