Selected tags

Further tags

Όταν ο διακατεχόμενος από έντονο και σφοδρό σεξουαλικό πόθο βρίσκεται σε πλήρη και περήφανη στύση. Ο όρος απαντάται κυρίως στην Κρήτη και τυγχάνει κυριολεκτικής αλλά και μεταφορική χρήσης, εκφράζοντας ακατανίκητη επιθυμία.

Παραλλαγή: ολοκαύλωτος.

  1. - Ξαπλωμένος όλο το βράδυ δίπλα της και αυτή να τρίβεται συνέχεια πάνω στη γκλίτσα. Καταλαβαίνεις, να προσπαθώ όλο το βράδυ να κοιμηθώ, ολόκαυλος!

  2. - Θα κατέβουμε στον αγώνα ολόκαυλοι και δεν σας βλέπω να την βγάζετε καθαροί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολλαπλάσιο του πούτανος που υποδηλώνει το μέγεθος της ικανότητας του πουτανεύειν.

- Τον κατάφερε πάλι το τριπούτανο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως και να το δει κανείς τα πράγματα που μπορεί να κάνει στο κρεβάτι του (και εννοώ το σεξ) είναι λίγο πολύ περιορισμένα. Θα κάνεις αυτό, θα κάνεις αυτό, θα κάνεις το άλλο και το παράλλο και ίσως και το τελευταίο. Παραδόξως το ίδιο συμβαίνει και οπουδήποτε αλλού προσπαθήσετε να ολοκληρώσετε την σχέση σας, όπως με παρακάλεσε μια φίλη μου να γράψω. Αν αυτός ο ορισμός είχε γραφτεί λίγο νωρίτερα, η παραπάνω, ψιλοεξαντλητική εδώ που τα λέμε ρε μικροαστοί, γραφιάδες και υπάλληλοι με τρομερά ενδιαφέρουσες δουλειές, λίστα θα περιείχε και το συγκεκριμένο λήμμα.

Το πλοπ είναι η προσπάθεια της γυναίκας (ή του άντρα, ή του άντρα. Ποιος σας εμποδίζει να είναι άντρας;) να γλείψει με τέτοιο τρόπο τη βάλανο ώστε να κλειδωθεί συγκεκριμένη ποσότητα αέρα στο στόμα και με την έξοδο της βαλάνου από το στόμα να ακουστεί ο συγκεκριμένος ήχος. Για να το καταλάβετε καλύτερα φαναστείτε πως το δάχτυλό σας -- ή, καλύτερα, μη φανταστείτε τίποτα και απλά βάλτε το δάχτυλό σας στα πλάγια του εσωτερικού του στόματός σας και βγάλτε το με σφιχτά αγκαλιασμένα τα χείλη στη βάση του δαχτύλου σας. Φαντάζομαι θα ακολουθήσουν πολλά media που να απεικονίζουν την συγκεκριμένη τεχνική αλλά το καθήκον έπρεπε να γίνει και η παρουσίαση της συγκεκριμένης ενέργειας έγινε όσο το δυνατόν πιο παραστατική χρησιμοποιώντας λέξεις.

Δεν χρειάζεται να αναφερθεί ότι το πλοπ αποτελεί και γαμώ τις διεγέρσεις εφάμιλλης ίσως αξίας με το δάγκωμα και το γλείψιμο του αυτιού αλλά χρειάζεται να αναφερθεί ότι το λήμμα είναι ηχομιμητικό οπότε μπορεί και να ακουστεί με διάφορους τρόπους. Απλά έτυχε ο γράφων να ακούσει την ρηματική μορφή του «με πλόπαρε κιόλας μαλάκα, άσε τα είδα όλα, μαστόρισσα στο τσιμπούκι σου λέω, δεν κρατιέται με τίποτα η αχόρταγη» οπότε το καταγράφει ως έχει. Και επειδή η τελευταία πρόταση σας ιντρίγκαρε οι άλλοι είναι ο Ιούλιος Καίσαρας, ο Ναπολέων και ο Μάρλον Μπράντο. Άντε, ίσως και ο Αλέφαντος.

- Καλά ε, θεά της πίπας η Βασούλα!
- Σώπα ρε!
- Τι να σου πρωτοπώ, για το πως τον έφτυνε, για το πως τον έσφιγγε, με πλόπαρε κιόλας μαλάκα, άσε τα είδα όλα, μαστόρισσα στο τσιμπούκι σου λέω, δεν κρατιέται με τίποτα η αχόρταγη. Τι να σου λέω.
- Καταρχήν κάτι πρωτότυπο γιατί αυτά τα έχω ξανακούσει.
- Πού ρε;
- Λίγο πιο πάνω.
- Ε;

Περιμένατε κάτι διαφορετικό; (από Jim Blondos, 30/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν ο μαλάκας μάς φορτώνει το πρόβλημά του, ή όταν είμαι εγώ τόσο ψυχαναγκαστικός (και καλά ευαίσθητος) ώστε να φορτωθώ το ξένο πρόβλημα από μόνος μου, λες και δε μου φτάναν τα δικά μου.

Τα κωλογαμήσια, ως γνωστόν, είναι δύσκολη ιστορία (όσο και ευχάριστη για όσους τό 'χουν), είτε είσαι άντρας είτε γυναίκα. Άρα ισοδυναμεί, μεταφορικά, με πρόβλημα. Τα κωλοντέρτια είναι το άμεσο επακόλουθο... σωματικά και μεταφορικά πάλι.

Παρόμοια έκφραση: «ήμασταν μέσ' τα σκατά, μας ήρθαν κι απ' το Πέραμα».

  1. - Πώς πάει η δουλειά;
    - Έχω μπελάδες με τον μικρό... πάλι άρρωστος είναι...
    - Τι λες μωρέ, πάλι; Μπας κι είναι κανα αρρωστιάρικο;
    - Μπα... μαλάκας είναι, χειμώνα καλοκαίρι με το κοντομάνικο, ε αυτή τη φορά τράβηξε μια πνευμονία και είμαι δύο βδομάδες χωρίς βοηθό, τά 'χω παίξει κανονικά... Ξένα κωλογαμήσια, δικά μας κωλοντέρτια, κατάλαβες;...

  2. - Έχω σκάσει από τη στενοχώρια μου που χώρισαν ο Τάκης και η Νερίνα... Ήταν τόσο ταιριαστοί... Πολύ στεναχωρέθηκα...
    - Άσε μας ρε Αντιγόνη, χαλλλάρωσε, στο μουνί σου το ιδιότροπο ο Τάκης κι η Νερίνα... Γκατάλαβα, ξένα κωλογαμήσια δικά μας κωλοντέρτια δηλαδή; Δεν κοιτάς τα δικά σου καλύτερα, λέω γω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετά από 7 φορές , έχει παθει αφυδάτωση ο άλλος και αυτή ακάθεκτη!

- Έκανες το τσιγάρο σου; Έλα εδώ τώρα ;)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σπιρτόζος, ο ορεξάτος, ο σκαμπρόζος.

Χρησιμοποιείται συνήθως σε χαιρετισμό, όπως το «όμορφος» ή το «μεγάλος». Για γυναίκα είναι καλό να αποφεύγεται, καθώς το να πεις «Γεια σου καβλιάρα μου», δεν είναι πρέπον και μπορεί να παρεξηγηθεί, ενώ το «Γεια σου καβλιάρη μου» είναι ok!

Στην κυριολεξία σημαίνει τον έχοντα ερωτική διάθεση, ή, ακόμη κυριολεκτικότερα, αυτόν που είναι με το όργανο σηκωμένο και «ετοιμοπόλεμος».

Τι έγινε ρε καβλιάρη;

Πού' σαι ρε καβλιάρη;

Είδα τον άλλο τον καβλιάρη προχθές και μού' πε να σου πω να πας να χεστείς!

Θεός Πάνας (από panos1962, 30/10/09)

Βλ. και καυλιάρης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαν υπονοούμενο εννοείται και το γυναικείο σεξουαλικό όργανο σε συγκεκριμένες εκφράσεις.

Η Δέσποινα; Το δουλεύει καλά το εργαλείο σου λέω.

Κάθε μέρα το δουλεύει το εργαλείο. Μεγάλη πουτάνα.

Η Δέσποινα (από panos1962, 28/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος προέρχεται από ταινία του Γκουζγκούνη (τσόντα), όπου, κατά τη διάρκεια, φυσικά, της ερωτικής πράξης, ακούγεται να λέει μεταξύ άλλων στη δύστυχη παρτενέρ: «Πάρτα μωρή ψωλέτα!»

Χρησιμοποιείται, συνήθως, όχι τόσο με την κυριολεκτική σημασία (βλέπε άλλο ορισμό στο ίδιο λήμμα), αλλά περισσότερο ως on-line ηλεκτρονικό, κυρίως, καλωσόρισμα, π.χ. σε τηλεφωνικές κλήσεις συνήθως μέσω κινητού, ή κατά την εδραίωση της επαφής μέσω Skype ή Messenger κλπ.

  • Πού 'σαι μωρή ψωλέτα;
  • Έλα ρε ψωλέτα, μ'ακούς, δεν έχω καλό σήμα.
  • Έχεις απενεργοποιημένη την κάμερα μωρή ψωλέτα; Σ' ακούω, αλλά δεν έχω εικόνα!

Δεν βρήκα φωτό της Ψωλέτ αλλά βρήκα της Κωλέτ. (από Vrastaman, 25/10/09)Κώστας Γκουσγκούνης (από panos1962, 10/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προφέρεται γαλλιστί «αμπζολεμάν ντε λα μουνικλασιόν», είναι προφανώς ηχοποίητη έκφραση και σημαίνει «του κώλου τα εννιάμερα», ή «κλάιν μάιν», ή, ακόμη, «γάμησέ τα», ή «χεσ' τα κι άσ' τα» κλπ. Πάντως, σε αντίθεση με αυτές τις αγοραίες εκφράσεις, δείχνει άνθρωπο εξευγενισμένο, πιο μορφωμένο, με κάποιο επίπεδο.

Λέγεται όταν θέλουμε να απαξιώσουμε κάποιο πρόσωπο ή κατάσταση, ή όταν τα πράγματα δεν μας βγαίνουν, ή περιπλέκονται σε βαθμό που δεν μπορούμε να τα αντιμετωπίσουμε.

  1. - Είδα τη Μαίρη και μου είπε ότι σας είδε αγκαλιά με τη γυναίκα τού Αλέκου.
    - Absolemand de la municlasion! Το γαμήσαμε τη μάνα!

  2. Ο Νίκος πάει Μπαλί και Ταϊλάνδη. Absolemand de la municlasion, βρακί δεν έχει ο κώλος μας η τσουτσού καπέλο θέλει.

  3. Όλο το τριήμερο θα βρέχει. Absolemand de la municlasion!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερμέγεθες ανδρικό γεννητικό όργανο.

Προφάνουσλυ ο όρος προέρχεται από το μοντέλο Hayabusa της Suzuki, που αποτελεί τη ναυαρχίδα της εν λόγω φίρμας με πάνω από 1300 cc.

  1. - Χθες με «τάισε» ο Μπάμπης.
    - Πώς ήταν;
    - Χαγιαπούτσα! Τι να σου λέω· δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου...

  2. Ρε συ, είδα το παπάρι του Άγγελου στα αποδυτήρια. Πω, ρε μαλάκα! Τι χαγιαπούτσας είναι αυτός;

Ναυ-αρχίδα (από panos1962, 28/10/09)Suzuki Hayabusa (από panos1962, 29/10/09)Χαγιαπούτσας (από panos1962, 30/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified