Το σαράβαλο. Χρησιμοποιείται για μέσα μεταφοράς, κυρίως αυτοκίνητο αλλά και μηχανάκι, ποδήλατο κτλ.
-Κάνε άκρη μωρέ με το καρούλι σου. Ούτε τα 60 δεν πιάνει και είσαι και στην αριστερή λωρίδα!
Το σαράβαλο. Χρησιμοποιείται για μέσα μεταφοράς, κυρίως αυτοκίνητο αλλά και μηχανάκι, ποδήλατο κτλ.
-Κάνε άκρη μωρέ με το καρούλι σου. Ούτε τα 60 δεν πιάνει και είσαι και στην αριστερή λωρίδα!
Got a better definition? Add it!
Πέραν της γνωστής φίρμας με φορτηγά, εδρεύουσας στην Αθήνα, αποτελεί και μειωτικό χαρακτηρισμό για παχουλή γυναίκα που έρχεται με φόρα.
Μιχάλη στη μπάντα, θα σε περάσει κοντοσούβλι ο γιαμαρέλλος.
Got a better definition? Add it!
Απο την λέξη «βροντή». Αυτός που πέφτει ή τρακάρει με μοτοσυκλέτα. Κατά το πέσιμο ή το τρακάρισμα παράγεται ένας δυνατός ήχος. Μια βροντή. Εξ ου και το βρόντακας.
-Ο βρόντακας πήγε και βρόντηξε πάνω στο πεζοδρόμιο.
Got a better definition? Add it!
Γκαζώνω το αυτοκίνητο ως το τέρμα, έτσι ώστε το πεντάλ του γκαζιού να ακουμπήσει στο πάτο του αμαξιού.
- Άδειος είναι ο δρόμος ρε, σανίδωσε το! –Σανιδωμένο το 'χω αλλά δεν πάει άλλο, 900άρι Fiat είναι, τι περιμένεις;
Βλ. και φουλάρω, φέτα, τελικιάζω, πιάνω τελικές, κομμάτια, πηγαίνω, τέζα
Got a better definition? Add it!
Ο κάτοχος και οδηγός Ιδιωτικής Χρήσης αυτοκινήτου. πληθυντικός: ΙΧήδες.
- Πάλι πήχτρα η Κηφισίας. - Εμ βέβαια αφού βγήκαν όλοι οι μάγκες οι ΙΧήδες στον δρόμο καλά να πάθουν. Αντί να πάρουν το ΜΕΤΡΟ και να φτάσουν σε 20 λεπτά, άστους να πήξουν στην κίνηση τα κορόιδα.
Got a better definition? Add it!
Έκφραση πλέον ξεπερασμένη που χρησιμοποιείτο σε κόντρες και αγώνες ταχύτητας για να περιγράψει την κατάσταση πως ο άλλος αγωνιζόμενος προηγείται και εσύ, ο πίσω, τρως την σκόνη που αφήνει στο πέρασμά του.
-Είσαι για μια κόντρα; -Κόντρα; Με τι ρε, με την μπανιέρα που οδηγείς; -Καλά, κορόιδευε αλλά ετοιμάσου να φας την σκόνη μου.
Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Οι θαμώνες της πλατείας Ν. Σμύρνης και συνεκδοχικά οι φίλαθλοι του Πανιωνίου -κυρίως οι μπασκετικοί- που συχνάζουν σε αυτήν.
Οι «Πάνθηρες» και οι λοιποί Πλαταιείς είχαν ανοίξει πόλεμο με τον Μπέο (από την ιστοσελίδα του sportime).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η γκόμενα που προσελκύεται από τον οποιονδήποτε τύπο κάγκουρα που κατέχει οποιοδήποτε είδος μηχανής (απαραιτήτως)... Είναι γκόμενα που το μόνο στάνταρ που έχει για τον υποψήφιο γκόμενο είναι αν έχει μηχανή και πόσο μακριά την πάει στη μια ρόδα...
Αλλιώς: η καγκουρομάνα, η ποντικοπηδιόλα.
1
- Ωραίο μουνάκι ρε η Σοφία... φαίνεται και εύκολη... θα πάω να χωθώ...
- Αφού δεν έχεις πάπια...
- Ε και;
- Είναι σελογκόμενα.
2
Γιούλη: -Θέλω ο άλλος να είναι ευγενικός, δυναμικός, έξυπνος, αστείος, όμορφος, πιστός. Θέλω να τον θαυμάζω και να έχει μεγάλη πούτσα.
Μαρία: -Εγώ θέλω να έχει μηχανή.
Η Μαρία είναι σελογκόμενα.
Βλέπε και -μούνα, -γκόμενα.
Got a better definition? Add it!
Λέξη με διπλή σημασία.
1. Η σούζα στα καγκουρίστικα (πρέπει να είσαι λίγο άτομο για να το πεις)
2. Ο πιτσιρικάς στα μάτια μιας διψασμένης για sex σαραντάρας.
- Κι έσκασε μύτη ο ψηλός με τη χουσβάρνα και το σηκώνει ξερολούκουμο μπροστά από το μπατσικό... Μάγκας ο δικός σου, σου λέωωωωωωωωω.
- Ρε φίλε σου λέω με κοίταζε όλο το βράδυ σαν ξερολούκουμο η σαραντάρα...
- Και μετά;
- Σπίτι της ρε ... Άσ' το... Με ξεζούμισε ρε... Μου ήπιε το μεδούλι, σου λέω... Θα πάρει καιρό μέχρι να μου ξανασηκωθεί... Με πέθανε!
Got a better definition? Add it!
Γνωστός και ως κρατήρας. Με αυτήν την έννοια αναφερόμαστε σε μια λακκούβα - τρύπα που διακρίνεται και από το φεγγάρι πάνω στους ελληνικούς δρόμους.
-Ρε Μάκη, πού είναι η ρόδα σου;
-Άσε ρε Τάκη, πέρασα πάνω από έναν τάφο και την άφησα μέσα...
βλ. και κολύμπα
Got a better definition? Add it!