Selected tags

Further tags

Αμάξι χαμηλωμένο μέχρι αηδίας. Ανήκει σχεδόν πάντα σε κάγκουρα / κάβουρα. Διαθέτει κατά κανόνα πειραγμένο μοτέρ, εξάτμιση-μπουρί της σόμπας, φιμάτο τζάμι, αυτοκόλλητο με άλιεν ή αράχνη ή σκορπιό κ.ο.κ. Και μόνο του ωστόσο το χαμήλωμα αρκεί για να μεταβάλλει ένα τετράτροχο σε ερπετό και τον ιδιοκτήτη του σε κάβουρα.

Χαμηλωματάκι (έτσι το λένε τρυφερά οι κάγκουρες μτξ τους) γίνεται α) με κατάλληλη ρύθμιση των αναρτήσεων (ελληνικά: αμορτισέρ), β) με προσθήκη υπερμεγέθους πλαστικής ποδιάς περιμετρικά του αμαξίου, στο επίπεδο των τροχών, γ) και με τους δύο ανωτέρω τρόπους (συνηθέστερο).

Λέμε «ερπετό» γιατί, αν δεις το αμαξάκι να σκάει από μακριά, θα νομίσεις προς στιγμήν ότι δεν τσουλάει αλλά σέρνεται, ότι δεν έχει ρόδες κι έτς, αλλά είναι σαν τα Συγκρουόμενα στα Πάρκα της Σελήνης. Η ερπετοποίηση προσφέρει και καλά μεγαλύτερη σταθερότητα σε ψηλές ταχύτητες και κάνει το αμαξάκι να «μπαίνει» καλύτερα σε στροφές, πιο στριφτερό δλδ.

- Μία που το πήρες φίλε το punto και μία που το 'κανες ερπετό. Σσσωραίος τώρα, φτιάχτηκες κανονικά... Πάμε να το μοστράρουμε σε καμιά γκόμενα;
- Ποιος τις γαμάει ρε τις ψώλες; Εγώ ζω για τις διακοσάρες αγόρι μου...
- Αυτά είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πέσιμο. Συνήθως από γλίστρημα ή σε ατύχημα. Συναντάται στην Β. Ελλάδα. Λέγεται και σαβούρντα ή σαβούρα στην υπόλοιπη Ελλάδα.

Έτρεχε ο μαλάκας και πατάει το κορδόνι του και τρώει μια σαβούρτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πινακίδα κυκλοφορίας του αυτοκινήτου ή της μοτοσυκλέτας.

- Δεν οδηγούσα εκείνη τη στιγμή ρε συ, ήμουνα παρκαρισμένος και έβαζα τα εργαλεία στο πορτ-μπαγκάζ.
- Και απ' όλον τον κόσμο εσένα διάλεξε για εξακρίβωση;
- Αυτός μάλλον είδε απ' τα σακβουαγιάζ να εξέχουν σωλήνες και λοστάρια, είδε που δεν είχα τσίγκο στ' αμάξι, σου λέει τι είναι αυτός. Μετά έμαθα ότι από πάνω είχε το πολιτικό γραφείο ένας υπουργός, έδεσε το γλυκό, τρομοκράτης ο κύριος!

Got a better definition? Add it!

Published

Το ξεφούσκωμα λάστιχου ποδηλάτου ή αυτοκινήτου. Η λέξη προέρχεται από τον ήχο που κάνει το λάστιχο όταν τρυπάει και χάνει αέρα. Χρησιμοποιείται κυρίως στη Β. Ελλάδα.

- Ρε συ! Κανε λίγο στην άκρη. Κοίτα την πίσω ρόδα.
- Τι ρε μαν;
- Μαλάκα έπαθες φούιτ!
- Πωωωω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξαιρετικά ανορθόδοξη στάση οδήγησης δικύκλου. Ψαράκι κάνεις όταν ξαπλώσεις φαρδύς πλατύς μπρούμυτα πάνω στη σέλα, έχεις τα χέρια στο τιμόνι και το κεφάλι στο ίδιο (σχεδόν) επίπεδο με τα χέρια.
Σε φάση που σε δει κανείς από μακριά, παίζει να νομίσει πως το μηχανάκι τσουλάει μόνο του και να ψάχνει για οφθαλμίατρο... Τόσο «εξαφανισμένος» γίνεσαι.

Όπως ακριβώς και με τις περίφημες ποδοσφαιρικές κεφαλιές-ψαράκι, η συγκεκριμένη στάση οριζοντίωσης εγγυάται το μέγιστο αεροδυναμικό αποτέλεσμα, καθώς σώμα και μηχανή γίνονται ένα και το αυτό. Εις αμφότερες τις περιπτώσεις, μια κινούμενη βολίδα που κινείται με χίλια προς το στόχο της. Και στη μεν μπάλα ο στόχος είναι το πλεχτό, στη δε άσφαλτο, στόχος είναι η νίκη στον αυτοσχέδιο αγώνα (call me contra) ή εναλλακτικά, η απλή μόστρα, η φιγούρα, η λεζάντα.

Ψαράκια δεν βλέπει κανείς κάθε μέρα μπροστά του, κι υπάρχουν πολλοί λόγοι γι' αυτό. Καταρχήν είναι εξαιρετικά επικίνδυνο. Αν το επιχειρήσεις, θέλει αρχίδια (όπως λέει κι αυτή η διαφήμιση στεγαστικού στην τιβί) και πολύ καλή αίσθηση ισορροπίας. Με την παραμικρή μαλακία θα βρεθείς να έχεις αγοράσει οικοπεδάκι κοψοχρονιά...

Κατά δεύτερον, ψαράκια και λοιπά καραγκιοζιλίκια αποτελούν trademark αγνής καγκουριάς. Δυστυχώς όμως η εποχή της ρόδας τσάντας και κοπάνας μοιάζει να έχει περάσει ανεπιστρεπτί, κι έχει γεμίσει ο κόσμος φλωρομηχανόβιους γιάπηδες που κρατούν καμαρωτοί κάτι εξάμετρα mega-scooter, σωστές βάρκες στο γιαλό, τίγκα στην πλαστικούρα... Αυτοί οι φλωροσκουτεράδες προσπαθούν συνειδητά να διαφοροποιηθούν και να αποστασιοποιηθούν από οτιδήποτε θυμίζει την ένδοξη Δεκαετία του '80 (κόντρες, γκάζια, αλητείες), χασκογελώντας ειρωνικά, πίσω από τη φιρμάτη μασκοειδή τζαμαρία τους, όταν συναντούν τους τελευταίους πιστούς του Παπιού.

Παπάκι και ψαράκι πάνε πακέτο. Το παπί, λατρεμένο φτηνιάρικο εργαλείο των απανταχού καγκουροειδών, διαθέτει απ' τη μάνα του την πλέον αντι-αεροδυναμική θέση οδήγησης. Σου επιβάλλει να κάθεσαι σα να 'χεις καταπιεί μπαστούνι - πράγμα που έχει και τα καλά του - αν όμως θες να είσαι μάχιμος, πρέπει να σγούψεις. Να σγούψεις πολύ, τόσο πολύ που να κολλήσεις με το στήθος πάνω στη σέλα. Να γίνεις δλδ Ψαράκι. Αξίζει τον κόπο: πέρα απ' τη δόξα της νίκης και την αναγνώρισή του ως χερά, ο νικητής μιας κόντρας παίζει να πάρει και το ίδιο το μηχανάκι του χαμένου, αν έτσι έχουν στοιχηματίσει.

Αν θέλει κανείς να βλεφαριάσει κανά ψαράκι (και άλλα παρόμοια ζόρικα κόλπα) ας κατηφορίσει προς τα λιμανάκια της Βουλιαγμένης καμιά Πέμπτη βράδυ και να αράξει στην καντίνα (μία είναι). Με λίγη τύχη, αράζει και απολαμβάνει το θέατρο του παραλόγου, σε μια εποχή που η Λογική έχει προ πολλού βαρέσει κανόνι. Και καλά έκανε.

- Μαλάκα μου, μην πας και κανονίσεις τίποτα την Πέμπτη. Τα στήνει ο Τάσος μ' ένα τύπο από Καλλιθέα. Θα παίξουν τις άδειες...! - Πω ρε φίλε, τι λες τώρα! Παίζει να γίνει και καμιά μάχη μετά... Αν ο καλλιθεάτης ξηγηθεί πούστικα και δεν το δίνει...
- Φίλε, ο τύπος είναι ακροβάτης, δεν πάει για να χάσει. Κάνει παπάδες με το μηχανάκι: όρθιες σούζες, ψαράκια, έντο, ό,τι γουστάρεις κι αγαπάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για το τυπικό σπλάτερ Σαββατοκύριακο κατά το οποίο οι Ελληνικοί δρόμοι αλλάζουν χρώμα.

Σύμφωνα με εκθέσεις της Κομισιόν και της Eurostat, εδώ και χρόνια κατέχουμε Πανευρωπαϊκό ρεκόρ σε θανάτους από τροχαία. Το 2004, αγγίξαμε τους 178νεκρούς ανά εκατομμύριο κατοίκων, ενώ το 2008 ξεπεράσαμε εαυτούς με 212θανάτους αντίστοιχα. Κατά την 35ετία 1965–2000 σκοτώθηκαν 75.000, δηλαδή 5.000 περισσότεροι από όσους απεδήμησαν εις Κύριον στους πολέμους των τελευταίων 100 ετών.

Σε αντίθεση δε με τους κουτόφραγκους, εμείς οι Ρωμιοί έχουμε έξαρση ατυχημάτων τα Σαβανοκύριακα, όταν στις υπόλοιπες χώρες, μειώνονται: το Σαββάτο γίνεται το 12% των ατυχημάτων έναντι του 4% στη Σουηδία και του 7% στην Ισπανία. Αντίστοιχη είναι η κατάσταση και την Κυριακή: έχουμε το 9,3% του συνόλου, έναντι μόλις του 1,7% στην Αυστρία.

Τις πταίει; Η κακή ποιότητα του οδικού δικτύου, η κακώς εννοούμενη παιδεία, η κυκλοφορία φορτηγών το Σαβανοκύριακο, τα διπλώματα οδήγησης που χορηγούνται με γρηγορόσημο, οι κάγκουρες, τα στροφιλίκια, το ότι δεν φοράμε ζώνες και περνάμε το κράνος στο μπράτσο, ο κακός μας ο καιρός και η λεβεντομαλακία που μας δέρνει...

Εκ του σαβάνου και της Κυριακής.

Ασίστ: Τζιμάκος Πανούσης

– Τι κάνεις το σαβανοκύριακο;
– Το Σαββάτο θα πάω στα εννιάμερα του Γιάννη και την Κυριακή θα επισκεφτώ τον αδελφό του στο Κ.Α.Τ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «οδηγώ» για τους κάγκουρες. Ατενσιόν όμως! Δεν αναφερόμεθα μόνον εις τους μηχανόβιους (που ούτως ή αλλέως καβαλάν το άλογό τους και τιγκανά), αλλά ΚΑΙ ΚΥΡΙΩΣ στους αυτοκινητάκηδες κάγκουρες, που έχουν ξεσηκώσει μηχανόβια ορολογία τώρα τελευταία. Οι αυτοκινητοκάγκουρες (αρχετυπική άλλωστε κατηγορία καγκουροειδών) δεν έχουν οι περισσότεροι τα νεφρά για να καβαλήσουν δίτροχο (οι πιο ξήγες το παραδέχονται) κι έτσι περιορίζονται στο να «καβαλάνε» τα καρναβάλια με τα μπουριά της σόμπας και τους τόνους επιπρόσθετης πλαστικούρας. Αν τώρα θέλουμε να βουτήξουμε ακόμη πιο βαθιά στην άβυσσο της ψυχολογίας του αυτοκινητοκάγκουρα, θα ανακαλύψουμε πως χρησιμοποιούν το «καβαλάω», ως ρήμα με κατεξοχήν ενεργητική/επιβητορική σημασία, για να διαδηλώσουν τις άγριες διαθέσεις τους να πιουν το αίμα απ’ το μοτέρ, να ξηλώσουν την άσφαλτο και να στείλουν για τσάι του βουνού όποιον τους λοξοκοιτάξει στο φανάρι. Διότι όπως όλοι γνωρίζουμε «τη μηχανή την πας εσύ, το αμάξι σε πάει αυτό». Η χρήση λοιπόν του «καβαλάω» εντάσσεται στην προσπάθεια αναίρεσης της ως άνω κοινά αποδεκτής πρότασης, την αποτίναξη του στίγματος του «αυτοκινητάκια» (που συνειρμικά παραπέμπει εν μέρει σε παππουδίστικες και καρεκλάδικες καταστάσεις) και την εξομοίωση με τους κατεξοχήν ινδιάνους, τους ένδοξους δικυκλιστές.

- Ο Θανασάκης φίλε χτύπησε το μαζντάκι το RX 8! Μεταχείρα βέβαια, αλλά το αμαξάκι γαμεί...
- Το ξέρω, το ‘χω καβαλήσει από έναν ξάδερφο. Καυλόγκαζο, αλλά εγώ φίλε όρεξη να αλλάζω μοτέρ κάθε 1000 χιλιόμετρα δεν έχω...
- Καλά ρε έμπειρε, χαλάρωσε λίγο... Πες καλύτερα ότι σ' έφαγε η ζήλια να 'σαι μέσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οδήγηση αυτοκινήτου που στις στροφές το αυτοκίνητο πάει με τις μπάντες, δηλαδή με πλαγιολίσθηση.

Προϋποθέτει μεγάλη εμπειρία και ικανότητα γιατί ο έλεγχος του οχήματος επιτυγχάνεται με κατάλληλο χειρισμό γκαζιού, φρένων και ανάποδου τιμονιού. Είναι ο τρόπος που οδηγούν όλοι οι επαγγελματίες ραλλίστες, αλλά και μοτοσυκλετιστές, στο WRC για αυτοκίνητα και στο μότο κρος για μοτοσυκλέτες.

Μπαντιλίκια κάνουν όμως και πολλοί επιδειξίες οδηγοί, είτε για επίδειξη είτε για κόντρα με κάποιον άλλο οδηγό, μερικές φορές με ολέθρια αποτελέσματα.

Τις προάλλες που έστρωσε για καλά το χιόνι, βγήκα τσάρκα με τη μπέμπα και ξεσκίστηκα στα μπαντιλίκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να δείξει το κακό αποτέλεσμα που έχουν βιαστικές ενέργειες. Επίσης χρησιμοποιείται (και μάλλον από εκεί προέρχεται κιόλας) σε περίπτωση αυτοκινήτου που παίρνει μία στροφή με μεγάλη ταχύτητα και το αποτέλεσμα είναι να σκάσουν τα λάστιχα (λόγω «άτσαλης» εξόδου) και να μείνει με τις ζάντες.

- Τι έγινε τελικά, ξέμπλεξες με την χθεσινή υπόθεση που έλεγες ότι θα είχες ολοκληρώσει μέχρι σήμερα;
- Άσ' τα μαλάκα. Μπήκα με τις πάντες και βγήκα με τις ζάντες!!! Σιγά μην τελείωσα. Θα μου πάρει καμιά βδομάδα ακόμα όπως το κόβω... Δεν είχα λάβει υπ' όψη μου όλα τα δεδομένα και την κάτσαμε τη βάρκα...

Δες επίσης και μπαίνει με τις μπάντες, φεύγω με τις μπάντες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ γρήγορα, του σκοτωμού, μαλλιοκούβαρα, κουβάρια, σπασμένος. Όρος του ευγενούς μηχανοκίνητου αθλητισμού.

- Και που λες φίλε, ξεκινάμε με τα μηχανάκια από Αθήνα στις 12 και στις 3.30 πίναμε καφέ στο Λευκό Πύργο...!
- Έλα ρε γίγαντα... Φαντάζομαι πόσο πουτάνα πηγαίνατε...
- Δεν πέσαμε κάτω απο 210. Και σερί, χωρίς στάσεις, έτσι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified