Selected tags

Further tags

Η πόλη ή περιοχή από την οποία προέρχονται πολλοί κάγκουρες. Κατά το ποδοσφαιρομάνα και άλλα εις -μάνα.

  1. Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω απο τη μεγάλη καγκουρομάνα Θεσσαλονίκη και η ανάσα του μυρίζει τζατζίκι. Πρόκειται για το μεγάλο πολιτιστικό γεγονός της άνοιξης του 2015 που μόλις ανακοινώθηκε, δηλαδή την International eat a πιτόγυρο day. (Luben).
  2. H καγκουρομάνα Δυτική Αττική (όπως περιφρονητικά την αποκαλούν οι υποδέλοιποι κάτοικοι Αττικής), ζει και κινείται σε ένα δικό της, παράλληλο σύμπαν… (Εδώ).
  3. Να δούμε πότε θα βολτάρουμε... -Από που είναι το μηχανάκι σου; -Αυστρία. -Αααα... καγκουρομάνα..
  4. Νορμάλ πράγματα για την καγκουρομάνα πόλη των Σερρών. (Εδώ). Το νορμάλ για την καγκουρομάνα πόλη των Σερρών

  5. Ετσι, για την τιμημένη καγκουρομανα, την Κορυδαλλαρα. (Τουίτερ).

Εναλλακτικώς είναι η γκόμενα μανούλι που αρέσκεται σε κάγκουρες. Βλ. τον ορισμό για τη σελογκόμενα:

Η γκόμενα που προσελκύεται από τον οποιονδήποτε τύπο κάγκουρα που κατέχει οποιοδήποτε είδος μηχανής (απαραιτήτως)... Είναι γκόμενα που το μόνο στάνταρ που έχει για τον υποψήφιο γκόμενο είναι αν έχει μηχανή και πόσο μακριά την πάει στη μια ρόδα... Αλλιώς: η καγκουρομάνα, η ποντικοπηδιόλα

(Εδώ) .

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο "βομβητής όπισθεν", ο μηχανισμός των οχημάτων ο οποίος παράγει δυνατούς και υψίσυχνους διακοπτόμενους ήχους όταν το όχημα κινείται με την όπισθεν, ήχους που θυμίζουν τα τζιτζίκια της φύσης. Τα ηλεκτρικά αυτά "τζιτζίκια" (ο πληθυντικός νομίζω είναι συχνότερος), τοποθετούνται σε οχήματα δύσκολου χειρισμού, όπως τα φορτηγά, ή και σε μικρότερα οχήματα, όπως τα κλαρκ, τα οποία πάντως κινούνται σε χώρους με πεζούς εργαζομένους (βιομηχανίες κλπ) προς αποφυγή ατυχημάτων.

Η συγκεκριμένη σημασία του λήμματος είναι αρκετά συναφής με αυτήν του ορισμού του PUNKELISD.

  1. - Εντάξει, πες ο οδηγός δεν τον είδε, αυτός πώς και δεν το πήρε χαμπάρι, ολόκληρο φορτηγό; Με πέντε πήγαινε, δεν έτρεχε.
    - Ξέρω κι εγώ; Πάντως η νταλίκα τζιτζίκια δεν είχε. Τώρα αν είχε φασαρία στο εργοτάξιο, αν κουβαλούσε κι αυτός κανένα μαδέρι και δεν έβλεπε, δεν ξέρω.
    - Προφ δεν του έκανε κανείς κουμάντο;
    - Όχι. Ρε σου λέω, άγιο είχε ο θείος, το φορτηγό το σταμάτησε ένας άλλος που έτυχε να κοιτάει και έκανε σινιάλο στον φορτηγατζή. Εντωμεταξύ τον είχε ρίξει κάτω, τον είχε περάσει με το λασπωτήρα και οι ρόδες τον φτάσανε στους δέκα πόντους.
  2. Από εδώ: GRADE A": MADE IN AUSTRIA. ΒΟΜΒΗΤΗΣ - ΤΖΙΤΖΙΚΙ 12V - 24V.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν οδηγείς με πολύ μεγάλη ταχύτητα, πλακώνοντας το γκάζι, όταν πας δηλαδή σανιδωμένος, κομμάτια, μαλλιοκούβαρα, πουτάνα κ.τ.ό. Εκτός από αυτοκίνητα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλα οχήματα.

  1. Είμαι που λες δικέ μου, αραγμένος στα Λέδερ θερμαινόμενα καθίσματα σκέτος βούδας υπερδιπλάσιε. Μόλις έχω παραλάβει το καινούριο Φεράρι τούρμπο κάμπριο ενερτζάιζερ με εί μπι ε και αερόσακο και έχω βγει κολλητέ μου στην εθνική για ροντάρισμα. Κάτσε καλά ογκόλιθε έτσι; Μιλάμε για δέκα χιλιάδες κυβικά μηχάνημα δεκαπεντάρι κιβώτιο ταχυτήτων και δεκαπέντε κιβώτια γαριδάκια στο πορτ μπαγκάζ. Έχω γεμίσει και το ρεζερβουάρ σε μία Σι Ελ και κατεβαίνω πλακωμένος στην Εθνική, δίπλα η κυρία, διαβάζει το Μόδα Μπάνιο για να διαλέξει τι μπιντέ θα βάλουμε στο αυθαίρετο. (Χάρρυ Κλυνν, βλ. μήδι).
  2. Όταν ο άλλος κατεβαίνει πλακωμένος από Χαλκιδική (για παράδειγμα), και σου ανάβει και τα φώτα γιατί πας μόλις με 100 (και λόγω βροχής), ε κάτι φταίει. Και αυτό που φταίει, είναι κάτι που λέγεται οδηγική παιδεία (ή πιο σωστά, η απουσία της). Σκέψου μάλιστα, όταν στο κάνει στη δεξιά λωρίδα! (Σαράντα νεκροί σε τροχαίο).
  3. Άρα, αν ερχόταν πλακωμένος ανάποδα τον μονόδρομο στην αριστερή πλευρά του δρόμου και όχι την δεξιά (δηλαδή ο δρόμος δεν είχε ποδηλατόδρομο και στις δύο πλευρές) τότε δεν ήταν σύμφωνα με τον νόμο. (Εδώ).

Στην αρχή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης και ανακατεύω τα πετρέλαια / το χυλό / τη φασολάδα / την κουτάλα / το γιαούρτι.

Χρησιμοποιώ αυτοκίνητο με μηχανικό κιβώτιο ταχυτήτων και όχι αυτόματο και, αναγκαζόμενος να αλλάζω συχνά ταχύτητα (σχέση στο κιβώτιο), υποτίθεται μοιάζω σαν να ανακατεύω με το χέρι μου το καύσιμο του αυτοκινήτου ή ένα φαγητό που βράζει, με κουτάλα τον λεβιέ των ταχυτήτων.

Η έκφραση οπωσδήποτε έχει αρνητική φόρτιση, κατά του μηχανικού κιβωτίου και υπέρ του αυτόματου.

  1. Από εδώ:
    Αλλά βλέπω και τους φίλτατους ταξιτζήδες... Μέχρι τώρα μόνο 3, από τους δεκάδες πούχω χρησιμοποιήσει για μεταφορά, είχαν αυτόματο κιβώτιο και τους ρώτησα : γιατί ρε παιδιά όλη μέρα να ανακατεύετε το χυλό?
  2. Από εδώ:
    Όταν οδηγείς στην πόλη τι να τον κάνεις τον λεβιέ ταχυτήτων; Να σε ταλαιπωρεί; Ή μήπως να ανακατεύεις το γιαούρτι;
  3. Από εδώ:
    Μάλλον το να αλλάζεις ταχύτητας με τα paddles είναι πλέον μόδα -και πιο εύκολο- από το να “ανακατεύεις την κουτάλα”.
  4. Από εδώ:
    “Μου αρέσει να ανακατεύω τα πετρέλαια” θα μου πείτε. Κι όμως, δε μου αρέσει καθόλου και όταν μετακινούμαι μέσα στην πόλη ή όταν ταξιδεύω το απεχθάνομαι, βαριέμαι, κουράζομαι, θέλω ένα αυτόματο κι ας είναι τόσο αργό σαν του [...]
  5. Από εδώ:
    Eμένα πάντως άμα με αξιώσει ο Θεός να πάρω άλλο αμάξι (οχι το vitara δεν το δείνω ποτέ) σίγουρα θα είναι αυτόματο!!!! 20+ χρόνια ανακατεύω την φασολάδα δίπλα μου με το μαρκούτσι, και ακόμα να βράση!! βαρέθηκα!!!
  6. Από εδώ:
    Εκεί μπαίνει και το θέμα κιβωτίου για εμένα. Ίσως είμαι παλιομοδίτης αλλά έτσι έχω μεγαλώσει ανακατεύοντας την βενζίνη....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυασμός κλαρινογαμπρού και κάγκουρα, δηλαδή κάποιος που και επιδεικνύεται με ποζεράδικο τρόπο για να αγρεύσει γκόμενες και το παλεύει με κωλοφτιαγμένα μηχανάκια και αυτοκίνητα κάγκουαρ. Στην ουσία οι κλάριν έχουν πολλά κοινά στοιχεία με τους κάγκουρες, καθώς η καγκουριά αναφέρεται πλέον σε μια γενικότερη συμπεριφορά όχι αποκλειστικώς συνδεόμενη με άουτο/μότο, οπότε η έκφραση είναι εμφατικός πλεονασμός.

  1. Ωραίος!! Μούσι, τατού μανίκι, χέρι έξω από το παράθυρο του Χιουντάι και φουλ Παντελίδης! Πιο κλαρινοκάγκουρας πεθαίνεις! (Από Τουίτερ).
  2. Πέταξε τραπέζι στον Ρέμο την ώρα που τραγουδούσε! Σχόλιο: Κλαρινοκάγκουρας Σαλονικιός. (Από το Φέισμπουκ).
  3. Κλαρινοκάγκουρες με TDM και Scooter με akrapovic που οδηγάνε απο το σπίτι μέχρι τη καφετέρια. (Εδώ).
  4. Εσεις οι κλαρινοκαγκουρες μη την πεφτετε σε οποια γκόμενα βλεπετε στο δρομο γιατι οι σάπιες το παιρνουν πανω τους. (Από Τουίτερ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δοκίμως σημαίνει το μαγαζί που πουλάει λάδι, το λαδάδικο (άνευ λινκ).

(Και για να μη λέτε ότι μόνο του Δον Μήτσου τα λήμματα μυρίζουν θυμάρι, αρμύρα και μελτέμι τσιμπήστε κι ένα παράθεμα από το διήγημα του Στρατή Μυριβήλη "Παναγιά Γοργόνα")

Περνούσαν με μια μπρατσέρα, κι ο εργολάβος τους μαζί, συμφωνημένοι στα βορεινά του νησιού, σ' ένα κεφαλοχώρι, να χτίσουν κάποιο σαπουνάδικο. Στο δρόμο τους πήρε αλακάπα ένα άγριο μπουρίνι. Πήγαν να μπατάρουν εκεί απέξω στον κάβο Κόρακα, σαν αντίκρισαν ξάφνου της Παναγίας τα ράχτα. Γλίτωσέ μας, τάχτηκε ο εργολάβος, και μεις θα σου χτίσουμε ένα ξωκλήσι. Μεμιάς καταλάγιασε ο καιρός, οι μαστόροι και το τσούρμο απάγγιασαν στο μικρό λιμάνι της Παναγιάς. Δέσανε πρυμάτσα και κάμαν το τάμα τους. Γι' αυτό το κλησάκι τούτο μοιάζει τόσο πολύ με μικρό λαδομάγαζο.

Λέσβος η Γοργόνα της Συκαμιάς

Ένα κλικ πιο σλανγκικά είναι το μαγαζί που πουλάει λάδια αυτοκινήτων.

Προς ενημέρωση: Το γνωστό λαδομάγαζο έφερε τα επίσημα λάδια της BMW 10-40, 5-40 και 5-30 σε καλές τιμές.... τσίμπησα κάμποσα λίτρα. (Φόρουμ 4 Τροχών).

Και, τέλος, στο ιδίωμα των μπουρδελιάρηδων, είναι το μασατζίδικο, όπου προσφέρεται βασικά μασάζ με διάφορα έλαια, και εν συνεχεία διάφορες σεξουαλικές "υπηρεσίες" ψιλοάτυπα και αναλόγως της κατάστασης. Βλ. και λαδάδικο, ελαιοτριβείο.

-μην εισαι πολυ σιγουρος για αυτο..μερικες φορες,σου πασάρει γκόμενα, που εχει κανει τα λιγοτερα ραντεβου :P....ΜΟΝΟ σε ΠΟΛΥ δικους της τα κανει αυτα.. ;).
-Γιαυτό και εγώ στην αρχή (όταν το λαδομάγαζο ήταν στον δεύτερο όροφο και πριν γνωρίσω "τι παίζει" με τις λαδοκόρες εκεί (από επιφύλαξη και μόνο) όταν μου πρότεινε η Ζ. μια συγκεκριμένη, διάλεγα πάντα να περάσω στο δωμάτιο μόνο με την ίδια, ώσπου με έμαθε ως μόνιμο δικό της πελάτη και από μόνη της μετά μου πρότεινε τις καλύτερες για τρίο μαζί της με απολύτως εγγυημένα αποτελέσματα (όπερ μεθερμηνευόμενον, να γίνεται μέσα στο δωμάτιο "της τρελής", να να σε αρπάζει η μιά και να λυσσάει πάνω σου η άλλη). (Από μπουρδελοσάη).

Απ' ό,τι διαπιστώνω στον γούγλη, ο σχηματισμός εις -μάγαζο έχει ελαφρώς υποτιμητική χροιά, χαρακτηρίζοντας ένα απλό, ταπεινό μίνιμαλ λαδο-φραπενείο, σε διάκριση ίσως από πιο πορνοντίσνεϊλαντ καταστάσεις με χαμάμ κ.ά.

Καμμια σχεση...... το Γ... 2-4 ειναι προσφατα ανακαινισμενο με χαμαμ ....ειναι ωραιο μαγαζί!!!! το Γ. 1 ειναι ενα απλο λαδομαγαζο (σαν χωρος)!

Και κλείνω, -με τι άλλο;- Μητροπάνο

Κάθε κάμαρα και Lee στα λαδάδικα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μοτοσικλέτα, το μηχανάκι στα κυπριακά, εναλλακτικά προς το συνηθέστερο μοτόρα. Πληθυντικός: ταπουροκωλούες (δες εδώ). Το βρίσκω γραμμένο και ως ταπουροκολού, αλλά και με μία ας πούμε περισσότερο φωνητική γραφή ως τταππουροκολού.

(αψουυυ)
-τι εγινε??
-αα τιποτα αψουριστικα! εμουλαλιτε μηπως θελετε δανειο για καμια ταπουροκολου???
-τι ειναι η ταπουροκολου??
-χαλλόου! μηχανακι. (Στο βιντεάκι πιο κάτω):

Από το 3.27 και μετά

Η ετυμολογία δεν είναι σαφής. Το λολαδερό ως άνω βιντεάκι δίνει την αστειατόρικη "ετυμολογία" ότι ο κώλος σου κάνει "ταπ ταπ ταπ". Πάντως και οι γλωσσολογικές πηγές μου στη μαρτυριάρικη μου λένε ότι θεωρείται ότι λέγεται έτσι επειδή κάνει ταπ ταπ ο κώλος της μοτόρας. (Η συσχέτιση κώλου και εξάτμισης φαίνεται άλλωστε στα λήμματά μας εξάτμιση, μαγκιά κλανιά και εξάτμιση). Ως "προφανή" ετυμολογία δέχεται τα ηχητικά εφέ της μοτόρας και σχολιαστής στου κυρ-Σαράντ, βλ. σχόλιο 12 στον παρακάτω σύνδεσμο:

ο μιτσύς (=μικρός) έπιασε την (τ)ταπουροκολού του. (Σε σχόλιο στου κυρ Σαράντ).

Ας κρατήσουμε πάντως και μια πισινή, μαζί με την παρατήρηση ότι τάπος (ττάππος) είναι ό,τι και η τάπα, δηλαδή ο φελλός του κρασιού και ο κοντός άνθρωπος, δες εδώ.

τώρα ε να πκιάσω την ταπουροκωλού και ναρτω !!. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε προέκταση του γλαφυρότατου ορισμού του Δον Μήτσου, επισημαίνω ότι χρησιμοποιείται και στο ιδίωμα των νταλικέρηδων για να δηλωθεί μία μικρή απόσταση, ένα μικρό σύντομο δρομολόγιο, κατά αναλογία προς τον πολυτραγουδισμένο πορθμό μεταξύ κώλου και μουνιού που ως γνωστόν έχει μήκος δύο δάχτυλα και κάτι.

Κώλο-μουνί το δρομολόγιο σήμερα. Δεν θα αργήσει να γυρίσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης: παντιλικώνω, μπαντιλικιάζω, παντιλικιάζω.

Σημαίνει ότι οδηγώ το όχημα με τέτοιο τρόπο ώστε να πηγαίνει στις στροφές με τις μπάντες, δηλαδή με πλαγιολίσθηση. Για να ελέγχεται το όχημα ο οδηγός πρέπει να κάνει το κατάλληλο παιχνίδι με το γκάζι, τα φρένα και το τιμόνι. Λέγεται και για μηχανές. Το συνηθίζουν ραλίστες, αλλά και κάγκουρες.

Επίσης, συνηθίζεται και στο τρίτο πρόσωπο μπαντιλικώνει κ.τ.ό., για να δηλωθεί ότι το όχημα μπαντιλικώνει.

Πάσα (Δ.Π.): Πονηρόσκυλο.

1. Όποιος έχει οδηγήσει οποιοδήποτε Opel/Saab με κινητήρα πάνω από 200 άλογα ξέρει τι θα πει torque steer. Είναι το ψάρεμα που κάνουν οι εμπρός (κινητήριοι) τροχοί που λόγω του άνισου μεγέθους των ημιαξονίουν μεταφέρουν στο απότομα πάτημα του γκαζιού άνισα τη ροπή δεξιά-αριστερά. Το τιμόνι τραβάει απότομα από τη μία πλευρά (την αριστερή συνήθως) και αν δεν προσέξεις στο προσπέρασμα σκας στον απέναντι. Απαράδεκτο. Όχι όμως και αν το αυτοκίνητο είναι πισωκίνητο. Γιατί τότε έχει «γλέντι», «μπαντιλικώνει», ελαφραίνει απότομα και αρχίζει το ψαλίδισμα της ουράς. Πολύς ο χαβαλές, αλλά είναι ακόμη πιο πιθανό τα γυρίσει και να σκάσει στον απέναντι. Έχει όμως φάση ε;

2. Δεν το λαμπαδιάζω απλά όταν ανέβαινα πάνω Κοζάνη από Αθήνα τότε επειδή το πήγαινα τέρμα συνέχεια 160 - 220 , στο ΣΕΑ Αλμυρού μου τα ξέρασε. Πιο πολύ μπαντιλικώνω, δηλαδή τρελαίνομαι να το διπλώνω συνέχεια (μόλις ζεσταθεί), αλλά τώρα τα έκοψα αυτά μέχρι να δω τι παίζει.

3. Ημουν με 80χλμ και ο τυπος με περασε και συνεχιζε να μπαντιλικωνει μπροστα μου για μεγαλη αποσταση.

4. Οταν ομως ειμαι με το 200αρι αλλαζουν τα πραγματα. Εξακολουθω να μην κανω κοντρες κλπ αλλα εχω αλλο κακο.Driftαρω οπουδηποτε. Εστω και σε ελαχιστο χωρο μεσα σε στενο η και σε λεωφορο αν δεν εχω αμαξια γυρω μου.Εκμεταλλευομαι και την παραμικρη στροφη ενω το παντιλικωνω και σε ευθειες.Ξερω οτι ειναι μεγαλη βλακεια και οι περισσοτεροι οδηγοι τρομαζουν και κανουν στην ακρη,αλλα δε μπορω να το ελεγξω.Κοροιδευω τον εαυτο μου οτι με προκαλει το αμαξι...

(από Khan, 22/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως χαρακτηρισμός ανθρώπου μπορεί να σημάνει μια πληθώρα διαφορετικών πραγμάτων που έχουν να κάνουν με το ότι κάποιος είναι στην τσίτα, σε υπερδιέγερση και έτοιμος να εκραγεί. Λ.χ. μπορεί να σημαίνει έναν μποντιμπιλντερά που είναι φέτες, σφαγμένος κιετς. Μπορεί να σημαίνει κάποιον που είναι σε φοβερή υπερδιέγερση σαν να έχει πιει ένα σωρό Red Bull. Κάποιον που είναι έτοιμος να εκραγεί από οργή ή είναι μονίμως νταής και μπουλίζει ψάχνοντας αφορμή για καυγά. Επίσης, κάποιον που αναπτύσσει μεγάλη ταχύτητα στην οδήγηση κ.ο.κ.

  1. Γελάω όσο σκέφτομαι ότι έχουμε αναγορεύσει τον Βαρουφάκη σε μποντιμπιλντερά, απλώς επειδή πετάνε δυο φλέβες στα μηνίγγια του (τι σου κάνουν οι φλέβες τελικά). Όποιος επιμένει να θεωρεί τον υπουργό μας ως πρότυπο φίτνες ας συγκρίνει μια φωτογραφία του από το Παρί Ματς με τούτον δω την παλιοσειρά (πενηντάρης) τον Helmut Strebl, τον πιο φιτίλια ίσως άνθρωπο του πλανήτη. (Από το Φέισμπουκ).

2. Παντως κρισπ εισαι φιτιλιας.

3. Δεν υπάρχει άνθρωπος που θα με κάνει να απολογηθώ για τις ώρες που δουλεύω, το πότε θα ξεκουράζομαι, είμαι λίγο φιτίλιας τελικά.

O Helmut Strebl (από Khan, 22/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified