Selected tags

Further tags

Αυτός που εφαρμόζει την πρακτική της αιδοιολειχίας. Επειδή τα σκυλιά έχουν μεγάλες γλώσσες και γλείφουν πολύ. Αλλά και επειδή τα σκυλιά θεωρούνται κάπως υπηρέτες μας, αλλά και «καλοί φίλοι». Λέγεται για κάποιον, ο οποίος επιμένει λίγο υπερβολικά σε αυτήν την πρακτική. Και ίσως υποτιμητικά από κάποιους φοβικούς προς την vagina dentata. Επίσης, γενικά, ο μουνόδουλος, ο μουνάκιας.

Αυτός ο Περικλής έχει καταντήσει το μουνόσκυλο της Λίλιαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση συνώνυμη του πάρτε τ' αρχίδια μου που δημιουργείται με σύμπτυξη του «κούνα μου τα».

Προέρχεται από τη γνωστή τηλεφωνική φάρσα του Λέντη.

- Ρε ψηλέ πιάσε μία το τηλεκοντρόλ...
- Τον Κούνα Μούτα τον ξέρεις ρε μαλάκα...;

(από Galadriel, 13/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τούρκικο edepziz —σημαίνει ανάγωγος, άνθρωπος χωρίς τρόπους, αυθάδης και βωμολόχος.

Έχω την εντύπωση ότι η λέξη, στην τρέχουσα, έχει εξαφανισθεί. Μπορεί να την ακούσετε από άνθρωπο μικρασιατικής καταγωγής μιας κάποιας ηλικίας που θυμήθηκε τις ρίζες του την ώρα που του ήρθε να ρίξει μπινελίκια. (παρ. 1)

Πάντως, η λέξη απαντάται σε λογοτεχνικά κείμενα (παρ. 2) και τη χρησιμοποιεί πού και πού και ο Δημήτρης Ψαθάς.

Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι ο Γ. Σεφέρης έχει γράψει μια συλλογή ποιημάτων με τον γενικό τίτλο «Τα Εντεψίζικα». Εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του και ο ποιητής εμφανίζεται με το ψευδώνυμο Μαθιός Πασχάλης. Είναι από αθυρόστομα έως πορνογραφικά (παρ. 3 και παρ. 4).

Αν κάποιος θέλει να διαβάσει όλα τα «Εντεψίζικα», μπορεί να τα βρει εδώ.

  1. Ε, κακόχρονο νά 'χεις... πεζεβέγκη... ζεβζέκη... εντεψίζη...

  2. Όλα ξεχαστήκανε την άλλη μέρα. Ρωμιοί και Οβραίοι φιλιωμένοι όπως και πρωτύτερα. Οι Οβραίοι παίρνουνε παιδιά; Ποιος εντεψίζης λέει τέτοιες κουταμάρες; (από το διήγημα του Κοσμά Πολίτη «Με διαμαντένιο χτένι ηχτενιζούτανε», αποδελτιωμένο στο www.sarantakos.com)

  3. Ήτανε μια κερά στη Ζανζιμπάρη
    κ' ήταν μεγάλο το μουνί της σαν αμπάρι·
    σαν εφίλευε κανεί
    έλεγε: «Είναι τάχα κει;
    έχει φύγει; - Δέν τους παίρνω πια χαμπάρι.»

  4. Στο φως του λύχνου σ' έγδυσα, στο χάραμα είχες χύσει
    και στο καταμεσήμερο κέρατα μού 'χες στήσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για value-for-money υπηρεσία φραπέ-με-το-πόδι που προσφέρουν τα κορίτσια ορισμένων στριπτιζάδικων σε ποδοφετιχιστές ή ποδοπερίεργους.

Caveat emptor: Όσοι απολαμβάνουν ποδοφραπέ ρισκάρουν να κολλήσει το πέος τους μυκητίαση («πόδι αθλητή»).

Σε ακραίες εκφυλιστικές περιπτώσεις που το ποδοφραπέ συνδυάζεται με άλλες παραφιλίες, οι φετιχιστές κρούουν την θύρα σωματείων ΑΜΕΑ τύπου «Ζωγραφική με το πόδι» όπου ωστόσο θεωρούνται personae non frappae.

- Παλιά στο Ανατολή, θα το θυμούνται οι παλιότεροι, έπαιζε πολύ φραπέ με πόδια στον πριβέ στο πατάρι!

- Πάντως για ποδοφραπέ και γενικά για foot fetish δεν αξίζει με την καμία παιδιά σε τέτοια μαγαζιά και να σε κοιτάνε οι υπόλοιποι καλά καλά.

(Από forum του bourdela.com)

Trivia: Η Margot Stilley εκτελεί ποδοφραπεδούμπα στον ηθοποιό Kieran O'Brien στο έργο του Michael Winterbottom «Songs».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη (κώλος+βαλβίδα) μηχανολογικής προσέγγισης για τον πρωκτό, το γκρόβερ.

  1. - Θα πάρω τρεις καριόλες μαζί όταν τα κονομήσω και θα τις βάλω
    τη μια να μου παίρνει πίπα ,την άλλη να μου πιπιλάει τ' αρχίδια και την τρίτη να μου γλύφει το κωλοβαλβιδόνι...

  2. - Μου κάηκε το κωλοβαλβιδόνι με τα καυτερά που φάγαμε χτες...

(από pavleas, 20/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Sic συνώνυμο των λέξεων, αξιαγάμητος/-η και fuckable. Χρησιμοποιείται κυρίως στο ουδέτερο και συνήθως αναφέρεται σε γυναίκα.

- Πώς το βλέπεις το μωρό;
- Βρώσιμο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για τους άρρενες και δη γλυκοτσούτσουνους.

Εισάγω το γλυκύτατο και σκληρό μόριο μου (ωσάν το παστέλι) εντός του φιλόξενου περιβάλλοντος θελκτικής κυρίας ή δεσποινίδας.

- Τί παίχτηκε τελικά με την Μίρκα;
- Εεε τι να παίχτηκε, την παστέλιασα 3 - 4 φορές και μετά βαρέθηκα!

(από σφυρίζων, 12/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχει ένας ουτοπικός κόσμος στον οποίο οι γυναίκες χωρίζονται σε δυο μεγάλες κατηγορίες, χωρίς υπόλοιπα. Αυτές που σου λένε:

1) μωρό μου, είμαι λίγο νευρική, να σου πάρω μια πίπα;

και αυτές που σου λένε:

2) μωρό μου, σε βλέπω λίγο νευρικό, να σου πάρω μια πίπα;

Ωστόσο, αυτό δεν είναι παρά μια άθλια, σεξιστική εξυπνάδα που ήθελα από καιρό να γράψω, και η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Όπως κι αν επέλθει το τσιμπούκι το επιούσιο, εύκολα ή δύσκολα, μερακλίδικα ή ερασιτεχνικά, με αφοσίωση ή από καθήκον, μπορεί να κρύβει παγίδες. Αν η σεξουαλική σύντροφος σκύψει, τότε θα σηκωθεί, ακολουθώντας το νόμο του ό,τι πέφτει σηκώνεται. Στην περίπτωση που, έχει κρατήσει χαρακτήρα μέχρι το τέλος, τότε μπορεί να θέλει φιλάκι ως επιβράβευση. Κι αν δεν έχει κρατήσει χαρακτήρα, ακολουθεί μέχρι τέλους το η καλή πίπα καταλήγει στο στομάχι, μπορεί αυτό που ήταν μια νίκη του ανδρισμού σου, γυρνάει μπούμερανγκ. Εξ ου και τσιμπούμερανγκ. Αντιγράφουμε:

μπούμερανγκ, ουδέτερο· - βλήμα των ιθαγενών της Αυστραλίας που αποτελείται από ένα κομμάτι σκληρού καμπύλου ξύλου και που έχει την ιδιότητα να επιστρέφει στο σημείο από το οποίο εκτοξεύθηκε.
- (μεταφορικά) Λέγεται για μια εχθρική πράξη που στρέφεται εναντίον του ίδιου που την έκανε.

Σημαντικό είναι, για να μπούμε και στην ψυχολογία του αποδέκτη του τσιμπουκιού, ότι δεν είναι απαραίτητα οι τσιμπουκλούδες που ζητάνε το φιλάκι -στις οποίες μπορεί να καταλογιστεί δόλος, αλλά και πραγματικά συγκινημένες από το όλο συμβάν κοπελίτσες, οι οποίες απλά θέλουν το φιλί, για να μη νιώθουν και ενοχές κλπ. Και είναι ειδικά σε αυτές τις περιπτώσεις που είναι δύσκολο να αποφύγει κανείς το φοβερό τσιμπούμερανγκ.

Το λήμμα αποτελεί λεξιπλασία ύστερα από σχετικό ανοιχτό κάλεσμα του χρήστη Βράσταμαν ο οποίος και εντόπισε το σχετικό κενό στην ελληνική slang και γι' αυτό του αξίζει ένα φιλί, κανονικό.

Εξίσου εύγλωττο συνώνυμο που προήλθε από την πρωτοποριακή αυτή διαδικασία: χυσόφιλο.

Η σλανγκ γύρω από το τσιμπούκι είναι τόσο μεγάλη, που το να παρατεθούν περαιτέρω σχετικά λήμματα, σίγουρα θα αδικούσε εκείνα που από αβλεψία θα λησμονούσα.

- Μωρό μου, σταμάτα να βλέπεις το ντοκιμαντέρ με τους Αβορίγινες την ώρα που σε πιπώνω, θα σου γυρίσει τσιμπούμερανγκ....!
- Ναι μωρό μου, το κλείνω μωρό μου, μην εκνευρίζεσαι γιατί βάζεις δόντια...

σπάνια φωτό τρομαχτικού τσιμπούμερανγκ, δημοσιεύεται με άδεια από australia heritage foundation, διακρίνονται και μερικά αχνιστά φλόκια (από xalikoutis, 22/01/09)Ένα από τα νησία Spratley στην Ινδοκίνα. "Spratley Islands" τσιμπουμεραγκικώς αναγραμματίζεται ως "Lady\'s lips, astern" (από Vrastaman, 23/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φαινόμενο της συσώρευσης, συγκέντρωσης, συστράτευσης μορίων αέρα στην ευαίσθητη περιοχή της μήτρας μέσω του εμβόλου του αντρός (πέος). Το σχήμα του μπαργαλάτσου είναι το πλέον ιδανικό για αυτή τη δουλειά. Η αεροστεγής εφαρμογή του πέους στα τοιχώματα της μήτρας καθιστά το φαινόμενο πολύ συχνό. Έχει σίγουρα συμβεί σε όλους αλλά ακόμη και να μην έχει συμβεί όλοι θα παραδεχτούν ότι συνέβη από φόβο μήπως κάνουν κάτι λάθος στον σημαντικότερο τομέα της ζωής ή λόγω του απλού και ευγενούς συναισθήματος της ντροπής. Αν και όταν συμβεί γεμίζει αμηχανία τόσο το θηλυκό όσο και το αρσενικό (ο συγκεκριμένος συνδυασμός δεν αποτελεί τον μόνο αλλά το λήμμα αναφέρεται αποκλειστικά σε αυτόν λόγω απλά ετυμολογίας και μόνο) αυτό δεν πρέπει να συμβαίνει.

Αποτελεί και αυτό φυσιολογική ανθρώπινη λειτουργία για την οποία μάλιστα δεν ευθύνεται κανένα από τα δύο μέρη που πραγματοποιούν τη συνουσία. Καλό θα ήταν τέτοιου είδους συμβάντα να ακολουθούνται από κλισέ εκφράσεις που προσπαθούν να εξομαλύνουν την κατάσταση: «Δεν πειράζει αγάπη μου», «Συμβαίνει συχνά (από ό, τι έχω ακούσει)», και σε περίπτωση που σας ταλαιπωρεί πολύ καιρό κρατώντας κλειστή την «πίσω πόρτα»: «Καλά μωρή, στο κλάσιμο με έχεις; Τώρα θα στην βουλώσω να μάθεις».

(Ο Βύρωνας επιτέλους μετά από πολύ καιρό καταφέρνει να ρίξει την Έμυ στο κρεβάτι. Όλα είναι έτοιμα για μια τέλεια βραδιά: Το κρεβάτι στρωμένο με ροδοπέταλα, σαμπάνιες παντού κι έτσι. Πάνω που αρχίζει η διείσδυση αρχίζει να ακούγεται ένας υπόκωφος θόρυβος. Στο μυαλό του Βύρωνα ήρθε κατευθείαν η στιγμή που του κόλλησαν το παρατσούκλι βρωμύλος. Ξανά το ίδιο, μόνο που αυτή τη φορά ήταν σίγουρος πως δεν το προκαλούσε αυτός. Τότε ρωτάει την Έμυ τι ήταν αυτό, μόνο και μόνο για να λάβει μια παγερή σιωπή. Προσπαθεί ακόμη μια φορά χωρίς αποτέλεσμα και στην τέταρτη προσπάθεια εκείνη γυρνάει, του ρίχνει μια θανατερή ματιά χωρίς να μπορεί να πιστέψει ότι είναι τόσο στόκος και με βλοσυρό ύφος του απαντά)

- Μουνοκλάνι.

(από pavleas, 22/01/09)Παίζει το μουνοκλάνι στα δάχτυλά τις!  (από PUNKELISD, 10/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως η στερεφωνiα απαιτεί την ύπαρξη δύο καναλιών ήχου, παρόμοια το τσιμπούκι στέρεο (διπλό τσιμπούκι), αφορά την περίπτωση κατά την οποία μια πιπατζού, δέχεται στη στοματική είσοδο της σήμα από δύο μικρόφωνα, κάτι που ενδέχεται να οδηγήσει σε νοητική χαλάρωση στέρεο (βλ. δυο τελευταίες παραγράφους στο λήμμα «πίπα της ειρήνης»). Θα μπορούσε βεβαίως να οδηγήσει ακόμα και σε στοματίτιδα-στέρεο (ένεκα βακτηριδίων που περιέχονται εντός των γαλακτοκομικών προϊόντων που συσσωρεύονται στο τυροκομιό του μπαργαλάτσου) άμα λάχει ναούμ.

Ο Πέρι ακούει σκυλοτράγουδα στο σπίτι του. Ξάφνου μπαίνει σινάμενη και κουνάμενη η Καυλάουρα που με όλο νόημα λέει:
Καυλάουρα: Πέρι έχεις μουσικό αυτί. Πέρι: Πρώτη φορά μου το λένε.
Καυλάουρα: Λοιπόν. Ξέρεις τι σκέφτηκα;
Πέρι: Τι;
Καυλάουρα: Έλα σπίτι το βράδυ. Εσύ κι ο Μένιος θα ανοίξετε τα μικρόφωνα σας, θα μουσικωθείτε καταλλήλως και εγώ θα σας πάρω τσιμπούκι στέρεο. Θα κάνουμε... την ορχήστρα. Γκαραντί σου λέω. Σαράντα χρόνια στο κλαρί... Ξέρω απ' αυτά.
Πέρι: Το «ορχήστρα» πως γράφεται; Με ήτα ή με ύψιλον;
Καυλάουρα: Είμαι ανορθόγραφη. Δεν ξέρω απ' αυτά. Το σίγουρο είναι πως θα φας καλά. Πέρι(με νόημα): Τι… τι θα φάμε; Καυλάουρα (με νόημα): Σάντουιτς με Καυλάουρα. Σκέφτεσαι τίποτα καλύτερο;
Πέρι (με πονηρό μειδίαμα): Όχι. Όχι. Αρκεί να μη μαθευτεί, γιατί τότε η Λίλιαν θα μας φάει ζωντανούς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified