Ο πασιχαρής = ο gay. Λέγεται στις Κυκλάδες.

- Σαν πεσίχαρος μου φαίνεται ο καινούργιος μας Δάσκαλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πομάκος είναι ο μουσουλμάνος της Θράκης. Όμως πλέον χρησιμοποιείται εκεί πέρα με την έννοια του βλάκα, του ηλίθιου.

- Πω δεν πήρα λεφτά για το σινεμά...
- Α ρε πομάκο... (=α ρε βλάκα...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που λικνίζει (λιχνίζει, όπως λένε κάποιοι κρητικοί) τη μέση του, δηλαδή ο κουνιστός, ο τοιούτος, ο ομοφυλόφιλος, η αδελφή, ο πούστης, η λούγκρα και όλα τα λοιπά.

- Γαμώ τους γκόμενους ο Γιώργος, ρε πούστη μου...
- Ε όχι και «ρε»...
- Δηλαδή;;;;
- Ε, ολίγον τι λιχνομέσης μου φάνηκε...
- Λες νά;...
- Μπα, δεεε(ν)...
- Κι αν ναι;…
- Ε τόοτε!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό όνομα Charlie, απαξιωτικός χαρακτηρισμός για τους Κυπραίους της Αγγλίας δεύτερης και τρίτης γενιάς - είναι οι λεγόμενοι μπιμπισήδες (εκ του B.B.C.= British Born Cypriots).

Πέραν του εθνολογικού, οι τσάρληδες παρουσιάζουν και μεγάλο γλωσσικό ενδιαφέρον. Πρώτη τους γλώσσα είναι, με διαφορά, τα Εγγλέζικα αλλά μεταξύ τους μιλούν και ένα ιδιότυπο ιδίωμα που ενσωματώνει σε μια παλιομοδίτικη Κυπραίικη διάλεκτο κάποιους εξελληνισμένους τύπους αγγλικών λέξεων και κατασκευασμένα αγγλο-ελληνικά συντακτικά σχήματα.

Ορισμένα παραδείγματα:

  • το φισσάτικο = μαγαζί που πουλάει fish and chips
  • η μηχανικούδα = χειρίστρια ραπτομηχανής, κοπτοράπτρια
  • το καποτί = φλυτζάνι τσάι, cup of tea
  • ο χάσπας = ο σύζυγος, husband
  • το πάσο = το λεωφορείο, bus
  • χαρτώνω = περνάω ταπετσαρία, από το ρήμα to paper
  • το κιτσιούι = η κουζίνα, kitchen
  • κάμνω use = χρησιμοποιώ
  • κάμνω cheat = κλέβω, εξαπατώ, κάνω απιστία
  • είμαι fit = είμαι καλά, σε καλή κατάσταση

Εννοείται ότι αυτό το ιδίωμα το καταλαβαίνουν μόνον οι τσάρληδες - ούτε οι Κύπριοι της Κύπρου ούτε, βέβαια, οι Ελλαδίτες ή οι Εγγλέζοι.

- Όι, γκορού ... εν πορεί ο χάσπας μου να 'ρτει στο φισσάτικον ... all weekend ένει πολλά busy ... χαρτωνει το κιτσιούι ... να κάμω έναν άλλον suggestion ... είπες τον τον Τσάρλη αν πορεί;

Βλ. και πορνοβοσκός, ο, pimp αλλά και δώσε κώλο στον ρουφιάνο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Επιφώνημα Λαρισαίου που έχει νοσταλγήσει την ιδιαίτερη πατρίδα του, ύστερα από ένα οπωσδήποτε σύντομο ταξίδι στην Αθήνα ή την γειτονική Αυστρία. Στην (μεταξύ μας, καθόλου απίθανη) περίπτωση που θα είναι τυρόβλαχος θα το προφέρει: «Λάρσα Λάρσα, σε είδα και λαχτάρσα!». Φράση σύμβολο του τοπικισμού.
    Συνώνυμα: Παπούτσι απ' τον τόπο σου κι ας ειν' και μπαλωμένο / Παρθένα απ' τον τόπο σου κι ας είναι και ραμέν η/ Καλλλά, μαλλλάκας Αθηναίος είσαι; (Σαλονικιώτικη προφορά) κ.ο.κ.

  2. Επιφώνημα σλαβόφιλου που το αντικείμενο του πόθου του ονομάζεται Λαρίσσα: Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό ρωσικό όνομα που βγαίνει από τον γλάρο (ως γνωστόν, every name has a Greek root!), δηλαδή η γλαροπούλα, - θυμίζει και Τσέχοφ!

Τα σλαβικά ονόματα του θηλυκού ξανθού γένους είναι τεσσάρων ειδών. Τα αναφέρω με αύξοντα αριθμό σλαβόφιλης καύλας ή σλαβολαγνίας:

α) Τα διεθνή ονόματα κορασίδων με ελάχιστο μόνο σλαβικό χρώμα. Βλ. Βερόνικα, Μαρίνα, Γιούλια, Λίζα, Ντανιέλα, Λίλιαν(α) (το τελευταίο, απλή συνωνυμία!) κ.ο.κ.
β) Οι τελείως χαρακτηριστικές σλαβικές εκδοχές διεθνών ονομάτων στο υποκοριστικό τους. Βλ. Νατάσα, Κάτυα-Κατυούσα, Μάσα, Όλια (Όλγα), Σάσα, Σόνια.
γ) Τα Σβετλάνα, Τατιάνα και Ταμίλα, που είναι πολύ ιδιάζοντα, αλλά και πολύ τουριστικά. Ό,τι είναι ας πούμε η Πλάκα για την Αθήνα, η Μονμάρτρη για το Παρίσι, ή το Σόχο για το Λονδίνο. Ανεπανάληπτα, δηλαδή, αλλά δεν θα πας να στοιβαχτείς παρέα με όλους τους τουρίστες.
δ) Μια ειδική κατηγορία ονομάτων, που περιλαμβάνουν πολύ ιδιαίτερα, αλλά και κάπως πιο ψαγμένα ονόματα, που ως τέτοια εγείρουν τον ενθουσιασμό των σλαβόφιλων. Αυτά είναι τα: Ντάρια, Βίκα, Νάστυα, Βλάντα, Μίλα, Λέρα, Ντάσα, και... στην κορύφωση της σλαβολαγνίας, η καλύτερη απ' όλες...

η Λαρίσσα!

Πρέπει να το παραδεχτούμε: Η Λαρίσα είναι για τον σλαβόφιλο ό,τι είναι για τον άνδρα η/το Λίλιαν!

-Μωρούλjι μου, θα πιούμε ένα πουτάκι;
-Είσαι η Λαρίσσα, ή είσαι απ' τη Λάρισα;

Λαρίσσα, Λαρίσσα, σε είδα και λαχτάρησα!

Όπως λέμε:

Μίλα μου για Μίλα!
Η Ταμίλα με τα σέξι μήλα! (βλ. σλαβόφιλος, ο).
Πήρα την κατιούσα με την Κατυούσα!
Κατυούσα, είσαι (πύραυλος) Katyusha!
Η Λέρα είναι σκέτη Λέρα!
Νάστυ με τη Νάστυα!
Στην Σιβηρία σε γύρευα και στη Μύκονο σε Βίκα.
Βικα-παίδεια, έκδωσέ την μόνος σου!
(Κλείνω εδώ γιατί μ' έχει πιάσει σεφερλίτιδα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γρόθος από τη δυτική και την ανατολική Κρήτη αντίστοιχα.

- Τά 'μαθες; Οι Βησιγρόθοι και οι Οστρογρόθοι δικηγόροι έχουνε βάλει μεγάλο καυγά για το Εφετείο Κρήτης.
- Πιάσ' τον ένα, χτύπα τ' αλλουνού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πούστης, η αδελφή, ο πισωγιομίδης κλπ, στην Κρήτη. Το αν η λέξη εξακολουθεί να λέγεται και σήμερα δεν το γνωρίζω (στον «Ζορμπά» του Καζαντζάκη τη βρήκα), γι' αυτό αν κάποιος κρητικός σχολίαζε θα ήμουν υπόχρεος.

- Ώρε κουζουλέ, ίντα είναι αυτά που φοράς, θα σε πάρουν για νεραϊδιάρη βρε κουζουλέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, το κουνάβι. Μτφ., ο άσχημος άνθρωπος. Τουρκικής προέλευσης λέξη, χρησιμοποιούμενη στις Σέρρες.

Υπάρχει φήμη ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής όταν είδε τον Σπύρο Μαρκεζίνη είπε: «Α βε, σαν μπουρσούκι είναι αυτός!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός σε άσχημη γυναίκα, εν είδει έμμεσης απόρριψης.
Ταυτόσημα: λούτα, σαύρα, σαβούρα, σαλούπα.

- Στην πέφτει η τάδε γκόμενα!
- Ε και; δεν την βλέπεις; Σκέτη κιούσπα είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωδική ονομασία για τον νέγρο, τον άνθρωπο της μαύρης φυλής. Ακουσμένο στο Γιοχάνεσμπουργκ, χρησιμοποιείται από Έλληνες όταν θέλουν να μιλήσουν, παρόντος κάποιου μη ελληνόφωνου μαύρου, για κάποιον ή κάποιους ανθρώπους της ίδιας με αυτόν φυλής. Κι αυτό διότι η λέξη νέγρος παραπέμπει στο nigger, λέξη με μειωτική σημασία στα αγγλικά, η δε λέξη «μαύρος» είναι από καιρό σταμπαρισμένη στο περιβάλλον των εκεί Ελλήνων. Η λέξη, άλλωστε, αράπης και σταμπαρισμένη να μην είναι, είναι ή έχει εξελιχθεί στα ελληνικά σε σαφώς ρατσιστική.

Η αναλυόμενη λέξη από μόνη της δεν είναι ρατσιστική. Η χρήση της γίνεται λόγω του φόβου που επικρατεί στην μειονοτική λευκή κοινότητα μετά την πτώση του απαρτχάιντ και την εκτεταμένη εκεί εγκληματικότητα.

- Έλα ρε! Μ' ακούς;
- Ναι, ναι, τι λέει εκεί; Έχετε χειμώνα τώρα ε;
- Γάμησέ τα, κλεισμένοι στο σπίτι. Κόπηκε και το ίντερνετ ρε γαμώτο, και με τα αγγλικά των μελαχρινών δεν βγάζω άκρη. Δεν μπορώ να καταλάβω πού σκατά είναι το πρόβλημα.
- Ποιων μελαχρινών ρε, τι λες;
- Είναι εδώ ο μάστορας, μπροστά μου, θα σου εξηγήσω μετά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified