Οδηγώ με τέρμα γκάζι, χωρίς αύριο.
Επίσης, και τέζες...
- Τέζες το πάει το εργαλείο ο Μητσάρας!
Βλ. και τελικιάζω, φουλάρω, πιάνω τελικές, κομμάτια, πηγαίνω, σανιδώνω
Got a better definition? Add it!
Ερπετό που έχει τροποποιηθεί από τις εργοστασιακές προδιαγραφές. Πολύ.
Συνήθως πρόκειται περί καγκουριάς. Ειδικότερα:
Καμία απολύτως μηχανική βελτίωση, ώστε με το πρόσθετο βάρος όλων των παραπάνω, να μη μπορεί να πάρει τα πόδια του.
Σπανιότερα, το ακριβώς αντίθετο από τα παραπάνω:
Βελτιωμένος κινητήρας και εξάτμιση.
Απογυμνωμένο εσωτερικό (για να μειωθεί το βάρος).
Nουνός το poniroskylo...
Χτες ανεβαίναμε την Εθνική Οδό και μας πέρασε με τα χίλια ένα Fiatάκι κωλοφτιαγμένο... Ούτε που πρόλαβα να δω ποιος οδηγούσε...
Got a better definition? Add it!
Μέρος δεύτερο. Για όποιον δεν έχει δει το Part One, ας ρίξει πρώτα μια ματιά εδώ.
Το πρώτο λήμμα είχε ασχοληθεί με τα κωλοφτιαγμένα τετράτροχα. Εμείς θα επεκταθούμε στο χώρο της μοτοσυκλέτας, των κωλοφτιαγμένων δικύκλων. Παράλληλα, θα προσθέσουμε μερικές γενικές παρατηρήσεις επί του κωλοφτιάγματος.
Ο όρος αποτελεί τον υπερθετικό βαθμό του απλού «φτιαγμένο». Αφορά τόσο τις μηχανικές βελτιώσεις (επεμβάσεις σε κινητήρα, αναρτήσεις κλπ), όσο και τις καθαρά «εξωτερικές», «εικαστικές» παρεμβάσεις με μόνο σκοπό τη μόστρα και τη φιγούρα (φιμάτο τζάμι, ηχοσύστημα κλπ). Συνήθως οι δύο τύποι μετατροπών συνυπάρχουν.
Το κωλοφτιαγμένο δέον όπως μη ταυτίζεται με το πειραγμένο. Το πείραγμα αναφέρεται αποκλειστικά σε κάποια επέμβαση στα μηχανικά μέρη του οχήματος, με σκοπό να τσουλάει καλύτερα. Πειραγμένο είναι το λοιπόν σαφώς στενότερη έννοια.
Επειδή πλέον το κωλοφτιαγμένο το λέει κι η κουτσή Μαρία, οι κάγκουρες χρησιμοποιούν εναλλακτικά, επί το λακωνικότερον, τον πιο μπρουτάλ όρο κωλόφτιαγμα.
Γνωρίσματα κωλοφτιαγμένων δικύκλων:
α. Πειραγμένο μοτέρ, για αύξηση ιπποδύναμης και ροπής. Στην αγορά κυκλοφορούν ορισμένα κιτάκια (kit), δλδ βελτιωτικά πακετάκια που περιέχουν ανταλλακτικά μεγαλύτερα και γαμιστερότερα από τα μαμίσια: πιστόνι, εκκεντροφόρος, καρμπυρατέρ και άλλα καλούδια.
β. Αλλαγή μπροστινού συστήματος αναρτήσεων. Οι μηχανόβιοι μιλούν για «μπροστινά», «μπουκάλες» ή «πιρούνια». Όσο παχύτερες οι μπουκάλες, τόσο μεγαλύτερη ευστάθεια και ακαμψία εμφανίζει το μηχανάκι σε στροφές και μεγάλες ταχύτητες. Τα συμβατικά πιρούνια αντικαθίστανται από τα εξελιγμένου τύπου upside-down (κορυφαία μάρκα εν προκειμένω η περίφημη Öhlins). Η πισινή ανάρτηση, το λεγόμενο «ψαλίδι», σπανίως αντικαθίσταται, απλά ρυθμίζεται.
γ. Μετατροπή σε Supermotard, συνήθως για ψηλά μηχανάκια τύπου XT.
δ. Άπειρο χρώμιο και νικέλιο στα μεταλλικά μέρη που φαίνονται. Είναι το πασίγνωστο νικέλωμα, από τις μεγαλύτερες καγκουριές όλων των εποχών. Τα μέρη που το υπέστησαν είναι τα νικελωμένα (καπάκια κινητήρα, σκελετός, ζάντες κλπ).
ε. Επεμβάσεις στο σύστημα πέδησης. Σωληνάκια υψηλής (πίεσης), για πιο άμεση απόκριση του φρένου (κάνουν και πιο ωραία στο μάτι). Δαγκάνες Βrembo. Mεγαλύτερης διαμέτρου δισκόφρενα, συχνά σε περίεργα σχήματα (μαργαρίτες).
στ. Υπερμεγέθη φίλτρα αέρος (χοάνες), ειδικά στα παπιά. Προεξέχουν στα δεξιά του μοτέρ και έχουν σχήμα κόλουρης πυραμίδας.
ζ. After market εξατμίσεις. Για τα παπιά κλασικές είναι οι Sebring, σε μεγαλύτερα μοτόρια εκτιμώνται ιδιαίτερα οι Αkrapovic, σλανγκιστί οι ακράπες (ενικός η ακράπο). Διότι επιβάλλεται να κάνουμε θόρυβο.
η. Μεταλλικά αξεσουάρ σε έντονα χρώματα (πράσινο, μοβ, κόκκινο) που αντικαθιστούν τα μαμίσια: τιμονάκι, βίδες, αντίβαρα τιμονιού, ακόμη και ολάκερες ζάντες.
θ. Ειδικά για παπιά, πολύ λεπτά λάστιχα (σχεδόν σα ποδηλάτου), για να τσουλάει καλύτερα το εργαλείο στις κόντρες.
ι. Πινακίδα «τσακισμένη» (για παπιά) ή καρφωμένη κάτω από την ουρά (για μεγαλύτερα μηχανάκια). Για να μη τη βλέπουν οι μπάτσοι. Για τον ίδιο λόγο, τοποθετείται φιμάτο πλαστικό επικάλυμμα.
ια. Αυτοκόλλητα. No Fear, ταραντούλα, σκορπιός, αλιενάκι, φωτιές. Σε αμάξια: 2 Fast 4 U, Stop That Noise!, Somebody Stop That Car! κλπ.
Να πούμε τέλος οτι το φαινόμενο του κωλοφτιαξίματος ολοένα και υποχωρεί στους εκσυγχρονισμένους καιρούς που διανύουμε. Οι εταιρείες πλασάρουν πλέον έτοιμα κωλοφτιαγμένα μηχανάκια στην αγορά, επί των οποίων οιαδήποτε επέμβαση θα αποτελούσε ιεροσυλία. Το φαινόμενο έχει βαθύτερες κοινωνικο-οικονομικο-πολιτισμικές ρίζες αλλά ουδόλως προτίθεμαι να επεκταθώ.
Αν δείτε τροχόμπατσο να έχει σταματήσει αμάξι ή μηχανάκι, μία στις τρεις παίζει αυτό να είναι κωλοφτιαγμένο. Βγάζει μάτι.
Got a better definition? Add it!
Στοιχεία κακής οδηγικής συμπεριφοράς.
Οι ταρίφες (ταξιτζήδες) θεωρούνται ως η χειρότερη κατηγορία οδηγών: συμπεριφέρονται προκλητικά και, κυρίως, εγωιστικά. Αυτό, σε συνδυασμό με την τάση τους για απατεωνιές (διπλή μίσθωση, στρογγυλοποίηση του κομίστρου προς τα πάνω, τζάμπα βόλτες κλπ.) και την αγένειά τους, τους έχει βγάλει το κακό όνομα.
Ωστόσο έχω να καταθέσω ότι τα τελευταία χρόνια στην Αθήνα το επίπεδο των ταξιτζήδων έχει ανέβει πολύ. Σε γενικές γραμμές είναι πιο ευγενικοί και λιγότερο απατεώνες, άσε που πολλές φορές στρογγυλοποιούν οι ίδιο το κόμιστρο προς τα κάτω. Αν μου το λέγανε πριν μερικά χρόνια θα γέλαγα!
Διερωτώμαι αν θα ήταν δυνατό να αποδοθεί αυτή η βελτίωση στους Ολυμπιακούς. Ακούγεται ηλίθιο, αλλά πρώτον, άρχισα να την παρατηρώ από το 2004 και δεύτερον, δε νομίζω ότι έχει γίνει αντίστοιχη πρόοδος στη Θεσσαλονίκη (από την περιορισμένη εμπειρία μου).
Όπως και να 'χει, κάλλια να σου βγει το μάτι παρά το όνομα. Έτσι, ταριφιές χαρακτηρίζονται οι σφήνες, το πέρασμα του φαναριού με εξαιρετικά βαθύ πορτοκαλί (σανγκουϊνί), οι στάσεις στα καλά καθούμενα μες στη μέση του δρόμου, η παραβίαση προτεραιοτήτων και λεωφορειόδρομων, το να πετάγεσαι κατευθείαν στην κορυφή της ουράς στα αριστερά φανάρια (και μάλιστα λίγο πιο μπροστά από το φανάρι, ώστε τελικά να μη δεις ότι άναψε και να βάλεις όλο τον κόσμο να σε περιμένει), καθώς επίσης και ο αδιάκοπος σχολιασμός των άλλων οδηγών, ιδιαίτερα των γυναικών.
-Καλά, πετώντας ήρθες;
-Δε βρήκα κίνηση, έκανα και μερικές ταριφιές γιατί βιαζόμουνα.
-Κοίτα το μαλάκα ρε πώς πάει! Δεν είναι γαϊδούρι το αμάξι να πηγαίνει μόνο του! Α, να κι η άλλη η κότα τώρα, της έσβησε, τέτοιο ζώο είναι. Μαλακισμένες, δεν πα' να πλύνετε κάνα πιάτο καλύτερα...
-Ρε Κωστή, προχώρα να πούμε κι άσ' τις ταριφιές. Μου γάνωσες το κεφάλι με τη γκρίνια σου.
Got a better definition? Add it!
Το κατεστραμμένο όχημα. Εμπνευσμένο από παλαιότερο και ατυχήσαν μονδέλλο της Ford. Έχει περιπέσει σε αχρηστία.
Λογοπαίγνιο με την ελληνική λέξη σκόρπιο, βεβαίως βεβαίως.
- Ο Θοδωρής έκανε ομορφιά transformers. Μπήκε στο στροφιλίκι με Uno Turbo και βγήκε με Ford Scorpio!
Got a better definition? Add it!
Εκ του Λατινικού contra (=απέναντι), πολλαπλώς οριζόμενο ως εξής:
Ποδοσφαιρικώς, η αθέλητη εκτροπή της πορείας της μπάλας από αντίπαλο. Στα πλαίσια του fair play και του παραδοσιακού Εγγλέζικου sporting behaviour (που ακόμα μετράει στο ποδόσφαιρο), το να επωφεληθείς από κόντρα είναι unfair (που θάλεγε και ο Μητσοτάκουλας), οπότε όποιος συχνά ωφελείται από τέτοιες φάσεις ονομάζεται κοντράκιας, ενίοτε δε και κωλόφαρδος...
Αυτοκινητικώς, ο αυτοσχέδιος αγών μηχανοκίνητων σε δημόσιο δρόμο, με βραβείο την υστεροφημία. Αποτελεί αγώνισμα συγκριτικής χρονομέτρησης, με μέτρο επίδοσης τις κολώνες, και υποδιαίρεση τις καρότσες...
Είναι ο λόγος ύπαρξης του κάθε κάγκουρα, χωρίς απαραίτητα να συμμετέχουν όλοι ανελλιπώς, οι δε μη συμμετέχοντες αναλώνονται εκ των υστέρων σε τερατώδη παπάτζα...
Γνωστές τοποθεσίες τελέσεως των αγώνων, η Βούτα, η Μαύρη, τα Λιμανάκια (εντός Αττικής και οι τρεις, παρακαλείσθε όπως προσθέσετε κοντροτόπια εκτός λεκανοπεδίου).
Προφανώς παράνομη δραστηριότητα, ενέχει κίνδυνο εμπλοκής στρουμφ στο όλο σκηνικό, και μετά ακολουθεί η διαταγή του ενωμοτάρχα «ξεκίνα να γράφεις, και αν δε σου φτάσει το μπλοκάκι, να πούμε στο τμήμα να μας φέρει κι άλλο»...
Ξυριστικώς, είναι η ξούρα που γίνεται με φορά αντίθετη από αυτή που μακραίνουν οι τρίχες της περιοχής, με σκοπό την κοπή τους στο μικρότερο δυνατό μήκος.
Στην περίπτωση του προσώπου, αυξάνεται κατακόρυφα ο βαθμός επικινδυνότητας για κόψιμο.
Κοινωνιολογικώς, είναι η σύγκρουση μεταξύ ατόμων η ομάδων με αντίθετες απόψεις/συμφέροντα.
Ρονάλντο περνάει τον πρώτο αμυντικό, κερδίζει την κόντρα απ'το δεύτερο, και ξεχύνεται σαν εμετός στην επίθεση (α ρε Μανόλο...)
Έγινε μια κόντρα χτες στη Βούτα, ο Μητσάρας με το Yugo έσκισε μια 911 και δύο Impreza... (τι λέγαμε για την παπάτζα;)
Τράβηξα χτες κόντρα ξούρα και έχω γίνει σουρωτήρι ρε πστ!
Η ΓΣΕΕ είναι σε κόντρα με τους βιομηχάνους για το θέμα του ελαστικού ωραρίου.
Got a better definition? Add it!
Σαν νεκροφόρες είναι γνωστά τα οχήματα τύπου στέισον-βάγκον (αν είστε γερμανομαθής), στέισον-γουάγκον (αν είστε αγγλομαθής) ή στέισον-βάγγων (αν γνωρίζετε πολλούς Βαγγέληδες και όλοι είναι... στέισον). Ο λόγος θρυλείται πως είναι επειδή συνήθως αυτοί που επέλεγαν να αγοράσουν τον συγκεκριμένο τύπο αυτοκινήτου ήταν σκυθρωποί, αρρωστιάρικα λευκοί, νωθροί, με καμιά θέληση για ζωή. Αλλά επειδή η απόδειξη του παραπάνω ισχυρισμού είναι εξεφτελιστικά έως και βλακωδώς δύσκολη θα συμφωνήσω με αυτούς που ισχυρίζονται ότι το σχήμα είναι που μετράει.
Με τα πολλά μέτρα μήκους αυτών των αυτοκινήτων, που χωράνε άνετα έναν ξαπλωμένο άνθρωπο που κοιμάται και μένει και χώρος για δύο θεσούλες μπροστά, το ιδιόρρυθμο σχήμα τους και γενικά την ομοιότητά τους με τις «κανονικές» νεκροφόρες έχουν κερδίσει επάξια αυτόν τον χαρακτηρισμό. Το πολύ γέλιο έρχεται όταν αποκαλείται οδηγός τέτοιου οχήματος κοράκι και το ακόμη περισσότερο όταν ο οδηγός έχει τρομερές οδηγικές ικανότητες μόνο όταν οδηγεί ποδήλατο με βοηθητικές για να δει και να μάθει ο γιόκας/ανιψάκι του και κάθε φορά που βγαίνει στο δρόμο «ψάχνει για πελάτες».
- Τάκη να περάσω να σε πάρω να πάμε για κανά μπανάκι;
- Τι, με το δικό σου θα πάμε;
- Ναι ρε, γιατί;
- Ε τι γιατί ρε, κάθε φορά που μπαίνω στη νεκροφόρα σου με πάει αίμα! Κάνω περίεργους συνειρμούς!
- Βρε αδερφάκι μου δεν τρώγεσαι πια... Κάτσε εσύ πίσω να βάλω το Μαράκι μπροστά, δέσε ζώνες, δάγκωσε την ταυτότητά σου και πάμε.
- Νεκροφόρα, πίσω θέση, μαραθώνιος ταινιών «Βλέπω το Θάνατό Σου» χτες βράδυ. Για εξομολόγηση και μετάληψη θα με στείλεις παλιοκοράκι! Τέλος πάντων, αφού θα έχεις τη νεκροφόρα να πάρουμε και τη βάρκα. Σε ποια παραλία θα πάμε;
- Στη Βουλιαγμένη λέω.
- ...
Got a better definition? Add it!
Ταμπαβιόλης είναι ο απόχρωσης ταμπά πάκι boy που πλένει το παρμπρίζ σταματημένων στα φανάρια αυτοκινήτων, με επιδεξιότητα βιρτουόζου βιολονίστα και προσποιητό, χαζοβιόλικο ύφος ριτάρντεντ που ζητάει ελεημοσύνη. Δρουν κατά μονάς ή σε ομάδες 3-12 ατόμων ανά φανάρι.
Αν κάνεις το λάθος να χαλαρώσεις και να τον ανατροφοδοτήσεις δίνοντας του σημασία με κάποιο νεύμα ή μιλώντας του, θα αρχίσει να επιδίδεται σε ακροβατισμούς και κάθε είδους ταρζανιές που εκθέτουν σε κίνδυνο ακόμη και τη σωματική του ακεραιότητα, προκειμένου να σε ρίξει στο φιλότιμο και να σου πάρει πιο μεγάλο φιλοδώρημα.
- Φτου! Πάλι σε ταμπαβιόληδες πέσαμε, κάνε πως δεν τους βλέπεις.
- Αυτό ήταν ρε πστ μου, αν βγούμε από το μπλόκο της Κοκκινιάς θα πάω να σκουρύνω τα παράθυρα 4 τόνους!
Got a better definition? Add it!
Mάχιμος / μαχιμότητα: Υπάρχουν ήδη 2 ορισμοί, σωστοί πλην τηλεγραφικού χαρακτήρα, οι οποίοι επιβάλλεται όπως ενσωματωθούν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο.
Μάχιμος είναι:
1α. (Στρατός Ξηράς) Ο υπηρετών σε μονάδα εκστρατείας, ανεξαρτήτως της ειδικότητάς του, π.χ. μπορεί να είναι και εσχαρέας (μάγειρας). Όπως όμως τα πάντα σ' αυτή τη ζωή είναι σχετικά, έτσι και η μαχιμότητα είναι σχετική: ακόμη και η πιο προβλεπέ και μαύρη μονάδα εντός των συνόρων, δεν συγκρίνεται με το να πας ως Ειρηνευτική Δύναμη σε εμπόλεμη περιοχή (Βοσνία, Αφγανιστάν κλπ). Τότε η μαχιμότητά σου αγγίζει - και ενίοτε ξεπερνά - τα όρια της στρατοκαυλίασης.
1β. (Πολεμικό Ναυτικό) Ο υπηρετών σε πολεμικό πλοίο και όχι σε υπηρεσία ξηράς (γραφειάς/γραφειάκιας). Λέγεται και στολαίος, επειδή υπηρετεί στο Στόλο. Ο όρος αναφέρεται πλέον μόνο σε καραβανάδες (μονιμάδες), καθώς οι ναύτες (κληρωτοί), που έχουν φύγει απ' τα πλοία εδώ και 4-5 χρονάκια, τοποθετούνται για όσο κρατά η θητεία τους μόνο σε υπηρεσίες ξηράς. Οι στολαίοι παίρνουν και κάτι ρημαδολεφτά παραπάνω (επίδομα Στόλου), αλλά τι να το κάνεις αν τρώς στη μάπα τη λαμαρίνα μια ολόκληρη ζωή... Οι στολαίοι κράζουν τους γραφειάκηδες, δε θα τους χάλαγε όμως καθόλου να βρίσκονταν στη θέση τους.
1γ. (Στρατός γενικά) Ο ένοπλος, αυτός που με βάση το χαρακτηρισμό του, μπορεί να κρατήσει όπλο. Το Ι4 π.χ. δεν είναι μάχιμο, συνεπάγεται άοπλη θητεία. Ο κατεξοχήν γιωτάς είναι βέβαια ο Ι5, όμως και με Ι4 σου κολλάν τη στάμπα. Τip: ακόμη κι αν έχεις υπηρετήσει ως Ι4, μπορείς αφού απολυθείς να το αποχαρακτηρίσεις και να το κάνεις ένα πεντακάθαρο Ι1, αν βέβαια έχεις τις σωστές άκρες.
1δ. (Στρατός γενικά) Οι par excellence μάχιμοι είναι ασφάλουσλυ οι άνδρες (εσχάτως και γυναίκες) των Ειδικών Δυνάμεων: καταρχήν Ο.Υ.Κ.άδες (σλανγκιστί βατράχια ή οΰκια), επίσης λοκατζήδες, καταδρομείς, αλεξιπτωτιστές κ.α. Άπαντες πάσχοντες από οξεία στρατοκαυλίτιδα.
1ε. Αυτός που εχει εντρυφήσει στα μυστικά των πολεμικών τεχνών (καράτε, κικ-μποξ κτλ) και ωσεκτουτού είναι επαγγελματίας δείρτης και απεχθάνεται - ωιμέ! - το κλασικό ελληνικό βρομόξυλο. Σημασία που εντάσσουμε καταχρηστικά στις στρατιωτικές.
Η σημασία αυτή μπορεί να θεωρηθεί δευτερογενής, παράγωγη εκ της πρώτης, της αμιγώς στρατιωτικής. Τα όρια ωστόσο μεταξύ των δύο, κάθε άλλο παρά σαφή είναι: κλασικό παράδειγμα μαχιμότητας εν ευρεία εννοία, οι Αθηναίοι του Χρυσού Αιώνα του Πέρι, για τους οποίους γράφει ο Κορνήλιος Καστοριάδης στη Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας.
Εν προκειμένω η περιπτωσιολογία είναι ανεξάντλητη:
2α. μάχιμος είναι ο κοτσονάτος λεβεντόγερος (ενδεχομένως και σεξουαλικά ενεργός, αυτό όμως δεν είναι απαραίτητο).
2β. μάχιμος είναι ο ταρίφας που δεν ανήκει σε εταιρεία και την παλεύει μόνος του.
2γ. μάχιμος είναι ο δικηγόρος που εξασκεί τη λεγόμενη δικηγορία του πεζοδρομίου ή μαχόμενη δικηγορία (συνεχές τρέξιμο σε δικαστήρια κλπ) και δεν είναι βολεμένος σε κανά γραφείο με πάγια αντιμισθία κλπ κλπ
Σε πορείες / διαδηλώσεις / δημόσιες διαμαρτυρίες, μάχιμοι εν ευρεία εννοία είναι βέβαια όλοι οι συμμετέχοντες, όμως εν στενή εννοία είναι ένα πολλοστημόριο του όγκου των διαδηλωτών. Συνήθως πρόκειται για το περίφημο Black Bloc, παίζει όμως και να είναι απλά κάποιοι ανερμάτιστοι μπαχαλάκηδες. Εν προκειμένω διαγράφεται ανάγλυφα το ζήτημα της σχετικοποίησης της μαχιμότητας, στο οποίο τόσο είχε επιμείνει ο xalikoutis εδώ.
Στο χώρο των μηχανοκίνητων, μάχιμος χαρακτηρίζεται οδηγός καυλοτίμονος, συνήθως χεράς, που φτάνει το αμάξι/μηχανάκι στα όριά του, του ρουφάει το αίμα, το λιώνει, του δίνει τα πιστόνια στο χέρι κλπ. Ο μάχιμος κατά κανόνα διαθέτει και μάχιμο εργαλείο, πολεμικό, κωλοφτιαγμένο, χωρίς πολλά λούσα και ανέσεις. Οι έμπειροι του χώρου είναι σε θέση να ξεχωρίζουν από κάποια σημάδια στο όχημα, το βαθμό μαχιμότητας του οδηγού και τις ικανότητές του, π.χ. στις μοτοσυκλέτες μπορείς να καταλάβεις αν κάποιος πλαγιάζει επικίνδυνα - άρα είναι μάχιμος και πολεμιστής - κοιτώντας τα φαγώματα στα πέλματα των ελαστικών.
Μάχιμος είναι και ο τύπος που χώνεται άνετα σε καυγάδες / μανούρες / τσαμπουκάδες, δεν κωλώνει και δεν είναι τζάμπα μάγκας.
Οι κατηγορίες 3-5 είναι στην ουσία υποκατηγορίες της 2., λόγω όμως της συχνότητας με την οποία χρησιμοποιούνται, προτιμήθηκε η αυτοτελής πραγμάτευσή τους.
1α. - Γουστάρω μαχιμότητα ο δικός σου! Τα βρόντηξε όλα και τραβήχτηκε Κόσοβο! Αλλά βέβαια είχε ανάγκη και τα γκαφρά...
1β. - Που υπηρετείς, στολαίος ή ξηρά;
- Στόλο, το κέρατό μου μέσα.
- Φρεγάτα ή Ταχέα Σκάφη;
- Άσος.
- Μάχιμος κανονικά και με το νόμο δηλαδής...
1δ. - Εγώ αγόρι μου μόνο Ειδικές Δυνάμεις πηγαίνω.. Πάντα μάχιμος ήμουνα, σιγά τωρα μην παω να κάνω κανονική θητειούλα μαζί με τους φλωρούμπες.
- Ρε φίλε δουλεύεις κάθε μέρα 12 ώρες, συν Κυριακές, συν αργίες, συν τα έξτρα σου, συν δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Νταξ, είπαμε να είσαι μάχιμος αλλά μην ξεχνάς οτι έχεις και μια οικογένεια που θέλει να σε βλέπει καμιά φορά.
(στο φανάρι)
- Πωω, φάε ρε συ λάστιχο που έχει ο τύπος! Το 'χει λιώσει μιλάμε, κοντεύει να φανεί η ζάντα!
- Φαίνεται μάχιμο το παλικάρι, το πολεμάει καλά...
- Φίλε είχαμε τρελό σκηνικό χτες βράδυ στο μαγαζί! Κοίταξε κάποιος τη γκόμενα του Κωστάκη κι αυτός τον έκανε μαύρο στο ξύλο! Το 'ξερα πως ήταν μάχιμος, αλλά όχι κι έτσι!
Λέξεις του ντου: ανθρακωρύχος, αύρα, γηπεδικός, γκαζάκιας, θα περάσει κράνος, καπελάκιας, κνάιτ, ΚΝΑΤ, κνιτόμπατσο(ς), λίστα του ντου, λίτης, Λουκάνικος, ματατζής, μάχιμος, μπατσοθύελλα, μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι, μπατσόπτερο, μπάτσος, μπαχαλάκης / μπαχαλάκιας / μπάχαλος, μπάχαλο, μπλε / χακί, μπούκα, μπουκάλι, μπουκαλάκιας, ντου, σπασιματίας, συλλαλητήριος, φασιστικιά, φλιτάρω, φυσουνιά, χαοτικός.
Got a better definition? Add it!
Ο πιο δημοφιλής τύπος παπιού στο Ελλάντα. Επίσημα ονομάζεται Honda Cub. Η ιστορία του αρχίζει το 1958, ενώ στην Αθήνα έγιναν δημοφιλή στις δεκαετίες του '80 και '90. Το όνομα του προέρχεται από το ολοστρόγγυλο μπροστινό φανάρι. Άλλες ονομασίες του είναι: στρογγύλι, στρογγύλο, καμπίδι. Είναι διάσημα για τους εξής λόγους:
1) Είναι τα πιο ευκολοδήγητα. Όλοι οι μηχανόβιοι άρχισαν με ένα τέτοιο.
2) Δεν σπάνε, δεν χαλάνε.
3) Έχουν παλιό σύστημα ανάρτησης το οποίο, κατά την διάρκεια του φρεναρίσματος, σηκώνεται πάνω αντί να βυθίζεται κάτω.
4) Είναι το επίσημο μέσω μεταφοράς των κάγκουρων
Υπάρχει και μια παραλλαγή του με τετραγωνισμένα φανάρια που ονομάζεται GLX (τζι-ελ-εξ) ή Τζιελεξούμπα.
- Ο Μάκης πήρε το δίπλωμα για τα 50 κυβικά και ψάχνεται για παπί. Έχεις κάτι υπ' όψιν σου;
- Ναι ρε, ένα στρογγυλοφάναρο. Ό,τι καλύτερο.
- Θυμάμαι ακόμα το πρώτο μου μηχανάκι, ένα στρογγύλο ήταν... Αυτά ήταν μηχανάκια, όχι σαν τα κινέζικα σήμερα...
Got a better definition? Add it!