Λέγεται για μαλακία που κάνεις σε εντελώς απρεπή περίσταση με αποτέλεσμα να μεγεθυνθεί η τιμωρία, ν' ανέβει πίστα ένα faux pas που διέπραξες και αλλού ίσως ήταν εντελώς ακίνδυνο ή αδιάφορο.

Από την έκφραση «πολλά κιλά μαλάκας» και από τον δεύτερο νόμο του Νεύτωνα: F = m x a

Έτσι ενώ τα κιλά της μαλακίας (m) είναι τα ίδια σε δυο περιπτώσεις, σε αυτήν με τη μεγαλύτερη «επιτάχυνση» (a, ένας δείκτης απρέπειας, αστοχίας, κάτι σαν ταχύτερη μεταβολή του στάτους σου κατά διαόλου) το αποτέλεσμα, η δύναμη (F) είναι μεγαλύτερη. Και το αποτέλεσμα δυσμενέστερο.

- Για όνομα, ρε Τζον. Έκλασες πάνω στην εξέταση της Χειρουργικής; Μα πόσα νιούτον μαλάκας είσαι;
- Σιγά, ρε Πανούλη. Ήθελα ν' αποδείξω ότι δεν έχω ειλεό.
- Χμμ, βλέπω το σημείο σου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γοητευτικός, αισθησιακός, σέξυ ακαταμάχητος ιντελλέξουαλ all-in-one σαγηνευτικός αλβανός της Αννίτας Πάνια στο «Je t'aime».

Υπάρχει επίσης και η σχετική κλίμακα Ντουρίμ (από ένα έως δέκα) που καθορίζει το βαθμό σεξουαλικότητας των αρσενικών.

  1. Είσαι ο Ντουρίμ μου, παίδαρε!

  2. Με βάση την κλίμακα Ντουρίμ, του δίνω ένα επτά!

(από Galadriel, 02/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης:

  1. Τεμάχιο χασίς, τσίκα, δοντιά.

  2. Όχι μόνο η ωραία γκόμενα (έτερος ορισμός), αλλά γενικά ο ωραίος τύπος, ο ωραίος άνθρωπος, ο Ζαγοραίος, το περιβόλι.

  3. Από την μουσική, το κομμάτι είναι το μέρος που πρέπει να εκτελέσει ένας συγκεκριμένος μουσικός. Οπότε η έκφραση κάνω το κομμάτι μου σημαίνει κάνω αυτό που ξέρω να κάνω καλά και το ευχαριστιέμαι. Συνήθως λέγεται άσ' τον να κάνει το κομμάτι του, δηλαδή δεν πειράζει που μας τα πρήζει με το να κάνει χίλιες φορές τα ίδια (=της ψωλής του τον χαβά), άσε τον να ευχαριστηθεί, τ. ψωλίστ.

  4. Στην εκλαϊκευμένη Ψυχολογία, είναι έκφραση όπως το θεματάκι, και σημαίνει ότι η / ο μάλλον ερασιτέχνις γιαλόμα(ς) κατατέμνει τον ψυχισμό σου αναλυτικώς σε κομμάτια και σου λέει σε πιο κομμάτι τα πας καλά και σε πιο λιγότερο. Πρόκειται για ένα εκλαϊκευτικό αναλυτικό εγχείρημα που θα έκανε έναν σοβαρό ψυχανάλατο να φρίξει, αλλά έχει το πλεονέκτημα ότι δεν σε τρομάζει, καθώς μπορείς να εστιάσεις στα προβλήματά σου ένα ένα. Κυρίως έχει μείνει ως έκφραση λαϊκότροπης χειραγώγησης.

Βλ. επίσης τις εκφράσεις είμαι κομμάτια, πηγαίνω κομμάτια, κόμματος, κομμάτι από τούρτα, κομματιανός.

Πάσα: Χότζας, Μπούμπης.

  1. Ζωρζ Πιλαλί, Το Κομματάκι.

Χωροφύλακες με πιάν'νε
Και μες στο κελί με βάν'νε
Για ένα μαύρο κομματάκι
Δεν αξίζει το μπερντάκι

Θα το πιω και ας πεθάνω
Κι απ' τον κόσμο ας την κάνω
Θα το πιω και ας με πιει
Κι ας με βάλουν φυλακή

Μου την κάτσαν από πίσω
Και στη φυλακή θα σβήσω
Ότι ο κόσμος και να κάνει
Δεν το κόβω το λιβάνι.

  1. Τι κομμάτια έχουν μαζευτεί στο σάη ρε ρε πστ...

  2. - Καλά έχει τιγκάρει το σάη στις προσωπικές εμμονές ο Σλανγκαρχιδόπουλος.
    - Άσε τον να κάνει το κομμάτι του, δεν βλάπτει κανέναν.
    - Ναι, αλλά αποπροσανατολίζει τον αναγνώστη. Μας διαβάζουν και στο εξωτερικό.

  3. Στο κομμάτι επαγγελματικά τα πας καλά, να δούμε τώρα λίγο το κομμάτι σχέσεις.

(από Khan, 27/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε για άνθρωπο που είναι πολύ κοντός. Για την ακρίβεια είναι τοοοόσο κοντός που κάλλιστα θα μπορούσε να μη συμπληρώνει το μέτρο για 5 εκατοστά.

Ο όρος αποτελεί αλλαξοκωλιά της φράσης «μια παρά πέντε» που δείχνει ώρα.

Συνώνυμο: ένα κι ένα milko.

- Xα χα! Πως είσαι έτσι μωρή;! Είσαι ένα παρά πέντε!!!
- Α να χαθείς ρε μαλάκα!!!
- Μαλάκα μ' έχει κάνει ο κώλος σου! Ασταδγιάλα τώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια ατάκα που ξεπήδησε από τον παλιό καλό ελληνικό κινηματογράφο, δια στόματος Κώστα Χατζηχρήστου (στο ρόλο του Ζήκου) προς τον Νίκο Ρίζο (στο ρόλο του Κιτσάρα). Μιλάμε για την ιστορική ταινία «Της κακομοίρας»

Η πλήρης ατάκα ήταν: «Για κοιτάτε ρε έναν Κιτσάρα, τρία πατώματα στο υπόγειο». Το ωραίο της υπόθεσης είναι πως ο Χατζηχρήστος, ήταν ελάχιστα ψηλότερος από τον Ρίζο (ο Ρίζος είχε τον επίσημο τίτλο του κοντού στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο).

Όταν εκφέρουμε τον όρο, αναφερόμαστε απαξιωτικά και με έμφαση, σε κάποιον κοντοπίθαρο, σε κάποιον που έχει μπει στο πλύσιμο, σε κάποιον ένα και τίποτα, σε κάποιον τάπερμαν βρε αδερφέ, που λεονταρίζοντας, θα πει μια ατάκα στο στυλ της άλλης ιστορικής ατάκας του Ζήκου προς το αφεντικό του: «άντε μην ξεδιπλωθώ και γίνω ένα κι ενενήντα».

Η έκφραση κρύβει έντονη απαξίωση για τον συνομιλητή μας, αφού τη λέμε συσχετίζοντας το μπόι του με τη βαρύτητα που έχει σαν άτομο (κατά την άποψη μας). Δεν αρκούμαστε να μιλήσουμε για υπόγειο κι έτσι αναφέρουμε τρία πατώματα στο υπόγειο (πολύ κάτω από την επιφάνεια), θεωρώντας τον ανύπαρκτο, σκουλήκι, χαμένο, τελειωμένο.

Σα να λέμε, δηλαδή, σε έναν κοντό πως έχει επίπεδο χαμηλότερο από επίπεδο μετροπόντικα.

Κάποιος κοντός κάνει τον καμπόσο σε κάποιον, οπότε ο άλλος σκανάρονταςτον σε κλάσμα του dt, με έντονο απαξιωτικό ύφος του λέει:

- Μιλάνε όλοι, μιλάνε και τα τρία πατώματα στο υπόγειο. Δε χάνω άλλο τα λόγια μου μαζί σου. Άντε... Άντε μη φτύσω και πνιγείς.

(από GATZMAN, 07/05/09)(από GATZMAN, 07/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παιδική έκφραση, η οποία περιγράφει απλά τον εξαιρετικά ψηλό άνθρωπο. Ο συνειρμός εμφανής και απλός: χίλια μέτρα ψηλός. Η δυναμική της έκφρασης ενέχεται στο στοιχείο της υπερβολής.

- Μπαίνω φίλε στο κλάμπ το Σάββατο και βλέπω από μακριά ένα όρθιο χιλιόμετρο. Ξέρεις ποιος ήταν; Ο συμμαθητής μας ο Γεωργίου, τον θυμάσαι;
- Ποιος ρε, εκείνος ο ψηλός, ο δίμετρος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη που μας δίνει δύο περιπτώσεις. α) καράτι-βιόλα. β) καρά-τιβιόλα.

α) καράτι-βιόλα.
Στην πρώτη περίπτωση: έχουμε το καράτι που είναι μονάδα καθαρότητας του χρυσού και μέτρο βάρους πολύτιμων λίθων και, μεταφορικά, κάνει πιο μεγάλο το μέγεθος, στο οποίο αναφέρετα,ι και το βιόλα που έχει πολλές σημασίες:

  1. μουσικό όργανο με χαρακτηριστικό σχήμα.
  2. γυναικάρα με πολλές καμπύλες.
  3. γυναίκα χαζή, χαζοβιόλα.
  4. λουλούδι βιολέτα.
  5. γυναίκα όμορφη και φρέσκια σαν λουλούδι.

Σύμφωνα με τους ως άνω ορισμούς ερμηνεύουμε την καρατιβιόλα:

  1. μουσικό όργανο με ήχο πολλών καρατίων.
  2. γυναικάρα που περπατά και τρίζει η γη που πατά και την αξιολογείς με πολλά καράτια.
  3. γυναίκα που δεν είναι απλώς βλάκας, αλλά πανύβλακας.
  4. άνθος που η μυρωδιά του δεν συγκρίνεται με καμιά άλλη.
  5. γυναίκα πανέμορφη σαν λουλούδι.

β) καρά-τιβιόλα.
Στην β' περίπτωση: έχουμε το τουρκικής προέλευσης «καρά», που επιτείνει την σημασία της λέξης που την ακολουθεί και την «τιβιόλας» από το τιβι, που σημαίνει αυτόν που αποχαυνώνεται στην τηλεόραση και απενεργοποιεί τις λίγες λειτουργίες του εγκεφάλου του. Συνεπώς καρατιβιόλα εδώ, είναι η κατάσταση αυτού που έχει πέσει το μυαλό του σε λήθαργο.

  1. Πω πω μανάρι μου εσύ! Τι καρατιβιόλα είσαι εσύ!
  2. Μην του μιλάς... μετακόμισε από τη νιρβάνα στην καρατιβιόλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να υποδείξει γυναίκα με firepower capacity ίσο με 5 μουνάρες.

- 2 weeks Κέρκυρα και Ιόνιο με πριβέ σκάφος και Δάφνη να φοράει μόνο μπλουζάκι.
- Ναι, για φαντάσου όμως αλλα σε 20 year old DEU, είναι καλύτερο όμως;
- Δεν χρειάζεται, έχω κολλήσει στο τάισμα σταφυλιού στην πλώρη με θέα Ιθάκη και πάντα κώλος / μουνί να αερίζονται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ κοντός/-ή, συνώνυμο του πρώτο μπόι.

- Κοίτα να δεις που κάνει και τον νταή, η κουβαρίστρα δέκα νούμερο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση η οποία είναι ιδιαιτέρως εύχρηστη όταν κάποιος θέλει να δηλώσει το λιγοστό ή και ανύπαρκτο ύψος ενός άλλου, το οποίο παρομοιάζεται ποσοτικά ως 1 μέτρο και ένα μπουκάλι γνωστού σοκολατούχου ροφήματος.

- Μ' αρέσει που είπες στην Ελίνα να αλλάξει τη λάμπα που κάηκε. Αυτή είναι 1 και 1 milko!!!

Συνώνυμα: μισή μερίδα, μισοριξιά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified