Aν βγείτε έξω και περάσετε ένα δεκάλεπτο παρέα με Αλβανούς ή άτομα που κάνουν παρέα με Αλβανούς θα ακούσετε περίεργες λέξεις όπως «ταβέ» «πίδι» «κουρβ» και άλλα πολλά. Επειδή λοιπόν οι Ελληνικές βρισιές δε μας αρκούν είπαμε σαν λαός να κάνουμε λίγο τούτι-φρούτι το υβρεολόγιο μας προσθέτοντας βρισιές της γειτονικής χώρας. Παρακάτω αναγράφω τις ποιό δημοφιλείς βρισιές:

Ταβέ: Στο(ν) ακουμπάω (πολύ συχνά λέγεται ως απάντηση στο ναι, ε;, και;, ρε)
(Τε) Κίφσα: (Σου) γαμώ
Ροπ: Οικογένεια, το σόι
Μπιθ: ο κώλος
Κούρβ: η πουτάνα
Μότρεν: η αδερφή (προσοχή! όχι ο ομοφυλόφιλος!)
Πίτσκ(α): το μουνί
Πίδ(ι): και πάλι το μουνί
Λόκε: η πούτσα
Κοκ(ε): το κεφάλι (και οι δυο σημασίες)
Τόπε: το αρχίδι (τόπε τόπε ο παπαγάλος)
Κάρι: ο πούτσος (βάρι κάρι: κρέμασε το στο πούτσο σου: μη δίνεις σημασία)
Ταφούτ κόχι: δεν είμαι σίγουρος για την ακριβή σημασία της, πρέπει να έχει σχέση με το ταβε. Κλασσική απάντηση στο όχι (μάλλον όχι αυτό του Μεταξά.)
Μπόλε: η μπάλα, το αρχίδι
Τε ραφτ πίκα: να πέσει πάνω σου κατάρα
Τε ραφτ κανσέρι: να πάθεις καρκίνο (και όχι κασέρι)

[I]ΣΥΝΤΑΞΗ[/i]
(αφορά το τε κίφσα)
Η σύνταξη είναι πολύ απλή:
Τε κίφσα + (οτι θέλουμε να γαμήσουμε εκείνη τη στιγμή)
π.χ. - Τε κίφσα ροπ: γαμώ το σόι σου
- Τε κίφσα μπίθεν: γαμώ τον κώλο σου, κ.ο.κ

Αυτά είναι τα βασικά. Ενδέχεται να έχω κάνει αρκετά λάθη καθώς δε την ομιλώ την γλώσσα. Διορθώσεις δεκτές.

Δε χρειάζονται...

(από HODJAS, 09/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H αλλαξοκωλιά, το αμοιβαία επωφελές αλισβερίσι, το quid pro quo που λέγανε και οι αρχαίοι ημών λατίνοι.

Τα κινεζοτζαπόνια το προφέρουν αραξοκώλι.

1. «Υπάρχει δυστυχώς μια δικτατορία των μετρίων στην Ελλάδα, μια φοβερή αντινομία μεταξύ των απόγονων των αρχαίων Ελλήνων και των σημερινών μετρίων. Πώς συμβιβάζεται αυτό δεν ξέρω, είναι γόρδιος δεσμός. Δυστυχώς στο χώρο του τραγουδιού είναι άφθονος. Βλέπει τ'όνομά του και παθαίνει ονείρωξη ο άλλος, τι να πεις». Ξεσπάει, «είναι το αλλαξοκώλι των εταιρειών δίσκων και των τραγουδιστών...»

2.
Κομμάτι του Ελληνισμού είναι και η Κύπρος και ο ξεβράκωτος πολιτικός λόγος που ακούγεται δεν βοηθά σε τίποτε γιατί μιά μέρα θα ξεσπάσει και εδώ κάτι αν δεν δωθούν απαντήσεις στα σκάνδαλα του Χρηματιστηρίου,το άδικο χαμό των 121 συνανθρώπων μας,τις κάμερες,τα ελικόπτερα,τις μίζες,το Γενικό Νοσοκομείο,τον ξυλοδαρμό των φοιτητών απο την αστυνομία,την κάλυψη των εγκληματικών στοιχείων,αν δεν σταματήσει το αλληλοχαίδευμα των εφημερίδων,των καναλιών και το αλλαξοκώλι των δημοσιοκάφρων.

3.
Ο μπαμπάς του Γιωργάκη εφηύρε το αλλαξοκώλι του δημοσίου και τις πρόωρες συνταξιοδοτήσεις για να βολεύονται ακόμα περισσότεροι «πρασινο»-φρουροί.

(από Khan, 08/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Παίζει και σε «άλλο μου 'δειξες, άλλο μου 'μπηξες».

Με ξεγέλασες, με εξαπάτησες, μου την έφερες. Μου έκρυψες την πραγματική αλήθεια ή μέρος της, με παραπλάνησες, με άφησες να πιστεύω ό,τι, και τελικά τον ήπια χαλαρά επειδή σε εμπιστεύτηκα. Μου 'ταξες λαγούς με πετραχήλια και στο τέλος πήρα το μακρύτερο, που σημειωτέον δεν ήταν αυτό που ήθελα να πάρω.

Η έκφραση στην κυριολεξία της εννοείται ότι αναφέρεται σε ένα δραματικό σκηνικό σεξουαλικής φύσης ή με σεξουαλικό υπονοούμενο, σε φάση:

Το αντικείμενο, έχει δει στο διαφημιστικό φυλλάδιο (λέμε τώρα) που τού 'δειξε το υποκείμενο, μία ξεχωριστή πωσνατημπώ (υπονοούμενο για την λέξη «πούτσα» για όσους δεν κατάλαβαν), όμορφη, τροφαντή, στρουμπουλή, λαχταριστή και τέλος πάντων του γούστου του, γεγονός που του δημιούργησε προσδοκίες για τρελά γλέντια, σουπεροργασμούς και αμοιβαία διασκέδαση...

...όταν όμως ήρθε εκείνη η ευλογημένη ώρα να την φάει επιτέλους (και αφού βεβαίως το τίμημα είχε ήδη πληρωθεί ή τεσπά είχε γίνει η κατάσταση μη αναστρέψιμη), το αποτέλεσμα είναι απογοητευτικό. Η πωσνατημπώ (υπονοούμενο για την λέξη «πούτσα» για όσους δεν κατάλαβαν και πάλι, δηλαδή έλεορ), που μπήκε ήταν άλλη, πολύ κατώτερης ποιότητας από αυτή που είχε αρχικά επιδειχθεί κι έτσι το αντικείμενο, αντί για την απόλυτη ικανοποίηση που ανέμενε βάσει των δεδομένων που του είχαν παρασχεθεί, τελικά γαμήθηκε με αμμοχάλικο όπως δεν ήταν, αλλά θα έπρεπε να ήταν, αναμενόμενο.

Η φράση «άλλη μου 'δειξες, άλλη μου 'μπηξες» λέγεται συνήθως με ύφος παραίτησης, θλίψης και περισυλλογήςγια το νόημα της ζωής και όχι τόσο με μήνη, κακία ή εκδικητικότητα. Τον ήπιαμε τον τιμημένο, ναι τον ήπιαμε, έφταιγε ο άλλος, ναι έφταιγε, αλλά δεν θα αντιδράσουμε: απλά θα υποχωρήσουμε με μεγαλοπρέπεια και θα αφήσουμε το σύμπαν να αντιδράσει για πάρτη μας, ώστε να επέλθει η απαιτούμενη ισορροπία.

Εδώ που τα λέμε τώρα, σε τέτοιες περιπτώσεις, και το σύμπαν που σε καθοδήγησε να εμπιστευτείς τον μαλάκα, «άλλη σου έδειξε άλλη σου έμπηξε». Πίκρα; Νιεεε, όλα εδώ πληρώνονται, νομίζω;;

Παραδειγματάκι 1:
- Μου 'ταξε ότι όταν θα έβγαινε, θα με έκανε General Office Assistant λέει, τίτλος με αρχίδια! Και κοίτα που κατάντησα τώρα όλοι να τα ξύνουν και μένα να 'χει πιξελιάσει η μούνα μου. Τελέρε φίλε, θα πάω να του πω, ετσίπαμε; Καλά σου ρε, καλά σου, άλλη μου 'δειξες άλλη μου 'μπηξες, αλλά από το Θεό θα το 'βρεις παλιόπουστα, κάτσε τώρα να σου φτύσω στον καφέ ασταδγιάλα. Όχι, αυτό δεν θα του το πω, να πα να γαμηθεί, να τον φάει ο σταφυλόκοκκος και να μην ξέρει από πού του 'ρθε.

[σ.ς. άσχετο - αυτό το να μου φτύνει τον καφέ ο βοηθός μου, με ροχάλα τίγκα στο μικρόβιο και μετά να χορεύει πανσέληνο πάνω από τον τάφο μου, είναι προσωπικός εφιάλτης, δηλαδή νιώστε έτσι;].

Παραδειγματάκι 2:
Εδώ: ...Άλλωστε η ίδια δεν είχε διστάσει να κάνει προσωπική εκστρατεία συλλογής των ψήφων των ομοφυλοφίλων στο δεύτερο γύρο των εκλογών. Προφανώς και στη Χιλή ισχύει το «άλλο μου 'δειξες, άλλο μου 'μπηξες».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιότερης κοπής έκφραση διασαφηνιστικού χαρακτήρα. Βάζει τα πράγματα στη θέση τους όταν ο συνομιλητής μας τείνει να συγχέει ετερόκλητες έννοιες π.χ. τις βούρτσες με τις πούτσες.

Δεν γνωρίζουμε ποια ακριβώς ήταν η Μάρω - αν και πληροφορίες μη διασταυρωμένες αναφέρουν ότι επρόκειτο για εξαδέλφη της Χάιδως.

Περισσότερα είναι γνωστά για τους Τουπαμάρος. Ήταν ένα αριστερό κίνημα στην Ουρουγουάη στις αρχές της δεκαετίας του '70 - έμειναν γνωστοί ως αντάρτες των πόλεων με ειδικότητα στις πολιτικές απαγωγές. Τουπάκ Αμάρου, εξ ου και Τουπαμάρος, ήταν το όνομα δυο βασιλέων των Ίνκας που είχαν δώσει σκληρές μάχες κατά των Ισπανών κατακτητών - βλ. και Οι 7 κρυστάλλινες μπάλλεςκαι Ο Ναός του Ήλιου από τις Περιπέτειες του Τεν Τεν, εκδόσεις Μαμούθ Comix, για μια εις βάθος ιστορική ενημέρωση.

- Σιγά, Κωστάκη ... να μην τα ισοπεδώνουμε όλα ... καλός ο Αλέξης, δε λέω, αλλά, άλλο Αλέξης κι άλλο Ανδρέας ... να μην μπερδεύουμε και τις βούρτσες με τις πούτσες ...
- Έτσι είναι Κωστάκη μου, καλά τα λέει ο θείος ... δεν είναι όλα ίδια κι όμοια ... άλλο Τουπαμάρος κι άλλο το μουνί της Μάρως ...
- Νταξ, no problem, πίσω έχει η αχλάδα την ουρά ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλαδή χωρίς δόντια.
Είναι το στοματικό σεξ απο γυναίκα σε άντρα προσεκτικά χωρίς να «δαγκώνει». Υποτιμητικά κυρίως αν κάποια μεγάλη σε ηλικία κάνει στοματικό σε νεότερό της.

- Καλά ρε μαλάκα πήγες με την διευθύντριά σου; Αυτή σου ρίχνει 20 χρόνια! - Ναι αλλά κάνει ένα στοματικό άλλο πράγμα.. - Κατάλαβα.. Αμασέλωτο!

Got a better definition? Add it!

Published

Αμφίψωλο σημαίνει στην καθαρεύουσα το γνωστό σάντουιτς.

Είχαμε πάει πέρσι στη Πάρο με τον Ανδρέα κα γνωρίσαμε μια Γαλλίδα, έκφυλη σφόδρα! Τελικά το βράδυ την αμφιψωλιάσαμε!

(από Khan, 16/07/14)Όταν οι άλλοι τρώγανε βαλανίδια αντί για αμφίψωμον, εμείς οι Έλληνες είχαμε εφεύρει το αμφίψωλον. (από Khan, 17/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεταφορά αυτή λοιπόν χρησιμοποιείται για τους μουνόδουλους, τα όντα που όταν δουν οτιδήποτε θηλυκό γίνονται μπουχοί και το παίρνουν από πίσω. Περιγράφει γλαφυρά την δύναμη της γυναίκας και την επιρροή της πάνω στο ανδρικό φύλο.

Εγώ πάντως το εκλαμβάνω ως εξής: ο άντρας για να ρίξει σεχ θα κάνει ότι πιο μαλακισμένο θέλημα του ζητηθεί από το εν λόγω θηλυκό.

— Πάει και ο Σάκης, τον είδες; Όλα τα ψώνια τις πληρώνει.
— Μουνόδουλος τέζα. Αν δεις καράβι στο βουνό, μουνί θα το 'χει σύρει...

(από Galadriel, 14/09/12)

Βλ. επίσης και το μουνί σέρνει καράβι και το αιδοίο σύρει πλοίο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μία ακόμη τρανή λαϊκή ατάκα πολύ χρήσιμη όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με κάποιον ο οποίος κολλάει σε λεπτομέρειες.

Πρωταγωνίστρια της φράσης η γνωστή μας άγνωστη Μάρω, η οποία συχνά αναφέρεται μαζί με το μουνί της. Όχι επειδή έχει κάποιο γυναικολογικό πρόβλημα ή επειδή το γεννητικό της όργανο έχει κάποιες παράλογες ιδιότητες, απλά επειδή ο όρος «μουνί» συναντάται πολύ συχνά στις ελληνικές ρήσεις και το όνομα Μάρω βολεύει πολύ στο να σχηματίσουμε ρίμες (η ρίμα δίνει στόμφο, μπρίο και κύρος στην έκφραση - χώρια που αποστηθίζεται ευκολότερα). παραδείγματα :άλλο Τουπαμάρος κι άλλο το μουνί της Μάρως, κάτσε Μάρω να στον βάλω, και πολλά ακόμη που δεν θυμάμαι, αλλά που σίγουρα σας έρχονται στο μυαλό.

Στην ρήση αυτή, η Μάρω αντιμετωπίζει ως πρόβλημα τη μελανότητα του μουνιού της. Εννοείται όχι του οργάνου, αλλά του τριχωτού αυτού. Καταλαβαίνουμε λοιπόν πως η Μάρω γκρινιάζει για κάτι που το έχουν οι περισσότερες γυναίκες. Ενώπιον αυτής της κατάστασης μπορούμε να σκεφτούμε:

***** γιατί τη Μάρω την ενοχλεί κάτι που είναι κάπως αυτονόητο; και που σε τελική ανάλυση δεν της δημιουργεί κανένα πρόβλημα; Οι υπόλοιπες τί να πουνε δηλαδή; ή οι υπόλοιπες γιατί δεν ενοχλούνται; ποιο είναι τελοσπάντων το κόλλημα της Μάρως στον εγκέφαλό της;
***** η Μάρω δεν έχει με τίποτα άλλο να ασχοληθεί και ασχολείται κυριολεκτικά με τρίχες. ***** η Μάρω μπορεί να έχει όλου του κόσμου τα καλά, αλλά την ενοχλεί κάτι ασήμαντο. ***** αφού έτσι κι αλλιώς το μουνί μαύρο είναι, τί έχει να φοβηθεί;

Επομένως από τους παραπάνω συλλογισμούς αντιλαμβανόμαστε πια την έννοια της έκφρασης, δηλαδή ότι κάποιος πνίγεται σε μία κουταλιά νερό, αρπάζεται από κάτι άσχετο και φοβάται / αναστατώνεται / θυμώνει / γκρινιάζει και μας σπάει τα νεύρα.

  1. - Μα σοβαρά τώρα, ο Νώντας δεν θέλει να μου ξαναμιλήσει επειδή δεν του είπα γεια όταν τον είδα;;
    - Ε τι περιμένεις ρε Δημήτρη... Έτσι είναι ο Νώντας, ανάγκη που 'χει η Μάρω, που είν' το μουνί της μαύρο.

  2. - Και εκεί που πηγαίναμε τον πατέρα μου στα επείγοντα, πετιέται και μία χαζή και μου κάνει μία λακκούβα μπροστά στ' αμάξι... γάμησέ τα!
    - Α, ρε Στέλιο... Ανάγκη πού'χει η Μάρω που είν' το μουνί της μαύρο...
    - Τί εννοείς;;;;;

(από ironick, 21/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν για κάποιον λέμε ότι «του άνοιξε» εννοούμε του άνοιξε ο κώλος. Επικρατεί ο ανοιχτός κώλος λόγω διείσδυσης να θεωρείται κάτι σαν γούρι που φέρνει καλή τύχη.

Ντάξει! Έβαλε τρίποντο με κλειστά μάτια από το κέντρο του γηπέδου! Του άνοιξε κανονικά!

(από Khan, 29/01/12)

βλ. και σούφρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Αντίπαλον πέος»: φόβος από ισόπαλο ανταγωνιστή, αίσθημα φόβου που προέρχεται από εχθρό εξ ίσου ισχυρό // εχθρός, αντίπαλος, ανταγωνιστής, αντίμαχος, αντίζηλος. Π.χ. «Αυτό που κρατά τη μεταξύ τους ισορροπία είναι το αντίπαλον πέος».

Πρβλ. Θουκ. ΙΙΙ 11,2: ''Το δε αντίπαλον πέος μόνον πιστόν ες ξυμμαχίαν. Ο γαρ παραβαίνειν τι βουλόμενος τω μη προέχων αν απελθείν αποτρέπεται''.

Μπορούσε να λέγεται και «Αντίπαλων δέος», αλλά τετριμμένα λόγια

Ξέροντας τα μυστικά όπλα των Εγγλέζων (και είναι γεγονός): οι βόμβες που προκαλούν ομοφυλοφιλία. Τη ρίχνεις στον αντίπαλο, αλληλοπηδιούνται και που όρεξη για πόλεμο. Ε καλά τι άλλου είδους βόμβα θα είχαν ανακαλύψει οι ανγκλέζοι, παρά την πουστόβομβα…

Τέλος πάντων, το αντίπαλων πέος μετρά και κρατά ισορροπία στον κόσμο.

Πως όμως ξέρομε το μέγεθος του οχθρού, όρε; Στέλνομε μία κατασκοπίνα να γυρίσει πίσω και να μας πει. Αν δεν γυρίσει όμως να μας το πει, τότε χάσαμε το παιχνίδι: είναι μεγαλύτερος ο εχθρός…

Κατασκοπίνα σε αντίπαλη κατασκοπίνα, που συναντήθηκαν μετά το πέρας των αποστολών τους σε ένα καφέ:
- Άσ’ τα μωρέ, μπάμια το καβλάκι του δικού σου… - Ναι μωρέ, το ίδιο του δικού σου!
- Άντε, ας τελειώσουμε το καφεδάκι και να τους πούμε τα μαντάτα να ηρεμήσουμε.

Άλλο Poetry και άλλο Pottery! (από Vrastaman, 15/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified