Further tags

Η τσιμπουκλού ή πιπού που έχει γράψει πολλά πεοχιλιόμετρα κάνοντας στοματικό σεξ. Μάλλον βγαίνει από τις τσιμπουκοδρομίες.

  1. ιβανα υπερτατη τσιμπουκοδρομισσα με 9 νταν στο γλυψιμο και αλλα 9 στο γυαλισμα

  2. Είμαι αρκετά περίεργος να δω την καινούρια τσιμπουκοδρόμισσα.

  3. Έχω τις καλύτερες εντυπώσεις από τις τσιμπουκοδρόμισσες της...

(Αμφότερα και τα τρία από μπουρδελοσάη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

χυσοβολή, χυσοβόλι

Η κατά βούληση εκτόξευση σπερματορουκετώνε.

- ρε τραβατε και οι δυο σας μην σας ριξω καμια χυσοβολη που λετε οτι πληρωσατε εμενα.. :zfuck: τους πολιτικους πληρωνετε στρακι... (δώθε)

- Για να μην βγω έξω και γαμήσω το σάψαλο εριξα την έτοιμη απο νωρίς χυσοβολή μου και πήγα για άλλα. καλή διάθεση γενικότερα το καυλακι με τα ωραία ματια... (κείθε)

- ΑΥΤΗ Η ΠΟΥΤΑΝΙΤΣΑ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΧΥΣΟΒΟΛΙΑ ΕΙΝΑΙ ΚΟΠΡΟΓΕΝΝΗΜΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΤΗΣ ΑΚΟΥ ΕΚΕΙ ΝΑ ΠΑΡΕΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΔΟΣ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΚΕΜΑΛ ΑΤΤΑΤΟΥΤΚ... (φωνακλάδικο χυσαυγό, παραδίπλα)

Ιαπωνιστί: το μπουκάκι.
Προς το λυρικότερο: το χυσοβρόχι.

Εκ των χύσια και βάλλω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

γαμάω τους περίεργους

"Πληρωμένη" απάντηση στην ερώτηση "τι κάνεις;" ή "τι δουλειά κάνεις;"
Λέγεται συνήθως:
1. Όταν ο άλλος έχει καταντήσει τσιμπούρι με τις ενοχλητικές και αδιάκριτες ερωτήσεις του και θέλουμε να τον ξεφορτωθούμε με όχι και πολύ... ευγενικό τρόπο.
2. Χάριν αστεϊσμού μεταξύ κολλητών.

- Και δε μου λες, εσύ από πού τα ξέρεις όλ' αυτά και ανακατεύεσαι; Τι δουλειά κάνεις;
- Γαμάω τους περίεργους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

- Μήτσο έχεις μεγάλο σπίτι;
- Ναι, είναι αρκετά ευήλιο, και μάλιστα και πολύ ευγάμηστο;)

Χρησιμοποιείται για να προσδιορίσουμε ένα τόπο-χώρο που προκαλεί των-την ληπτη σε γεματες σεξουαλικες συζητήσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν πολλές γκόμενες κάνουν μπάνιο όλες μαζί σε πισίνα, σε τζακούζι ή σε κάποιο σημείο της θάλασσας.

Θα βουτήξω στη μουνόσουπα

λεζάντα εικόνας

Got a better definition? Add it!

Published

Μην μπερδεύεστε. Το λήμμα δεν αποτελεί ούτε προσταγή, ούτε προτροπή. Είναι επιθετικός προσδιορισμός που χαρακτηρίζει περιφραστικά μια γυναίκα θελκτική, παθιάρα, με ωραίες αναλογίες και καμπύλες, με σαγηνευτικό ντύσιμο και βλέμμα, έναν κόμματο, μια μουνάρα, μια θεογκόμενα και πάει λέγοντας.

Ο αφηγητής στην αντροπαρέα: -Κι εκεί που καθόμαστε στο καφέ, σκάει η Σούλα μαζί με την ξαδέλφη της απ το χωριό, που ήρθε να την δει στην Αθήνα. Μια γκόμενα, μα τι γκόμενα ?! :"μαζευτείτε να την παίξουμε".

Got a better definition? Add it!

Published

Χρησιμοποιείται και σαν προσβολή, με την έννοια του πεοθηλασμού.

Πάρε μου μια πίπα ρε μαλάκα, που τολμάς και μου αντιμιλάς κιόλας!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε μεταφορικά για κάποιον που γλείφει για να πετύχει τον σκοπό του.

— Τελικά την πήρε ο Αντώνης την προαγωγή.
— Αφού έκανε πίπες στο αφεντικό, πώς να μην την πάρει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμιέμαι, έχω σεξουαλικές σχέσεις με κάποιο άτομο.

- Δε με λες κοπελιά, το πας το γράμμα;
- Α' να χαθείς ηλίθιε!

(από Khan, 18/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαρ όπου βρίσκουν συντροφιά μοναχικοί τύποι... με το αζημίωτο πάντα!!!

- Ανησυχώ για τον Μπάμπη... αν δεν βρει σύντομα γκόμενα θα καταλήξει να συχνάζει σε κωλόμπαρα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified