Selected tags

Further tags

Μαγαζί γεμάτο άντρες.

Πάμε ρε μαλάκα να φύγουμε από' δω μέσα που με έφερες. Αρχιδόμαντρο ειναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιούμε για να δείξουμε ότι μια γυναίκα είναι αγάμητη, αραχνομούνα.

- Πω ρε μαλ, κοίτα πώς με κόβει το πουρί απέναντι ρε! Λέω να πάω να της μιλήσω.
- Ποια ρε μαλ ναούμ;
- Αυτή ρε η ξανθιά. Ωραία θείτσα ε;
- Ποια ρε, αυτή την ξέρω και πολύ καλά μάλιστα.
- Αλήθεια ρε; Είναι ελεύθερη; Πού μένει; - Απηδήτου και Αγάμου γωνία, τρέξε μαλάκα θα σου κάτσει η θεία και θα βατέψεις απόψε!
- Τρέχωωω!!!!

(από prasas, 19/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μόνιμα καβλωμένος με την κακή έννοια, αυτός που δεν μπορεί να σταυρώσει μουνί, που δεν μπορεί να γαμήσει για να ξεκαβλώσει, αυτός που προσπαθεί απεγνωσμένα να γαμήσει και την πέφτει ασύστολα από δω κι από κει, αλλά στο τέλος μένει πάντα με το καβλί στο χέρι. Εννοείται ότι είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμος να γαμήσει ό,τι βρεθεί, να φάει ό,τι του σερβίρουν.

Οι συγγενείς του: Είναι σύζυγος της χήρας με τα πέντε ορφανά και πρώτος ξάδερφος του Σάββα του Ουρογάμη.

- Τον είδες ρε μαλάκα τον νέοπα; Ακόμα δεν πρόλαβε να έρθει στο γραφείο και τις κυνηγάει να τις γαμήσει όλες! Με χαιρεκακία Αλλά είμαι σίγουρος ότι θα τον καταλάβουν και θα μείνει με το πουλί στο χέρι, ο καβλιάγγουρας!

Ποιός έχει το όνομα (από Galadriel, 16/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μουνόσκυλο, δηλαδή το άτομο που δεν είναι άξιο εμπιστοσύνης και είναι ρουφιάνος. Σύνθετη λέξη από τις αιδοίον και κύων, δηλαδή μουνί και σκύλος.

Με κάρφωσε ο αιδοιόκυνος.

Σαν να κλαίει το αιδοικυνάκι... (από MXΣ, 26/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άκρως υποτιμητικός χαρακτηρισμός αποκλειστικά παθητικού ομοφυλόφιλου από άλλους ομοφυλόφιλους οι οποίοι είναι ή μόνο ενεργητικοί ή, το πολύ πολύ, βερς.

Η λέξη προκύπτει από το αγγλικό bottom = ο από κάτω, με την προσθήκη της κατάληξης -ιέρα. Ωσεκτουτού κλίνεται όπως π.χ. τα ψωμιέρα, σιφονιέρα και μπετονιέρα.

  1. (Από http://the-wrong-guy.blogspot.com)
    Σιχαινόμαστε στους άλλους πράγματα που ενδόμυχα γνωρίζουμε πως βρίσκονται μέσα μας. Εκνευρίζομαι πολύ με τους ψυχαναγκαστικούς γιατί και εγώ σε μερικά πράγματα θέλω να υπάρχει μια σειρά. Πάρε για παράδειγμα αυτές τις σιχαμένες τις ομοφοβικιές. Γιατί ταράζονται τόσο όταν αντιλαμβάνονται ένα γκέι; Διότι κατά βάθος αντί για αντρουά μάγκες όπως αυτοχαρακτηρίζονται είναι μποτομιέρες του ελέους.

  2. (Από http://raptusr.blogspot.com)
    Με τους κοιλιακούς μου και το παραμύθιασμα μου τους έχω γαμήσει όλους. Κώλο για κώλο δεν άφησα. Μπορώ να πω, είμαι ο γαμιάς της Θεσσαλονίκης. Όπως επίσης και ο καλύτερος στο να αποφεύγω τις σχέσεις. Όλες οι μποτομιέρες θέλουν σχέση τόσο απεγνωσμένα, που με το παραμικρό χάδι και με λίγα γλυκόλογα σου κάθονται ασυζητητί. Η Θεσσαλονίκη είναι ο παράδεισος μου. Άσε που έχει περισσότερους bottoms από tops, το αντίθετο με την Αθήνα δηλαδή, σύμφωνα με τα λεγόμενα ενός φίλου μου, που σημαίνει πως θα έχω να γαμάω εις τον αιώνα τον άπαντα.

(από Khan, 03/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει γαμάω, τονε βάζω, τον ακουμπάω.

Μεταξύ νεοσυλλέκτων :
- Ρε Πέτρο, δεν αντέχω άλλο 2 μήνες κλεισούρα στο στρατόπεδο. Έχω να γαμήσω 2 μήνες και 1 ώρα.
Πέτρος: - Άντε, μεθαύριο βγαίνουμε με άδεια, τράβα να πετσώσεις σε κανά μπουρδέλο να γίνεις αρντάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θρεπτικός χυμός που βγαίνει από το ανδρικό μόριο (κατά το Amita), κοινώς το σπέρμα.

Ο γκόμενος (δεν κρατιέται με τιποτα) στην γκόμενα: - 'Ελα κοπελάρα μου εσύ, πάμε γρήγορα στο σπίτι και θα σε κεράσω χυσαμόλι με σπερμίτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ποδανή λέξη, και προέρχεται από γνωστό υπερρεαλιστικό ποίημα των ποδανών, το εξής:

Ο τσάρος, που;
κι ο νάρος μου,
τα δυο να βουλώνουν, μα...

Για τους ποδανόφωνους, ο τσάρος δεν είναι άλλος από τον πούτσαρο.

Λακαμά, χθες δίβρα ρασαπέ από την Νηέλε και της πέταξα έναν τσάρο....

(από John Kar, 21/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published

Χρησιμοποιείται όπως το τρίτο το μακρύτερο. Σημαίνει το ίδιο πράμα - κέρδος μηδέν, διάψευση προσδοκιών, ήττα, απογοήτευση. Βασικά, είναι το ίδιο πράμα, άμα το καλοσκεφτείς. Η διαφορά εδώ είναι ότι δεν μας τη φόρεσαν επί τόπου αλλά μας την τύλιξαν ωραία ωραία στο λαδόχαρτο να την πάρουμε πακέτο για το σπίτι νά 'χουμε να πορευόμαστε. Πίκρα διαρκείας, δηλαδή.

Το λαδόχαρτο, εικάζω, είναι σαν κι αυτό που τυλίγουν τα κοψίδια take away. Μην το πάμε κυριολεκτικά, να φέρουμε και την εικόνα στο μυαλό μας, διότι είναι μια αηδία.

Εκφέρεται συνήθως γρήγορα, με το μια πάντα μονοσύλλαβο και, σε μεγάλες πίκρες, απνευστί και με μπ- αντί για π- στην πούτσα: μιαμπουτσαστολαδόχαρτο.

Ως ηπιότερη εκδοχή απαντάται και το μια σκατούλα στο λαδόχαρτο. Κάτι πήραμε αλλά δε λέει.

  1. - Σου την εδωσε, ρε, την άδεια;
    - Μιαμπουτσαστολαδόχαρτο μου έδωσε ... άσε με στον πόνο μου ...

  2. - Καλά, πλάκα μας κάνουνε ... σαρανταδύο ευρώ μικτά βγαίνει η αύξηση; Δηλαδή, μια σκατούλα στο λαδόχαρτο πήραμε πάλι ...

[Σημειώνω ότι δεν είναι αυτό που φαίνεται, μην σας στοιχειώσω και τα όνειρα...] (από patsis, 24/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιθετικός προσδιορισμός που δηλώνει αυτόν που θέλουμε να τον φτύσουμε, τον κατάπτυστο. Προέρχεται από την αντίδραση γκόμενας μετά από εκσπερμάτιση στο στόμα της, η οποία αντί να καταπιεί το περιεχόμενο ως είθισται, το έφτυσε επειδή της φάνηκε ότι δεν είχε αποδεκτή γεύση, ότι ήταν πικρό.

Προχθές τράκαρα στο δρόμο τον μαλακισμένο τον Βάσο. Μιλάμε δε θέλω ούτε να το βλέπω το πικρόχυσο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified