Selected tags

Further tags

Επίσης, αερόσακοι είναι τα μεγάλα βυζιά, είτε φυσικά, είτε, κυρίως, σιλικονάτα.

Σχετικοί είναι οι μπανεύκολοι αστεϊσμοί προς γυναίκα με ευμεγέθη στήθη ότι δεν χρειάζεται να έχει αερόσακους στο αυτοκίνητο, ή ότι μπορεί να σωθεί η ζωή της σε τροχαίο, ή αντιστρόφως ότι σε αντίθεση με τους δόκιμους αερόσακους οι εγκληματικοί αερόσακοι μιας βυζαρούς δεν σώζουν από ατυχήματα, αλλά τα προκαλούν.

  1. «Είναι μεγάλα. Πολύ μεγάλα. Και το ομολογώ: Είναι ευχή, αλλά είναι και κατάρα». Μια μαρτυρία. [...] Μπορεί οι ατάκες «εσύ δεν παθαίνεις τίποτα, έχεις αερόσακους» και τα πονηρά χαζογελάκια που ακολουθούσαν να μας έκαναν τότε να κοκκινίζουμε από ντροπή, αλλά τώρα ξέρουμε ότι έχουμε αυτό που οι άντρες θαυμάζουν και οι γυναίκες φθονούν. Και αυτό που εμείς οι ίδιες άλλοτε αγαπάμε, άλλοτε μας εκνευρίζει αλλά πάντα μας εξασφαλίζει μια καρέκλα, έστω και στη γραμματεία. (Εδώ).

  2. και ενώ μπορεί (ενν. η Σάσα Μπάστα) να απέρριψε 4 φορές την πρόταση για ταινία πορνό, περιμένει την καλύτερη πρόταση για γυμνή φωτογράφιση με τους νέους εμπρόσθιους αερόσακους… (Εδώ).

  3. POSO EPIREAZH THN SXESH AN H GYNAIKA EXH MEGALA H MIKRA TA STHTHI(VIZIA) ALHTHIA TOSO SHMANTIKO GIA TIS SXESEIS AN THS GYNAIKAS EINAI MIKRA H MEGALA TA STHTHI THS (visia) [...]
    Επιπροσθέτως μπορούμε να βρούμε και άλλα παραδείγματα τα οποία συνηγορούν στην σημαντικότητα του μεγέθους. Ένα απο αυτά είναι οτι μεγαλύτερο στήθος της γυναίκας σημαίνει μεγαλύτερες πιθανότητες επιβίωσης σε τροχαίο ατύχημα. Μπορείς επίσης να εκμεταλευτείς αυτήν την ιδιότητα ενός μεγάλου γυναικίου στήθους και να μην βάλεις αερόσακους στην θέση του συνοδηγού στο αμάξι. Το κερδισμένο ποσό μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την βελτίωση της σχέσης. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Η αυτοκρατορική πίπα, αυτή που μπουκώνει στο έπακρο. Μεταφορικά, το άγριο χώσιμο τ. πίπα κώλο εμπλοκή.

Εκ του αρχαίου ψωλή και του γαμοσλανγκοτέτοιου -μπούκι (< Ιταλ. bocca (στόμα) < μσν. εμπουκώνω < αρχαίου βαύκαλις (φιάλη οίνου)). Καμία ετυμολογική συνάφεια με το συνώνυμο και ομόηχο τσιμπούκι (q.v.).

Βλ. επίσης: αρχιδομπούκι.

(πάσα από ΔΠ: GATZMAN)

- Άγριο τροϊκάνικο ψωλομπούκι τα νέα μέτρα.
- Και πού' σαι ακόμα, έχουμε να φάμε καλά!

- Ψωλομπούκι: Δεν τρώει ψωμί. Τρώει ψωλή. Πρωταγωνιστεί και στο λήμμα: πάλι δεν έκλεισε μπούτι όλη νύχτα.
(σ. GATZMAN, στο δουπού)

(από Vrastaman, 30/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακόμη μία ανάπτυξις επί το προσβλητικότερον του άντε και γαμήσου, όπου ο υβριζόμενος όχι μόνο γαμιέται, αλλά επιπλέον γκαστρώνεται, γεννά και κατεβάζει και γάλα στη συνέχεια. Με τον τρόπο αυτό προσδίδεται στην ύβρι «γαμήσου», που έχει κατά το μάλλον ή ήττον βραχυχρόνιες συμπαραδηλώσεις, χρονικό μήκος μηνών ή και ετών (γαμήσι, εγκυμοσύνη, γεννητούρια, θηλασμός), ενώ ταυτόχρονα προκαλούνται οι συνειρμικές συμπαραδηλώσεις «λεχώνα» και «αγελάδα».

-Ω, καλώς το φιλαράκι μου. Τι έγινε ρε, πόνεσε πολύ η πεντάρα την Κυριακή στην Τούμπα; - Άντε και γαμήσου ρε να κατεβάζεις γάλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H κάθε άλλο από παρθένα, σλανγκιστί. A συχνότητα συνουσίας για μία τέτοια κοπέλα είναι τέτοια που το αιδοίο της πλέον μοιάζει με φιλτροχοάνη αυτοκινήτου.

Εμπνευσμένο από την κλασσική Βραζιλιάνικη σειρά.

- Φιλτρο-χοάνα η παρθένα είναι η Ρίτσα. Εκεί που είχα σκύψει ανάμεσα από τα πόδια της είπα τι βαθύ που το 'χεις-τι βαθύ που το 'χεις-τι βαθύ που το 'χεις.
- Μα καλά της το 'πες τρεις φορές;
- Όχι ρε, έκανε αντίλαλο.

(από sar12345, 27/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολλοί άντρες μαζεμένοι σε ένα μέρος. Συνήθως σε εκείνα τα μέρη –μπαρς, καφετέριες, σουβλατζιδογυράδικα–, μόλις μπει γυναίκα ακολουθεί ταυτόχρονη μετατόπιση όλων των αντρικών κεφαλιών κατά 90 μοίρες προς το μέρος της και εξονυχιστικός έλεγχος της νεοαφιχθείσας.

Περιοχές της Ελλάδας που ανθεί η τάση της ψωλαρίας (πρόκειται για πληροφορία που δε θεωρώ ότι είναι απαραίτητη στον ορισμό του λήμματος, αλλά σίγουρα θα ενδιαφέρει πολλές γυναίκες): Χανιά, Ηράκλειο, Κοζάνη, Ξάνθη. (Καλές διακοπές κορίτσια! )

Πω ρε, τι ψωλαρία είν' αυτή; Πάμε να φύγουμε, βιασμένες θα βγούμε απο 'δώ!...

(από mafie, 26/08/11)(από mafie, 04/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση πιθανότατα Πατρινής προέλευσης για τη μαλακία, προερχόμενη - λόγω της ομοιότητας στη κίνηση του χεριού - από το παιχνίδι ζαριών seven - eleven.

- Ρε τι κάνει ο μάγκας, την παλεύει;
- Δε βλέπεις; Ιλέβεντι - σέβεντι το πάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ευρισκόμενη σε ανάπαυση ψωλή.

Αγγλιστί: flaccid.

Τότε - τι θαύμα φοβερό - εκείν' οι ψωλαράδες
κατάχαμα ξαπλώσανε σαν να 'τανε κυράδες.
Ανοίγουνε τα πόδια τους, τουρλώνουνε τον κώλο
και περιμένουν να δεχτούν τον τρομερό τον ψώλο.
Μ' αυτός δηλώνει άσπλαχνα πως είναι κουρασμένος
πως είν' τ' αρχίδια του κενά και ο πούτσος του πεσμένος.
Έδωσε όμως το λόγο του στους τουρλωμένους κώλους
πως κάποια μέρα και αυτούς θα τους γαμούσε όλους.

Κι έχυσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!

(εδώ)

(από GATZMAN, 25/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιθετικός προσδιορισμός, που δύναται να περιγράψει αποκλειστικά εκπροσώπους του θεωρούμενου ως «ισχυρού» φύλου.

Οι έχοντες πέος λοιπόν, το χρησιμοποιούν να «γεμίζουν» τυχόν αδειανά - και πιθανώς άπατα - μέρη του ανθρώπινου σώματος του συντρόφου τους.

Χρησιμοποιείται αποκλειστικά σε περιπτώσεις μόνιμων σχέσεων.

- Είδα τον Κώστα και τη Τζίνα (εναλλακτικά: τον Κώστα και το Γιάννη) εχθές να περπατάνε χεράκι-χεράκι.
- Ναι ρε, αφού είναι ο γεμιστήρας της (εναλλακτικά: αφού είναι ο γεμιστήρας του) εδώ και πέντε μήνες.

Αν ο πέοντας είναι γεμιστήρας, τότε το μουνί είναι όπλο? (από Vrastaman, 22/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άνω μέρος του δίκοχου της στολής εξόδου των στρατιωτών λόγω της ομοιότητάς του με το ομώνυμο μέρος της γυναικείας ανατομίας, κάτι που φαίνεται ιδιαίτερα όταν το δίκοχο φοριέται και για αυτό συχνά ράβεται για να κλείσει.

- Ράψε ρε τα μουνόχειλα στο δίκοχο! Με τέτοια κεφάλα πουτάνα το' κανες!

(από Nakas, 21/08/11)Αντιστασιακά μουνόχειλα. (από Vrastaman, 22/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται όταν ένας τρομπετίστας δεν κατεβάζει το όργανο και παίζει ασταμάτητα, ανεπιτυχώς.

Όχι έτσι! (θέλοντας να του κάνει υπόδειξη) Βγάλε τον πούτσο απ' το στόμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified