Όργανο αυνανισμού που συνίσταται σε έναν δονητή προσκολλημένο σε μια φουσκωτή μπάλα εκγύμνασης με δυο πλαστικά χερούλια. Λειτουργεί μέσω της εκούσιας αναπήδησης του υποκειμένου.
Το μαλακιστήρι.
Όργανο αυνανισμού που συνίσταται σε έναν δονητή προσκολλημένο σε μια φουσκωτή μπάλα εκγύμνασης με δυο πλαστικά χερούλια. Λειτουργεί μέσω της εκούσιας αναπήδησης του υποκειμένου.
Το μαλακιστήρι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πρόκειται για την πεολειχία, την πίπα, το κλαρίνο, τον στοματικό έρωτα.
Δανειστήκαμε την λέξη από το Τουρκικό çubuk, πού σημαίνει ραβδί ή κλωνάρι και με την σειρά του ετυμολογείται εκ του μεσαιωνικού Περσικού chobag που έχει τον ίδιο ορισμό. Μεταφορικά συνδέεται με το çubuk, την πολυτελή δηλαδή πίπα πού κάπνιζαν οι προύχοντες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Συνήθως είχε κεχριμπαρένιο επιστόμιο, μακρύ (έως και 1.5 μ) στέλεχος από πολύτιμο ξύλο και πήλινο λουλά.
Στη σύγχρονη Τουρκία, η λέξη αυτή δεν αποδίδει ούτε την σύγχρονη πίπα (είδος καπνιστή), αλλά ούτε και σλανγκιστί το γλειφοπούτσι. Αντίθετα η λέξη boru (εκ τού οποίου και η δικιά μας μπουρού) σημαίνει πίπα και ενέχει σλανγκικές διαστάσεις, όπως και το saksafon.
Γλωσσολογικό συμπέρασμα: το τσιμπούκι υφίσταται Ελληνική σλανγκική αδεία. Το δε σλανκικό δαιμόνιο της φυλής απογείωσε την έννοια σε άλλους γαλαξίες αγγελικών κλαρίνων (βλ. παραδείγματα).
Όταν οι γηραιοί αλβιώνες give a blowjob και οι Γαλάτες σύμμαχοί μας taillent une pipe, το καθ' ημάς γαμαμούτρα περιλαμβάνει επώνυμα τσιμπούκια με σήμα το Λιοντάρι και επιδέξιες πεολ(ε)ιχούδες με μαύρη ζώνη στο τσιμπούκι κι ένα νταν! Eμείς έχουμε τσιμπουκομικρούλικα όρθια τσιμπούκια, δίμετρες τσιμπουκλούδες με παχυλά τσιμπουκόχειλα, πιπινέζες γκουρμέ, πεσκανδρίτσες που από ασχημόπαπα μετουσιώνονται σε κύκνους με τα χυμώδη πεοχειλουδάκια τους καθώς σε πιπώνουν μονοφωνικά τε και στερεοφωνικά και άμα λάχει σου ρίχνουν ναι κάνα χυσόφιλο για τσιμπούμεραγκ!
Got a better definition? Add it!
Σοφή παροιμία των αρχαίων Σουμερίων, επίσης συναντάται και στην μορφή τρεις τον πούτσο κλαίγανε με πολλαπλές χρήσεις στην καθομιλουμένη. Για έμφαση μπορεί πριν την έκφραση να χρησιμοποιηθεί και το άιντεεεεεεε και για ακόμα μεγαλύτερη έμφαση να συνοδεύεται από χαρακτηριστική κίνηση παλινδρόμησης της χούφτας.
Με την έκφανση αυτή, συχνά χρησιμοποιείται ανάλογα με την περίσταση, ως συνώνυμη με άλλες εκφράσεις (χαμηλότερου και λαϊκότερου επιπέδου ασφαλώς) όπως άρες μάρες κουκουνάρες, άρτσι μπούρτζι και λουλάς, ό,τι να 'ναι να ‘χαμε να λέγαμε, καλά κρασιά, εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται ή σε διάφορους συνδυασμούς αυτών.
Σε κάθε περίπτωση χρησιμοποιείται ως σχόλιο σε κάποιο γεγονός ή κάποια δήλωση άλλου, σε έκφραση διαφωνίας, απαξίωσης, αποδοκιμασίας, περιφρόνησης, βδελυγμίας κ.λπ. ή και ως διαπίστωση πλήρους ασυνεννοησίας μεταξύ δύο ομιλητών.
- Άσε με ρε έχω φορτώσει, πήρε η διευθύντρια και μου ζήταγε μέσα στον χαμό, να της στείλω σε excel ανάλυση ανά τμήμα για το ετήσιο κόστος του χαρτιού υγείας.
- Άιντεεεεεεεεε, τρεις τον πούτσο κλαίγανε πέστης…
- Μωρέ Σούλα, έχω τραπέζι τους κουμπάρους μου, πες κάτι εύκολο και γρήγορο να φτιάξω εσύ που είσαι μαστόρισσα σε αυτά.
- Α, μια ωραία συνταγή είναι το ζαρκάδι με μύρτιλλα και σως πριμαβέρα.
- Αμάν ρε Σούλα, τρεις τον πούτσο κλαίγανε, εύκολο και γρήγορο σου είπα…
- …και του λέω, πες ρε Γιώργο κανα πικάντικο νέο τις τελευταίες μέρες που δεν μιλήσαμε… και τι μου λέει το άτομο; «βρήκα ένα κόλπο με το spacebar και πέρασα στην επόμενη πίστα»
- Πώωω, τρεις τον πούτσο κλαίγανε, το άτομο είναι εντελώς καμένο.
Σχετικά: ωραία φέτα, τρία πουλάκια κάθονται, καλά, πιάσε μια Amstel, του Κίτσου η μάνα κάθονταν, από την πόρτα σου περνώ..., τζούρα μαχαλάς κι αέρας πελεκούδια
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για το πρώτο (γνωστότερο, δημοφιλέστερο και περισσότερο χρησιμοποιούμενο) μέρος της παροιμίας: Του κώλου τα εννιάμερα - του πούτσου τα σαράντα.
Background / παρασκήνιο: Τα «εννιάμερα» και τα «σαράντα» είναι μνημόσυνα. Τα μνημόσυνα είναι τελετές που γίνονται στην μνήμη νεκρών και αφορούν σε τρισάγια και επιμνημόσυνες δεήσεις. Τρισάγιο γίνεται στο τριήμερο («τριήμερα») και στις εννιά ημέρες («εννιάμερα») από τον θάνατο του νεκρού, ενώ επιμνημόσυνη δέηση ψάλλεται στο «σαρανταήμερο» ή «στα σαράντα» (δηλαδή στις σαράντα ημέρες), στους τρεις μήνες («τρίμηνα»), στους έξι μήνες («εξάμηνα») και στο χρόνο (ετήσιο) από τον θάνατο καθώς και στα τρία χρόνια από την κηδεία.
Στο θέμα μας: Τα «εννιάμερα» γίνονται πριν τα «σαράντα». So, όταν τρώμε κόλλυβα για τα «εννιάμερα» του κώλου, ήδη τρώμε τα κόλλυβα για τα «σαράντα» του πούτσου. Τουτέστιν, πρώτα πεθαίνει ο πούτσος και μετά ο κώλος κι αυτό το ξέρει ο κόσμος όλος.
Επικρατεί, ο πιο θλιβερός θάνατος να είναι ο πρώτος, δηλαδή αυτός του πούτσου. Η θλίψη μας για τα «σαράντα» του πούτσου είναι μεγαλύτερη, κατά πολύ, από αυτή για τα «εννιάμερα» του κώλου.
Συνεπώς, η έκφραση «του κώλου τα εννιάμερα» αναφέρεται σε γεγονότα των οποίων η σημασία κρίνεται ως μικρή σχετικά, δεδομένου ότι υπάρχουν άλλα πολύ πιο σημαντικά για να κλάψει κανείς...
Και εδώ έρχεται και δένει ο παρών ορισμός με τον προηγούμενο (σπεκ στους προλαλήσαντες), όπου αναφέρεται μεταξύ άλλων:
«Χρησιμοποιείται ... για να δηλώσει κάτι ... ανάξιο λόγου, με μια δόση αγανάκτησης ή επιδεικτικής αδιαφορίας.»
-Αυτός ο Κώστας όλο με gucci και armani τριγυρνάει ρε Ελένη, στάνταρ είναι πολύ φραγκάτος.
-Του κώλου τα εννιάμερα είναι μωρή μαλάκω, φραγκάτος και τρίχες, γιαυτό πηγαίνει στην δουλειά με το παπάκι; Μαϊμούδες είναι τα gucci, ξεκόλλα με τις θεωρίες.
Βλ. και Τ.Κ.9 (ταυ κάπα εννιά)
Got a better definition? Add it!
Προσδιορισμός άσχημης γκόμενας, σύνθετο από τις λέξεις πούτσα και μούρη, συνώνυμο του πατσαβούρα, προερχόμενο από το γνωστό ψάρι κουτσομούρα.
Δες ακόμη: αστερίας, γκόμενα-γαρίδα, γκόμενα-μέδουσα.
Got a better definition? Add it!
Ένας πολύ σεξιστικός τρόπος για να χαρακτηρίσει κάποιος την γυναίκα. Κατ' επέκταση και κάθε παθητικό ερωμένο /-η. Σχηματίζεται κατά τα σταχτοδοχείο, πτυελοδοχείο, τεφροδοχείο, ουροδοχείο, και γενικώς τα δοχεία όπου τοποθετούνται απερριμμένα υλικά. Μεγεθυντικό: τράπεζα σπέρματος. Συχνά, ο όρος χρησιμοποιείται για να καυτηριαστεί μια φαλλοκρατική συμπεριφορά, σε εκφράσεις του στυλ «με έκανε να αισθάνομαι σπερματοδοχείο». Αλλά και αντιστρόφως την παρτόλα.
Κυριολεκτικά, είναι το μπροστινό μέρος του προφυλακτικού, το ειδικά διαμορφωμένο ώστε να δέχεται το σπέρμα. Όταν το φοράμε, είναι καλό να το πιέζουμε με τον αντίχειρα και τον δείκτη, ώστε να μην παγιδεύεται εκεί αέρας και μετά σπάσει και ψαχνόμαστε.
Ενώ θα περίμενε κανείς να χαρακτηρίζει κυρίως το αιδοίο, χρησιμοποιείται συχνότατα για το στόμα. Σπανιότερα για τον πρωκτό. Δεν έχω ακούσει να χρησιμοποιείται για τα ρουθούνια ή τα αυτιά.
Η πατσαβούρα γκόμενα /-ος, που χρησιμεύει μόνο για εκτόνωση και όχι για ευχαρίστηση. Σεξιστική χρήση του όρου.
Επίσης, χρησιμοποιείται η έκφραση «μπερδεύω το σταχτοδοχείο με το σπερματοδοχείο» ως συνώνυμο του μπερδεύω την βούρτσα με την πούτσα ή του «μπερδεύω την Πούτση με την Βούρτση».
Οποιοδήποτε αντικείμενο θέλουμε να βρίσουμε ως άχρηστο.
Στο Δ.Π. υπό Bubis.
β) Από μικρή, κάθε φορά που σοβάρευε ο δεσμός και αρχίζαμε τις κουβέντες για το μέλλον, για γάμους, δαχτυλίδια και τα σχετικά, άρχιζα να βλέπω τα βράδια τον ίδιο εφιάλτη ξανά και ξανά.
Πέφταμε στο κρεβάτι, γινόταν η τυπική διαδικασία που με έκανε να αισθάνομαι αυτό που λέω εγώ σπερματοδοχείο, γινόμουν ράκος γιατί αυτός γύρναγε και κοιμόταν, εγώ ήθελα να μείνω μόνη μου, στο γάμο δεν μπορείς να απαιτήσεις από τον άντρα σου να φύγει από το σπίτι μετά το πήδημα, οπότε σηκωνόμουν, αφού πρώτα προσπαθούσα να ηρεμήσω και να μη σκέφτομαι άσχημα πράγματα, όμως το σπέρμα γλίστραγε ανάμεσα στα πόδια μου και με εξόργιζε που είχα μετατραπεί σε ένα απλό έπιπλο για αυτόν, ένα κομοδίνο, που δεν έκανε προσπάθεια να με γοητεύσει, που είχα μείνει ένα κέλυφος χωρίς ψυχή και μυαλό και οι κουβέντες όλες ήταν πότε θα φάμε, θα βγούμε, τι έχει η τηλεόραση και να φανταστείς πως δεν τα είχα στ’ αλήθεια ζήσει όλα αυτά.
Από εδώ.
γ) Για ποια φοινικικότητα, τουρκικότητα και αραβικότητα μιλάς; Η Κύπρος δεν είναι ένα πολυεθνικό σπερματοδοχείο αλλά ένα Ελληνικό νησί που δέχτηκε πολλούς κατακτητές.
Από εδώ.
Κράτα το προφυλακτικό από μπροστά όταν το βάζεις, κλείνοντας με τα δάχτυλα το σπερματοδοχείο ώστε να φύγει ο αέρας.
Από εδώ.
α) ΜΟΥ ΕΛΕΓΕ ΟΤΙ ΘΑ ΕΙΜΑΙ ΤΟ ΣΠΕΡΜΑΤΟΔΟΧΕΙΟ ΤΟΥ ΕΝΩ Η ΠΙΕΣΗ ΤΗΣ ΠΟΥΤΣΑΣ ΤΟΥ ΣΤΟ ΛΑΡΥΓΓΙ ΜΟΥ ΓΙΝΟΤΑΝ ΟΛΟΕΝΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ.ΤΩΡΑ ΘΑ ΧΥΣΩ ΡΕ ΓΑΜΙΟΛΑ ΜΟΥ ΛΕΕΙ ΚΑΙ ΘΑ ΤΑ ΚΑΤΑΠΙΕΙΣ ΟΛΑ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΑ ΕΓΩ ΑΛΛΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΘΕΛΑ. Από εδώ (για ενήλικες).
β) Ο πρωκτός ως σπερματοδοχείο.
- Ο πρωκτός χωράει αρκετούς χυμούς και η πολλάπλη εκσπερμάτωση είναι κάτι που μπορεί να τον μετατρέψει σε δοχείο σπέρματος. Είναι κάτι που μου αρέσει και θα ήθελα να ακούσω γνώμες...
- Δε μπορώ να καταλάβω... γνώμες πάνω σε τι; Πάνω στο αν χωράει πολλούς χυμούς; Πάνω στο αν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως σπερματοδοχείο; Τι ακριβώς να πούμε πάνω σ' αυτό; Ο καθένας τον διαχειρίζεται όπως θέλει.
Από εδώ (για ενήλικες).
Γιατί να θυσιάσει κι άλλο χρόνο για μια πατσαβούρα, ένα σπερματοδοχείο ; Από εδώ.
Ανώνυμε δε καταλαβαίνω τι ακριβώς εννοείς, το κείμενο και η ιδέα είναι δικά μου, όπως και δικό μου είναι το blog στο οποίο καλα θα κάνεις να μην ξανααφήσεις τα υπονοούμενά σου, εκτός και αν μας εξηγήσεις τι εννοεί το σπερματοδοχείο που χρησιμοποιείς για εγκέφαλο. Καλημέρα και ευχαριστώ που με διαβάζεις :D
Από εδώ.
Got a better definition? Add it!
Σύνθεμα που προκύπτει από την ένωση των λέξεων καύλα και γαλαρία, το οποίο χρησιμοποιείται για να δηλώσει την συνάθροιση από καύλες, καυλίτσες, καβλώστρες κ.ο.κ στην λεγόμενη γαλαρία ενός χώρου όπως π.χ. τις πίσω θέσεις ενός λεωφορείου, τα πίσω τραπέζια ενός νταπαντουπάδικου ή ενός μπαρ, ή τις πίσω καρέκλες/σκαμπό ενός μπαρ.
Περιττό να αναφερθεί πως η συνάθροιση στην καυλαρία προσφέρεται μεν για τέρψη των θαμώνων ή των θεατών μέσω της πρακτικής του οφθαλμόλουτρου, αλλά η πρόσβαση στην καυλαρία αποτελεί ενίοτε μία ιδιαίτερα σκληρή και επίπονη δοκιμασία αν είσαι ξέμπαρκος. Εκτός και αν το κατέχεις το σπρέχεν, οπότε όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές και τα σκυλιά δεμένα...
- Δεν παίζει και πολύ πράγμα σήμερα...
- Θύμισε μου να σου πάρω γυαλιά ρε γκαβούλιακα. Ολόκληρη καυλαρία έχεις μπροστά σου!
- Τι να σου πω ρε συ, είναι λες και κάνω δίαιτα και με σέρνεις σε ζαχαροπλαστείο... αφού δεν θα μου κάτσει...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το μπινελίκι αυτό και οι παραλλαγές του (μωρή ξεσκισμένη, παλιοξεσκισμένη, κ.α.) αποτελούν πολύ βαριές προσβόλες.
Συνήθως απονέμεται σε:
Εκ του αρχ. σχίζω.
Αποσιστωμένη, εις την μαρτυριάρικην Τζύπρον.
Got a better definition? Add it!
Υπερμέγεθες ανδρικό γεννητικό όργανο.
Προφάνουσλυ ο όρος προέρχεται από το μοντέλο Hayabusa της Suzuki, που αποτελεί τη ναυαρχίδα της εν λόγω φίρμας με πάνω από 1300 cc.
- Χθες με «τάισε» ο Μπάμπης.
- Πώς ήταν;
- Χαγιαπούτσα! Τι να σου λέω· δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου...
Ρε συ, είδα το παπάρι του Άγγελου στα αποδυτήρια. Πω, ρε μαλάκα! Τι χαγιαπούτσας είναι αυτός;
Got a better definition? Add it!
Aν βγείτε έξω και περάσετε ένα δεκάλεπτο παρέα με Αλβανούς ή άτομα που κάνουν παρέα με Αλβανούς θα ακούσετε περίεργες λέξεις όπως «ταβέ» «πίδι» «κουρβ» και άλλα πολλά. Επειδή λοιπόν οι Ελληνικές βρισιές δε μας αρκούν είπαμε σαν λαός να κάνουμε λίγο τούτι-φρούτι το υβρεολόγιο μας προσθέτοντας βρισιές της γειτονικής χώρας. Παρακάτω αναγράφω τις ποιό δημοφιλείς βρισιές:
Ταβέ: Στο(ν) ακουμπάω (πολύ συχνά λέγεται ως απάντηση στο ναι, ε;, και;, ρε)
(Τε) Κίφσα: (Σου) γαμώ
Ροπ: Οικογένεια, το σόι
Μπιθ: ο κώλος
Κούρβ: η πουτάνα
Μότρεν: η αδερφή (προσοχή! όχι ο ομοφυλόφιλος!)
Πίτσκ(α): το μουνί
Πίδ(ι): και πάλι το μουνί
Λόκε: η πούτσα
Κοκ(ε): το κεφάλι (και οι δυο σημασίες)
Τόπε: το αρχίδι (τόπε τόπε ο παπαγάλος)
Κάρι: ο πούτσος (βάρι κάρι: κρέμασε το στο πούτσο σου: μη δίνεις σημασία)
Ταφούτ κόχι: δεν είμαι σίγουρος για την ακριβή σημασία της, πρέπει να έχει σχέση με το ταβε. Κλασσική απάντηση στο όχι (μάλλον όχι αυτό του Μεταξά.)
Μπόλε: η μπάλα, το αρχίδι
Τε ραφτ πίκα: να πέσει πάνω σου κατάρα
Τε ραφτ κανσέρι: να πάθεις καρκίνο (και όχι κασέρι)
[I]ΣΥΝΤΑΞΗ[/i]
(αφορά το τε κίφσα)
Η σύνταξη είναι πολύ απλή:
Τε κίφσα + (οτι θέλουμε να γαμήσουμε εκείνη τη στιγμή)
π.χ.
- Τε κίφσα ροπ: γαμώ το σόι σου
- Τε κίφσα μπίθεν: γαμώ τον κώλο σου, κ.ο.κ
Αυτά είναι τα βασικά. Ενδέχεται να έχω κάνει αρκετά λάθη καθώς δε την ομιλώ την γλώσσα. Διορθώσεις δεκτές.
Δε χρειάζονται...
Got a better definition? Add it!