Selected tags

Further tags

Λικβιντάρω: λέξη της ναρκοσλάνγκ. Περιγράφει την κατάσταση του χρήστη που έχει μείνει χαρμάνης λόγω ελλείψεως χρημάτων και πουλάει ό,τι έχει και δεν έχει για να βρει ρευστό για την δόση του. Εκ του αγγλικού liquid = υγρό, ρευστό.

Ασίστ : Khan, jesus.

Την φωτογραφική μηχανή την πήρε από την Σόφη που είχε πέσει στην αρρώστια και τα λικβιντάριζε όλα για το φάρμακο (Τέος Ρόμβος).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το εγγλέζικο Survivor, μόνο που στην ελληνική εκδοχή του πρέπει να επιβιώσεις από ανελέητο και συνεχές μεθύσι!

Τι Survivor και μαλακίες, φέρτε ρε τεκίλες να αρχίσουμε το Σουρουβάιβορ να γίνουμε όλοι λιάρδα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσαφ στη Bόνιτσα λέγεται η πάχνη, η παγωμένη υγρασία που σκεπάζει σαν πέπλο τη φύση τα κρύα πρωινά του χειμώνα. Αφήνω την βουκολική παπαροποίηση που δε μου πάει κι όλας και το πάω σούμπιτο στα ξίδια, που μου πάνε καλύτερα.

Οι τύποι εκεί έχουν το συνήθειο να πίνουν τη μπύρα κάνα-δυο βαθμούς πάνω από το σημείο πήξης της, οπότε όταν βγαίνει το μπουκάλι απ' το ψυγείο έχει πάνω πάχνη, με αποτέλεσμα δικαίως να χαρακτηρίζεται τσαφωμένη η μπύρα, για να διακριθεί από την απλώς κρύα.

- Πιάση ρη Μήτσου μια πράσινj τσαφουμένj!

- κρύο το μπυρόνι; -γαμάει!! (από BuBis, 21/09/09)Κατίγκω, οι τσαφουμένες είναι χάμου-χάμου... (από BuBis, 21/09/09)

Βλέπε και ιδρωμένη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται κυρίως από άτομα που έχουν κάνει χρήση ουσιών. Επίσης χρησιμοποιείται και όταν κάποιος πλήττει από βαρεμάρα.

- Μάγκα μου πολύ πρηξαρχίδω η καινούρια καθηγήτρια. Δυο ώρες μιλάει συνεχόμενα.
- Άσ' τα, την έχω ακούσει.

(από Khan, 30/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης, η κάνναβη, όπως και χόρτο.

Στα πράσα κυριολεκτικά πιάστηκε ένας νεαρός με κάνναβη στη Δράμα. Το περιστατικό συνέβη τη νύχτα της Τετάρτης σε αγροτική περιοχή στο Καλαμπάκι Δράμας όταν αστυνομικοί βρήκαν τον 22χρονο να περιποιείται μέσα σε χωράφι με καλαμπόκια τρία καλλιεργημένα φυτά κάνναβης.

Δες εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published

Επίσης, η κάνναβη, βλ. σχετικά και το λήμμα κασέρι.

Σύμφωνα με τον John Black, οφείλεται στο ότι «λιώνεις», με μια δόση μη γραμμικής λογικής βεβαίως βεβαίως.

Σε διάφορες κουλτούρες, η κάνναβη είναι επίσης γνωστή και ως κασέρι ή τυρί. Οπότε θα γνωρίζετε τώρα πώς να το ζητήσετε από ύποπτα μέρη.
Δες εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Κομμάτι χασίς που τοποθετούσαν στον αργιλέ» γράφει επιλέξει ο Πέτρος Πικρός στο γλωσσάρι του στα Χαμένα κορμιά, ερμηνεία που επαναλαμβάνεται σποραδικά και στο διαδίκτυο (δείτε εδώ ή εδώ πιχί). Γενικότερα φαίνεται να σήμαινε επεξεργασμένο, «ψημένο» μαύρο, το οποίο, αν δεν χρησιμοποιούσαν στο ναργιλέ, θα χρησιμοποιούσαν για μπάφους (ακόμα και άστριφτους, δείτε εδώ).

Η λέξη ίσως να προέρχεται από το γαλλικό ηχομιμητικό chiquer που σημαίνει «μασάω καπνό» και δύσκολα να 'χει σχέση με το γνωστό ισπανικό chica, που προέρχεται από το λατινικό ciccum (μικρό, ασήμαντο, ευτελές αντικείμενο) και σημαίνει «κορίτσι, νεαρή κοπέλα», ή γενικότερα «γκόμενα».

  1. Το Μήτσο τον έφαγε η τσίκα, η τσίκα και η συλλογή. Η τσίκα τού 'φαγε το πλεμόνι κι' η συλλογή... η συλλογή τού 'φαγε το... (Π. Πικρός, «Κουρέλια»)

  2. Άντε χθες το βράδυ στου Καρίπη βρε εφουμάραμε χασίσι
    άιντε εφουμάραμε την τσίκα άντε μ' ένα μάγκαν απ' τη Σύρα
    (Γ. Κατσαρός, «Χτες το βράδυ στου Καρίπη»)

  3. Όταν καταλαβαίνανε ότι ο τεκετζής δεν είχε καλό μαύρο, του λέγανε. Πάνε ρε Γιώργο να πάρεις κάνα δυο τσίκες απ' το μπαρμπα-Βαγγέλη να φουμάρουμε. Η τσίκα ήταν μισό δράμι... Αφού μαστουριάζαμε, ο τεκετζής έλεγε σ' έναν εκεί: βίρα, Απόστολε, βάλ' τα στη ζούλα τους. Σ' ένα μέρος οπουδήποτε για να μη φαίνονται. Και να 'ρθει η αστυνομία να ψάξουνε και να μη τα 'βρουνε. (Μ. Βαμβακάρης, «Αυτοβιογραφία», από 'δώ)

Got a better definition? Add it!

Published

Αγγλιά, που αποτελεί τεχνικό όρο για τα κάτωθι:

  1. α. Σεξουαλική πρακτική στο πλαίσιο τριολέ ή πάρτυ με ούζα, κατά την οποία ο πεοθηλαστής-στρια, κρατάει στο στόμα του το σπέρμα του εραστή του/της, και στην συνέχεια το φτύνει στο στόμα άλλης-ου ερωμένης-ου, που έρχεται σαν τραίιλερ για να μην χάσει. Με λίγα λόγια το λεγόμενο cum swapping. Περιττό να πούμε ότι το γεγονός μπορεί να επαναληφθεί στη νιοστή, ανάλογα με το αριθμητικό δυναμικό της φάσης πολυφασικής. Η έκφραση βγαίνει ως εξής: Ως αφετηριακή χιονόμπαλα θεωρείται το ανδρικό σπέρμα (λέμε τώρα), και καθώς περνάει από το ένα στόμα στο άλλο, μαζεύει διαδοχικά σάλια, και άλλα υγρά (ιδίως αν παίζει στην φάση και μπουκάκι), οπότε η χιονόμπαλα ολοένα μεγαλώνει ώσπου να φτάσουμε σε χιονοστιβάδα. Την πρακτική περιγράφει γλαφυρά η Βικούλα, η οποία και μου την ψιθύρισε πονηρά. Επιστημονικά, πρόκειται για μια εφαρμογή του νόμου των συγκοινωνούντων δοχείων.

β. Την γνωστή μας μπαγαποντολειχία, σλανγκιστί τσιμπούμεραγκ ή φιλοπίππου. Δηλαδή, η αρχική χιονόμπαλα που εκτοξεύεται στην/ στον σιματζού-ή μαζεύει τα σάλια της/του και επιστρέφει στον εραστή με την μορφή γουτσιστικού φιλιού εκδίκησης. Οι Αγγλοσάξονες έχουν και το snowball slap, όπου η/ο ερωμένη-ος φτύνει το σπέρμα στο χέρι της/του και χαστουκίζει με αυτό τον εραστή.

  1. α. Εφόσον η κοκαΐνη θεωρηθεί ως χιόνι, χιονόμπαλα είναι άλλη μια αγγλιά για την κοκαΐνη ή το πάρτι με κοκαΐνη. Βλ. και νιφάδες και παγόβουνο (Δ.Π.).

β. Συναφώς, η μείξη κοκαΐνης, ηρωΐνης και μορφίνης μαζί στην ίδια σύριγγα, γνωστό και ως speedball. Και εδώ παίζει το ίδιο λογοπαίγνιο με το χιόνι που σωρεύεται αθροιστικά.

Αντισλανγκαρχιδικό disclaimer: Πρόκειται για μετακένωση στην ελληνική αγγλικού τεχνικού όρου, η οποία κρίνεται απαραίτητη για λόγους κάλυψης του σχετικού βιβλιογραφικού κενού. Η χρήση της μπορεί να γίνεται όπως και με τους επιστημονικούς τεχνικούς όρους, δηλαδή με τον αγγλικό όρο εντός παρενθέσεων.

Καυλάουρα: Τι γίνεται βρε Βάγγελα; Χρόνια και ζαμάνια! Ωραίο μαύρισμα έκανες!
Βάγγελας: Μόλις γύρισα από Νότια Αφρική. Αλήθεια τι κάνει το Λίλιαν;
Λάουρα: Μια απ' τα ίδια. Απ' όταν τα έφτιαξε με τον Νώντα το σαπούνι έχει κολλήσει. Πού ήταν εκείνες οι εποχές με τον Πέρι, Θεός σχωρέστον...
Βάγγελας: Μα ο Πέρι ζει! Μόλις μου έστειλε μια κάρτα από την εξωτική Ναμίμπια και μας καλεί για χιονοπόλεμο!
Λάουρα: Έχει χιόνι στη Ναμίμπια;
Βάγγελας: Ναι, κι έχει βρει κι έναν χιονάνθρωπο, Παρασκευά τον λένε...
Λάουρα: Και η λέξη του τίτλου;
Βάγγελας: Ε, άμα έρθει και το Λίλιαν, θα φτιάξουμε μια φοβερή χιονόμπαλα όλοι μαζί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πρεζάκιας που ειδικεύεται στην τοξοβολία, δηλαδή στο «σουτάρισμα ηρωίνης, δηλαδή, στη λήψη ηρωίνης με σύριγγα, ενδοφλεβίως ή (κατ' ανάγκην) ενδομυϊκώς». Όπως παρατηρεί ο Χότζας, ο τοξότης είναι ο φτωχομπινεδιάρης πρεζάκιας, που δεν έχει την πολυτέλεια να χάνει μέρος της ουσίας, όπως γίνεται με το κάπνισμα, την κατάποση ή την εισπνοή κ.τ.ό., αλλά επιδιώκει την μεγιστοποίηση της απορρόφησης από τον οργανισμό του.

Σ' αυτόν πάντως τον δυστυχώς εξαθλιωμένο συνάνθρωπό μας, η σλανγκιά έρχεται να προσδώσει αίγλη αρχαίου ήρωα. Ωστόσο, καλύτερα να είστε απλώς τοξότες στο ζώδιο.

Ασίστ: John Black, HODJAS.

- Τι ζώδιο είναι ο φίλος σου;
- Τοξότης.
- Δεν βλέπω και πολύ μέλλον...

Στην αρχή, Ζωρζ Πιλαλί ρουλζ! (από Khan, 29/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταβατικό ρήμα το οποίο απλά μπορεί να σημαίνει κάτι σε «όταν κάποιος παίρνει κάτι από χαμηλά και το σηκώνει» αλλά χρησιμοποιείται ευρέως με 2 σλανγκικές και παράλληλα συναφείς έννοιες (ιδίως σε περιφραστική μορφή).

Ανεβάζω (είμαι ανεβασμένος – με ανεβάζει): Διατελώ σε ψυχική ανάταση προκαλούμενη από γεγονότα, πρόσωπα, καταστάσεις, κλπ, σε σημείο να νιώθω ότι πετάω στα ουράνια, ότι μπορώ να κάνω τα πάντα.

Ανεβάζω (είμαι ανεβασμένος – με ανεβάζει): Πιθανώς από την αμερικλανιά Ι am high σε συνδυασμό με τον προηγούμενο ορισμό. Σαν να λέμε έχω κάνει χρήση ναρκωτικών ουσιών ή αλκοόλ και νιώθω ότι πραγματικά είμαι καλά και όντως μπορώ να κάνω τα πάντα, τα κοάλα και άλλα συναφή ζώα (αλλά και να πετάξω από τον 13ο όροφο ή να οδηγήσω το παπί μου).

Ο πρώτος ορισμός δεν προϋποθέτει πάντα ότι το υποκείμενο ήταν πρότερα «πεσμένο», κάτι που συνήθως συμβαίνει στον δεύτερο ορισμό (χαρμάνα).

Και στις δύο περιπτώσεις φυσικά η πτώση (έλλειψη, hangover ή η επιστροφή στην πραγματικότητα) είναι οδυνηρή…

Αντώνυμο: πέφτωείμαι (αλλά και νίωθω) πεσμένος

Χρησιμοποιείται ενίοτε και το αμετάβατο «ανεβαίνω».

  1. Είμ' ανεβασμένος, στα σύννεφα πετάω
    όταν αγκαλιά μου, μωρό μου, σε κρατάω. Είμ' ανεβασμένος, δεν ξέρω για πού πάω,
    ένα μόνο ξέρω, το πόσο σ' αγαπάω.

Είμαι στα χάι μου
όταν σ' έχω πλάι μου κι όταν είσαι χώρια μου
με τρώει η στεναχώρια μου.

Είμ' ανεβασμένος, στα σύννεφα πετάω
όταν μες στα μάτια, μωρό μου, σε κοιτάω.
Είμ' ανεβασμένος, κανένας δεν με πιάνει,
με τον έρωτά σου πουλάκι μ' έχεις κάνει.

Στίχοι: Τάκης Κωλέτης
Μουσική: Αντύπας
Πρώτη εκτέλεση: Αντύπας

  1. Η κάνναβη κατατάσσεται στα χαλαρωτικά (downers) ναρκωτικά. Έτσι, ο χρήστης, ανάλογα και με τις παραπάνω περιπτώσεις, αισθάνεται χαλαρωμένος στο σώμα και 'ανεβασμένος' ψυχικά, ενώ τις περισσότερες φορές νιώθει να πεινάει και να διψά. (από το νετι…)

(από Khan, 22/10/09)Μπούμπις, σε ανεβάζει η μη(υ)δοανάφτρα; (από GATZMAN, 22/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified