Selected tags

Further tags

Ο εξαιρετικά ογκώδης άνθρωπος, είτε λόγω σωματικού πάχους, είτε λόγω εξαιρετικά πρησμένων μυών, ως απόρροια της εκγύμνασης με βάρη σε συνδυασμό με χρήση συμπληρωμάτων διατροφής (για να τηρήσουμε έστω έναν ελάχιστο βαθμό πολιτικής σαθρότητας...).

Η ονομασία χουλκ προέρχεται από την κάκιστη μετάφραση του αγγλικού Hulk (ήτοι ογκώδης, βαρύς, σωματώδης άνθρωπος, μαντράχαλος) στα τα παλιά εικονογραφημένα αριστουργήματα των εκδόσεων Καμπανά. Τελικά η συγκεκριμένη απόδοση κυριάρχησε στον ελληνικό χώρο, μέχρι την επανέκδοση του περιοδικού από την Μαμούθ Κόμιξ με την σωστότερη ηχητικά απόδοση ως Χαλκ, η οποία προκάλεσε σάλο μεταξύ του αναγνωστικού κοινού, συντελώντας στην έναρξη ενός μίνι εμφυλίου πολέμου που διαδραματίστηκε στις σελίδες της αλληλογραφίας του περιοδικού.

Παρότι ο εξαιρετικά ογκώδης λόγω πάχους είναι ως έννοια διαμετρικά αντίθετη με τον ογκώδη λόγω μυϊκού όγκου, αυτό δεν εμποδίζει την σημασιολογική -μέσω της χρήσης της λέξης- εξίσωση των δύο άκρων. Επίσης, η λέξη χουλκ χρησιμοποιείται περισσότερο αναφορικά με το αρσενικό φύλο και σε σπανιότερες περιπτώσεις με το θηλυκό.

  1. - Πώς έχει γίνει έτσι ο Τάκης;
    - Αφού έχει να βγει από το σπίτι 2 μήνες, όλη μέρα τη βγάζει με WoW και ντελιβεριές... αν τον δεις, σαν τον Χουλκ έχει γίνει από τα σουβλάκια.

  2. - Ρε συ, εγώ τον Υάκινθο τον θυμάμαι στο σχολείο να πίνει στα διαλείμματα το νουνού του και προχτές τον πέτυχα πορτιέρη στο κλαμπ, ένα ντερέκι με κάτι μπρατσόνια χοντρά σαν το πόδι μου. Τι μεταμόρφωση ήταν αυτή;
    - Έχεις χάσει επεισόδια... το 'ριξε στο σφίξιμο και μία μέρα σκάει μύτη σαν τον Χουλκ... φοβόμασταν να τον κοιτάξουμε σου λέω...

  3. - Άντε κουνήσου ρε τρόμπα να χάσεις κανένα κιλό, που μου 'σαι σαν τον Χουλκ!

  4. - Μ' αυτά που του δίνουνε εκεί μέσα, θα τον δεις μία μέρα να σκίζει τα ρούχα του σαν τον Χουλκ...

Δέν σας έχω ανάγκη... Γιατί \'μαι ο Χούλκ! (από vikar, 27/08/09)(από Khan, 27/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερβολικά γραμμωμένος τυπάς. Λέγεται και για μεμονωμένους μύες, π.χ. σφαγμένοι δικέφαλοι, σφαγμένα τετρακέφαλα κ.ο.κ.

Συνώνυμα που έχουν καταχωρηθεί:

  • φέτες. Παράγωγα: φετόνι, φέτας, φετιασμένος, φέτα Δωδώνης, φέτες καλοριφέρ
  • άγριος, αγριεμένος
  • στεγνός
  • ερπετό
  • τούμπανο (που συνήθως εκτός από γράμμωση έχει και σεβαστό όγκο).
  • χαρτί, κατά τον ορισμό του χρήστη anemelos. Αν και γενικότερης σημασίας, ο όρος ενδείκνυται σε μποντιμπιλντεράδικο context, καθότι παραπέμπει στο πολύ λεπτό τσιγαρόχαρτο με το οποίο μοιάζει το δέρμα των σφαγμένων.

    Συνώνυμα που δεν έχουν ακόμη καταχωρηθεί:

  • κομμάτιας (υπάρχει αλλά όχι με αυτή τη σημασία)

  • κομματιασμένος
  • γραμμένος (συντομευμένος τύπος του γραμμωμένος, παραπέμπει και στο γνωστό έγραψες!)
  • γράμματα / γράμματας (ομόηχο με το γάμα τα)

    Γιατί σφαγμένος; Μα, διότι ο πολύ γραμμωμένος άνθρωπας, που δεν έχει μείνει σταλιά λίπους επάνω του και όλοι του οι μύες διαγράφονται με ακρίβεια, είναι και καλά σαν να τον έχεις σφάξει και κατόπιν να τον έγδαρες. Να αφαίρεσες δλδ όλη την πέτσα και να έχεις πλέον μπροστά σου, φάτσα-φόρα, το θαύμα που λέγεται ανθρώπινο μυικό σύστημα. Κυριολεκτικά, ένα μάθημα ανατομίας.

Οι μπίλντερς χρησιμοποιούν τον όρο σφαγμένος και με μιά άλλη σημασία, διακριτή από την προκείμενη: σφαγμένος είναι και ο εγχειρισμένος, ο χειρουργημένος. Πολύ συχνά βέβαια συμβαίνει, ένας σφαγμένος-χειρουργημένος να είναι ταυτόχρονα και σφαγμένος-γραμμωμένος! Ένα σφαξιματάκι (λιποαναρρόφηση, αφαίρεση από το μαστό όγκων από γυναικομαστία κλπ) μπορεί να βοηθήσει πολύ στην απόκτηση της επίζηλης γράμμωσης.

Info: Tα τελευταία χρόνια έχουν γίνει πολύ της μοδός οι εκθέσεις «γλυπτικής» με υλικά πτωμάτων. Ανθρώπινοι και μη ιστοί (κυρίως μύες, αλλά και σπλάγχνα, κόκαλα, μάτια κλπ), καταλλήλως διατηρημένα, συνδυάζονται σε παράδοξες φρανκενσταϊνικού τύπου συνθέσεις. Η όλη φάση ξεκίνησε ως αμφιλεγόμενη καλλιτεχνία κι έτσι, πολύ σύντομα όμως εξελίχθηκε σε περιοδεύοντα shows, που αποφέρουν χρυσάφι. Λέγεται πως τα πτώματα παρέχονται από εκτελεσμένους καταδίκους που εμπορεύεται η κινεζική κυβέρνηση. Όποιος θέλει να δει μερικούς ορίγκιναλ τέτοιους σφαγμένους, μπορεί να ρίξει ένα βλέφαρο εδώ.

  1. - Μαλάκα μου που λες, ξεκίνησα γυμναστηριάκι φουλ. Παίρνω και πρωτεΐνες! Ως το καλοκαίρι θα είμαι σαν τον Αλέκο!
    - Welcome to the real world αγορίνα μου! Ο άνθρωπας γυμνάζεται απ' τα 13 του, έχεις δει πόσο σφαγμένος είναι; Εσύ τώρα βγήκες απ' τ' αυγό σου και θες να μας γαμήσεις κιόλας;

  2. - Και για λέγε καλή μου, πώς τα πάτε με το καινούργιο γκομενάκι σου το σφίχτη; Φαντάζομαι θα σ' έχει ζαλίσει να μιλάει για κρεατίνες και αμινοξέα και άλλα τέτοια κουλά.
    - Όχι ρε συ, είναι κουλ. Μόνο καμιά φορά όταν με γαμάει, μου λέει πόσο σφαγμένη κοιλιά έχω και πόσο τον καυλώνει. Είναι καλό τώρα αυτό;
    - Ε ναι βρε ζώον, αφού έκανες τόσα χρόνια ενόργανη. Ας μου το 'λεγε και μένα κανας άντρας αυτό και τι στον κόσμο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων γυμνασμένο κορμί και ιδιαίτερα κοιλιακούς μύες σαν φέτες καλοριφέρ. Συνώνυμo: φέτες.

- Ρε συ φιλαράκι, καλοριφέρ έγινες! Παίρνεις τίποτα;
- Διατροφή ρε συ και λίγο γυμναστήριο.
- Καλός παπάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γυμνασμένος τύπος που κάνει διατροφή και είναι στεγνός.

Ετυμολογικά προκύπτει από το μήλο του Αδάμ γνωστό και ως καρύδι, το οποίο παρόλο ότι είναι μεγαλύτερο στους άντρες και συνεπώς φαίνεται εντονότερα, συνήθως δεν είναι διακριτό παρά μόνο στους λεπτούς. Χρησιμοποιείται εξίσου και το υποκοριστικό καρυδάκι για να χαρακτηρίσει εκείνον που θεωρεί τον εαυτό του γυμνασμένο και συμπεριφέρεται επιδεικτικά μεν, εσφαλμένως δε, στο ασθενές φύλο.

Συνώνυμο με: στεγνός, σφίχτης.

  1. - Κοίτα το καρύδι πως κοιτιέται στον καθρέφτη!
    - Φέτες είναι ο πούστης!
    (Συζήτηση σε γυμναστήριο)

  2. - Ρε γελοίε, φοράς αμάνικο; Καρυδάκι!

Παραπλανητική πατέντα. (από Galadriel, 25/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επική απειλή έναντι ενοχλητικά έως επικίνδυνα λαίμαργου τύπου, γαργαντούα, μονοφαγά ή καταπιόνας που ό,τι του σερβίρεις θα το καταπιεί αμάσητο. Επομένως, κρύβεις την επικίνδυνη ουσία στη λουκουμόσκονη, ή του πλασάρεις την ουσία υπό μορφήν λευκής σκόνης, πλανώντας τον ότι πρόκειται περί λουκουμόσκονης, ζάχαρης άχνης, κουτουλού, και πάρ' τονε κάτω, σαν σακί με πεπόνια.

Ακούγεται συνήθως σε χώρους γυμναστηρίων, χέλθ-φίτνες σέντερς, όπου οι αυταρχικοί γυμναστές επιτίθενται στους ανεπίδεκτους μαθήσεως και απροσάρμοστους διατροφής, χτυπώντας τους στο ευαίσθητο τους σημείο! «Τα γλυκάααα (με reverb, delay και συνοδεία γαστροπεπτικων ήχων)».

Στην λογοτεχνική-φιλολογική χρήση της φράσης μπορεί να υπεισέρχεται το κονσέπτο του αργού, γλυκού θανάτου (βλ. Σωκράτης και κώνειο, μπιριμπίρι...).

Εμπνευσμένη από την διάσημη ταινία «Αγκαλίτσας» στην οποία ο διάσημος Έλλην σταρ Παπαναστασίου μετέφερε κόκα, νομίζοντας ότι επρόκειτο περί λουκουμόσκονης...

-Μπούληηηηηη! Πάλι καταβρόχθισες όλο το ταψί της γαλατόπιτας; Ε δεν υποφέρεσαι! θα σε αυτοκτονήσω με λουκουμόσκονη! Δεν θα κάνω απλήρωτες υπερωρίες εγώ επειδή εσύ δεν το ρουμπώνεις! Πε και πα, είπα (whiplash)!

(από ΠΡΩΤΕΥΣ, 14/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία της λέξης «υδατάνθρακες.»

Οι υδατάνθρακες είναι το ένα εκ των τριών μακροδιατροφικών στοιχείων, και περιέχονται στο ψωμί, στις πατάτες, στο ρύζι και στα ζυμαρικά (άμυλο), καθώς και στα γλυκά, στα φρούτα και στο μέλι (ζάχαρη).

Είναι γνωστοί στους κύκλους του bodybuilding εδώ και δεκαετίες, αλλά τελευταία έχουν αρχίσει να ακούγονται και στην καθημερινότητα, γιατί παίζουν σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση του σωματικού βάρους.

To λήμμα δημιουργήθηκε εντελώς τυχαία (βλ. παράδειγμα), αλλά αν αναλογιστούμε ότι στα αγγλικά οι υδατάνθρακες λέγονται carbs (από το carbohydrates), θα διαπιστώσουμε ότι τελικά είναι πολύ εύστοχο.

  1. notheitis: Ρε, πλησιάζει καλοκαίρι, έχεις καμιά καλή ιδέα για να γίνω φέτες;
    agou: Ναι, είναι πολύ απλό ρε φίλε, απλά κόψε τους υδατάνθρακες.
    notheitis (με ύφος zoolander): Τι; Άνθρακες;

  2. (σερβιτόρος στο Μπονάνο έρχεται να πάρει παραγγελία)
    - Λοιπόν, τι θα θέλατε;
    - Τρία ριζότα, μια καρμπονάρα, και ένα λιγκουίνι.

(μετά το τσιμπούσι)
- Ρε μαλάκες, αφού κάνουμε διατροφή, τι το θέλαμε να έρθουμε στο ανθρακωρυχείο...

(από notheitis, 04/08/10)(από notheitis, 04/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουμπανιασμένο, θεωρείται κάτι που βρίσκεται στα απώτερα όρια του. Προφ, η λέξη προέρχεται από το τέντωμα του δέρματος πάνω στο ξύλο, ώστε να κατασκευαστεί ένα αξιοπρεπές και αποτελεσματικό τύμπανο.

Βάση αυτού του χαρακτηριστικού του τύμπανου, η λέξη έχει σλανγκοποιηθεί σε άπειρους τομείς. Οι κυριότεροι από αυτούς:

  • auto moto: α) τουμπανιασμένο αυτοκίνητο είναι αυτό που μετά τις μετατροπές, καταλαμβάνει τον διπλάσιο όγκο. Αεροτομές, φτερά, τριπλάσια λάστιχα, προβολείς. Τουμπανιασμένη μηχανή είναι αυτή που επίσης έχει πάνω της όλα τα έξτρα αξεσουάρ του εργοστασίου, συν ότι aftermarket έχει κυκλοφορήσει. β) τουμπανιασμένος κινητήρας είναι αυτός που έχει φτάσει τα όρια του. Άλλος ένας ίππος και μπουμ!
  • γυμναστική: από τις ντόπες και την γυμναστική, γίνεσαι τούμπανο, τουμπανιάζεις. Δλδ τσιτώνουν οι μυς όπως το δέρμα του τύμπανου, και φαίνεται ότι λίγο να σφιχτείς, θα σκιστεί το δέρμα. Προ τουμπανιάσματος αγόραζες Μ(edium), και μετά XXL(large). Σαν το ανθρωπάκι της Michelin ένα πράμα.
  • φαγητό μέχρι σκασμού: η λαϊκή (ακροβατούμε μεταξύ σλάνγκ και κυριολεξίας) μεταφορά του επιστημονικού όρου «τυμπανισμός». Αμάν έχεις φτάσει σε αυτό το σημείο, μία γουλιά νερό μπορεί να σε σκάσει. Επιστημονικά ο «τυμπανισμός» είναι το φούσκωμα, είτε από δυσλειτουργία του πεπτικού, είτε από εκτεταμένη ασιτία, είτε από πνιγμό. Στη σλανγκ, μιλάμε για κατανάλωση υπερβολικής ποσότητας φαγητού ή ποτού, ή και τα δύο.
  • οικονομικά / τεχνολογία: α) για πιστωτικές κάρτες που είτε είναι στα όρια τους, ή τα έχουν περάσει, και πληρώνεις κάπου 30% τόκο! η χαρά του τραπεζίτη! β) φορτωμένες κάρτες, ή σκληροί δίσκοι.

auto / moto
...........
Σήμερα το έκλεισα.Πολύ καλό σαν καινούριο πραγματικά και τουμπανιασμένο με top case μπαγκαζιέρες bagster παροχή ρεύματος ψηλή ζελατίνα Givi.Ο φίλος το σκότωσε πραγματικά γιατί ήταν κοντούλης και πήρε ένα CBF
...........

γυμναστική
............
Τουμπανιασμένος δεν θα γίνει ούτως ή άλλως για΄τι η εφεδρίνη δεν προκαλεί πρήξιμο. ...........

(από electron, 04/09/10)(από electron, 05/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα μπιλντέρια που όχι μόνο είναι φέτες αλλά έχουν και κάτι υποπτοπερίεργα στρογγυλέματα στο γραμμωμένο τους κορμί.

Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι αυτά δεν γίνονται αντιληπτά από το μάτι του κοινού θνητού που γυμνάζεται για να μικρύνει απλώς το νούμερο της σαμπρέλαςτου, αλλά μόνο από άλλους μπονταίους που είναι τούμπανο σε ότι φάρμακο έχει την κατάληξη -μπολ ή -ολ αλλά μέχρις εκεί. Οι μεταλλαγμένοι χτυπάνε και αυξητική ορμόνη και αναβολικά σε κύκλους και για τους πρώτους, οι δεύτεροι θεωρούνται ανήθικα και έξτρα φαρμακωμένοι.

Εν κατακλείδι υποθέτω ότι οι απλοί φαρμακωμένοι κατηγορούν τους μεταλλαγμένους από τη ζήλια τους γιατί αφενός για να πάρεις αυξητική που είναι πολύ βλαβερή γενικά, χρειάζεται ή να έχεις το ακαταλόγιστο ή να έχεις κορασόν. Έτσι αυτά τα χελωνονιντζάκια καταλήγουν να έχουν μεγαλύτερα και πιο πεταχτά ποντίκια από τους αναβολιασμένους της διπλανής πόρτας.

- Κοίτα κάτι μπαλκόνια που έκανε ρε συ ο Γιάννης ο Γύφτος σε έξι μήνες κι εμείς έχουμε λιώσει ενάμιση χρόνο, χώρια οι κρεατίνες και το (ψιθυριστά) Ντιαναμπόλ.
- Καλά στραβός είσαι ρε; Είναι μεταλλαγμένος ρε αυτός, πάει ξέχασέ τονε. Δεν την βλέπεις την αυξητική των βοδιώνε; Μπαμ κάνει από τις στρογγυλάδες!
- Αμάαααν, αυτός ρε δε θα έχει καλά ξεμπερδέματα. Γυναικομαστία, αντικούκου, και αν κάνει και κάνα παιδί με τη Μαιρούλα, θέ μου σχώρα με, ποιος ξέρει τι θα βγάλει...
- Ενώ εμείς ε;
- ......

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη λαϊκή ρήση είναι το θύμα της δηλητηρίασης (φαρμάκι = δηλητήριο), αλλά στην μπιλντεροσλάνγκ πρόκειται περί αυτού ο οποίος παίρνει, εκτός από συμπληρώματα διατροφής, αναβολικά, αυξητική ορμόνη βοοειδών και ό,τι άλλο του κάτσει από αμφισβητούμενες πηγές προέλευσης.

Κλασσικο παραδειγμα φαρμακωμενου bb που παιζει με αστεια κιλα. Αυτος τωρα μπορει να ειναι παραδειγμα; Προσωπικα οσους ξερω να παιζουν με κιλα εχουν πολυ καλα σωματα, απο εκει και περα ειναι λιγο γεννετικο το θεμα και ποσο εχουν ''οριμασει'' οι μυς. 2 ανθρωποι που κανουν τα ιδια κιλα στις βασικες δεν σημαινει πως θα εχουν και τον ιδιο ογκο. από εδώ

φαρμακωμένη (από perkins, 27/09/10)φαρμακωμένη (από perkins, 27/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως φαγητό, η σαβούρα είναι το φτηνό φαγητό κακής ποιότητας που περιλαμβάνει πολλά λιπαρά.

Ειδικά για τους body-builders, είναι τα συμπληρώματα διατροφής με μεγάλη περιεκτικότητα σε carb (υδατάνθρακες), ή -δευτερευόντως- και το οποιοδήποτε γεύμα περιέχει πολλούς υδατάνθρακες. Η σαβούρα είναι πλήρως απαραίτητη όταν το μπιλντέρι είναι στον όγκο. Τότε ο σφίχτερμαν την θέλει την σαβούρα, την χρειάζεται, δεν την φοβάται.

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ενώ για τους κοινούς θνητούς ως σαβούρα θεωρείται περισσότερο το λίπος και δευτερευόντως οι υδατάνθρακες, αντιστρόφως, για τους σφίχτες, σαβούρα θεωρούνται περισσότερο οι υδατάνθρακες και δευτερευόντως το λίπος. Αυτό συμβαίνει επειδή οι μεν μπίλντερς προσέχουν το λίπος όπως ο διάολος το λιβάνι (ακόμη κι όταν ογκώνονται), οι δε κοινοί θνητοί ενίοτε υποτιμούν αφελώς το πόσο παχυντικοί είναι οι υδατάνθρακες.

Πηγή: Jeanoir, encore.

  1. Να περπατήσουμε λίγο, γιατρέ μου, να κάψουμε τις σαβούρες που φάγαμε στον μάκη.

  2. α. Την σαβούρα μην την φοβάσαι. Την θέλεις την σαβούρα!
    (Προτροπή έμπειρου μπιλντεριού προς νέοπα, που θέλει να δει γρήγορα αποτελέσματα).
    β. Τώρα που χειμωνιάζει πάω να πάρω τίποτα σαβούρες να ογκωθώ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified