Further tags

Ο αράπης, για όσους σαν τον Ράλλη δεν λένε το ρο. Πρβλ.: οι μισοί Έλληνες θα μάθουν τέχνες, οι άλλοι μισοί γάματα, ταγαμάς κ.ο.κ. Ένας ευαίσθητος και γαλλικής κουλτούρας τρόπος να πεις κάποιον αράπη.

Αγάπη! Αγάπη! Αγάπη μου! Σε παγακαλώ μου φέγνεις μια πίτσα και δυο μπύγες!

(Από το γνωστό ανέκδοτο).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμησιάτικο μπινελίκι παλαιάς κοπής, της μοδός στα '70ς και '80ς, ίσως λόγω οριενταλιστικού ρομαντισμού. Σύγκρινε: Τουρκόγυφτος.

- Αχ, τι σου κάνω μάνα μου, μάνα μου Τουρκογύφτισσα!
- Να μού 'κανες και κάτι, αλλά πού;

Γαρύφαλλο στ\' αυτί, Άννα Μαρία Κάλφα (από poniroskylo, 19/04/09)ΟΚ, το βρήκαμε και το ορίτζιναλ (από poniroskylo, 19/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η περιοχή που είναι γεμάτη πούστηδες.

- Πο πο χάλια! Πώς ήρθαμε εδω ρε! Εδώ είναι σκέτη Φλώροιντα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαλλική αργκό που σημαίνει «πάνε να κωλογαμηθείς στους Έλληνες» και χρησιμοποιείται με την έννοια του σάλτα και γαμήσου!

Η έκφραση αγγίζει μια ιδιαίτερα ευαίσθητη πορδή του πως ο υπόλοιπος κόσμος αντιλαμβάνεται τον Ελληνισμό και τους Έλληνες. Η πικρή αλήθεια είναι πως αυτό που εμείς αποκαλούμε Οθωμανικό Δίκαιο ο υπόλοιπος κόσμος αποκαλεί «Greek Style». Το ρήμα «to Greek someone» ουσιαστικά σημαίνει «κωλογαμάω κάποιον».

Οι ιστορικές ρίζες της ταύτισης Ελληνισμού και πισωκολλητού ανάγονται στην αρχαιότητα, όταν φιλόσοφοι και σοφιστές έπειθαν τους τυχερούς τους μαθητές ότι η γνώση μεταδίδεται πρωκτικά. Θεωρείτο δε απόλυτα φυσιολογικό (και κοινωνικά αποδεκτό) για ένα δάσκαλο να ρίχνει και ένα κρύο στον μαθητή καθώς του μεταλαμπάδευε την σοφία. Ανήκε στα «τυχερά του επαγγέλματος» των εκπαιδευτικών. Φυσικά τα πισωγλέντια μεταξύ συναινούντων ενηλίκων έφερε τότε, όπως και σήμερα,κοινωνικό στίγμα γιατί άλλο Τουπαμάρος κι άλλο το μουνί της Μάρως!

Με την έννοια αυτή λοιπόν, η προτροπή «πάνε να κωλογαμηθείς στους Έλληνες» εμπεριέχει την θετική διάσταση του πάνε μάθε γράμματα και εκπολιτίσου. Λέμε τώρα...

- Les Grecs sont appelés ainsi parce qu'ils sont tous pédés. Ne dit-on point: «Va te faire enculer chez les grecs» ;
(από εδώ)

- In idiomatic Québecois, one is not told to fuck off. One is told, va péter dans les fleurs (“go fart in the flowers”) or, va te faire enculer chez les Grecs (“go get screwed by the Greeks”). If someone in Montreal is speaking with a snooty Parisian accent, they’re asked, pourquoi tu parles en trou de cul de poule; (“Why do you speak as if your mouth was the ass of a chicken;”)
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βλάχος, ο αγωγιάτης.

Καλά ε... το αρνάκι ολόφρεσκο τώρα μας το έφερε ο γκλίτσας.

Νέος επαναστατικός τρόπος περάσματος των διοδίων. To development έγινε σε στρούγκα (από GATZMAN, 17/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Μυθολογικό πλάσμα, από τη μέση και πάνω ολόλευκη κόρη και από τη μέση και κάτω σκύλος μαύρος, κόρη της Χάιντι και του Γκουσγκούνη, που μύρισε τον κρίνο ενώ πηδιόταν με το Δία και η Ήρα από ζήλεια την καταράστηκε: όσο και αν πηδιέται το βράδυ, να είναι ξανά παρθένα το πρωί.

Σαγήνευσε τη φαντασία των ανδρών από τις σπηλιές μέχρι τα σαλόνια καθώς ενσωματώνει όλες τις αρετές μιας μέλλουσας συζύγου: αρχόντισα στη κουζίνα, κυρία στο σαλόνι και πουτάνα στο κρεββάτι.

Είναι η γυναίκα εκείνη που, παρά το γεγονός ότι δεν έχει πάει με κανέναν, τις νύχτες βγάζει κουλό τον Μάικ Λαμάρ και ανάπηρους τους ακροβάτες τσίρκου (αλλά μόνο για ΣΕΝΑ).

Παρά το ότι έχει αποκτήσει ανά τους αιώνες στοιχεία Ιερού Γκράαλ, ακόμη και σήμερα οι πιο βλαμμένοι από τους άντρες πιστεύουν ότι την έχουν βρει, οι πιο ρομαντικοί ότι θα κάνει την επόμενη παρουσία της στην Εποχή της Παρθένου και οι πιο ρεαλιστές ότι, ακόμη και αν υπάρχει, είναι πιο σπάνια και από φωτό του Χριστού στον Κήπο με τα Ντόντο.

-Φίλε μου, είμαι τόσο ευτυχισμένος, τόσο χαρούμενος!!! Χθές κάναμε πρώτη φορά έρωτα με την Πηνελοπίτσα μου, μετά από 6 μήνες που είμαστε μαζί και ήταν ένα όνειρο... Μου ήταν όλο «σβήσε το φως,ντρέπομαι», «έλα να σκεπαστούμε», «μ' αγαπάς;», «μη εκεί», «μη εδώ», «μ' αγαπάς;», «μ' αγαπάς;» και όλο έτρεμε μέσα στα χέρια μου και μετά ανοίχτηκε και έκανε τόσα όμορφα πραγματάκια... αααχχχ...

-Πηνελοπίτσα; Ποια Πηνελοπίτσα; Αυτή που μέχρι πέρσι ξεψώλιαζε τον Μήτσο το μανάβη που είχε κάνει φυλακή για σωματεμπορία;

-Γαβ...

Αρκάς, Ξυπνάς μέσα μου το ζώο (από patsis, 20/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανοιχτό πουκάμισο, καδένα ή χαϊμαλί να ξεχωρίζουν, ελαφρώς γυρισμένα τα μανίκια να φαίνεται η ρολογιά, υπερσιδερωμένο τζηνοειδές, μοκασίνι απαραιτήτως, χωρίς κάλτσα, άρωμα σε σκίζω μωρό μου, καγκουράμαξο, μπάτσικο κούρεμα με τζελ, υπέρ το δέον περιποιημένος γενικά. Πηδάει λαϊκά πινεζοπαστάκια ή ψηλά μπουζουκομούνια. Με τη μάνα όλα ωραία, είναι το παλικάρι της. Δεν είναι κακό παιδί, ούτε άσχημο, αλλά δεν έχει δική του προσωπικότητα. Επίσης δεν γαμάει καλά.

Ο λαϊκογάμητος από τον λαϊκό, διαφέρουν ως προς το ότι ο δεύτερος είναι ωθέντικ, ενώ ο πρώτος είναι απλώς μια εκφυλισμένη κόπια του. Και πιστεύω πως είναι λάθος το ότι η λέξη λαϊκός έχει καταλήξει να χαρακτηρίζει τον λαϊκογάμητο.

- Μα γιατί δεν σου αρέσει ο Στέλιος;
- Καλό παιδί μωρέ, αλλά λίγο λαϊκογάμητος...

Βλ. και λαϊκάτζα(ς), λάικα, η, καραλάικα, λαϊκουριά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφού έχουμε λημματογραφήσει ο,τιδήποτε μπορεί να φανταστεί κανείς σε φραπέ, είπα να το γυρίσουμε και στη σοκολάτα βιενουά. Να πρωτοτυπήσουμε βρε αδερφέ, όχι όλο τα ίδια και τα ίδια.

Σοκολάτα βιενουά, λοιπόν, είναι ο εκτεταμένος τύπος του σοκολάτα που σημαίνει τους λεγομένους «έγχρωμους», αυτούς με κάπως καφετί δέρμα. Το έχω ακούσει κυρίως από γυναίκες για μαυρούκους άντρες, αλλά δεν αποκλείω να το πει και άντρας για Αφροξυλάνθη, κοινώς μουνί (τ)σοκολάτα.

Απ' όταν γνώρισε τον Πιερ ο Πέρι άφησε το φραπέ λούγκο κι άρχισε την σοκολάτα βιενουά.

Ωωω, ααα (από Galadriel, 31/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο άξεστος χωριάτης. Περίπου συνώνυμο των μπουρτζόβλαχος και μπαστουνόβλαχος, μόνο που το σκατίβλαχος είναι πιο υποτιμητικό ακόμη, και ενέχει και την έννοια του βρωμιάρη.

Σχόλιο 1: Αυτή η λέξη είναι αρκετά παλιά. Πιθανολογώ ότι είναι παλιότερη από τα σκατίφλωρος και σκατίπουστα, και ότι επομένως έχει αποτελέσει το πρότυπο για το σχηματισμό τους. Σ' εκείνα τα λήμματα, ιδίως στο πρώτο, θα δείτε και τον προβληματισμό περί του ετύμου και της ορθογραφίας τους.

Σχόλιο 2: Τα περί Βλάχων, και πώς η λέξη έφτασε να σημαίνει τον άξεστο, ακαλλιέργητο, χωρίς τρόπους άνθρωπο, είναι σε γενικές γραμμές γνωστά. Ας αναφέρουμε εν περιλήψει ότι είναι μία [φυλή; εθνότητα; ομάδα;] με δύο βασικά κοινωνικά παρακλάδια: τους νομάδες και τους εγκατεστημένους. Οι νομάδες ήταν βοσκοί. Ως μη έχοντες μόνιμη κατοικία, επέσυραν επάνω τους όλα τα στερεότυπα του ανέστιου/φερέοικου, όπως και οι Γύφτοι. Οι εγκατεστημένοι αντιθέτως αποτελούν καύχημα για την Ελλάδα, ήσαν έμποροι με αξιόλογη δράση στην Ελλάδα και τις παροικίες, φορείς επικοινωνίας της τουρκοκρατούμενης χώρας με τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, πολλοί (π.χ. Αβέρωφ και Τοσίτσας) υπήρξαν μεγάλοι εθνικοί ευεργέτες, και τα λοιπά.

Όλα αυτά (και πολύ περισσότερα) είναι γνωστά. Εκείνο που δεν ξέρω αν έχει θιγεί πουθενά στη βιβλιογραφία είναι ότι στη διαμόρφωση του στερεοτύπου για τον άξεστο Βλάχο έχει παίξει σημαντικό ρόλο το θέατρο σκιών: ο Μπαρμπαγιώργος (ρουμελιώτης τσέλιγκας, θείος του Καραγκιόζη) είναι η κατεξοχήν καρικατούρα αυτού του τύπου. Παρόλο που ο ίδιος ως χαρακτήρας δεν είναι ακριβώς άξεστος, αλλά μάλλον απλοϊκός και τραχύς -ωστόσο τίμιος, γενναίος και κιμπάρης -, ο πονηρός Καραγκιόζης έτσι τον αντιμετωπίζει.

Σημειωτέον ότι ο Μπαρμπαγιώργος δεν είναι κυριολεκτικά Βλάχος: μιλάει ελληνικά, όχι βλάχικα (που είναι λατινογενής γλώσσα). Βλάχο τον λέει ο Καραγκιόζης. Άρα το στερεότυπο υπήρχε ήδη όταν δημιουργήθηκε αυτός ο χαρακτήρας του θεάτρου σκιών.

Ίσα ρε βλαχατερό που θα μου κάνεις εμένα και μπιπ! Να πας στο χωριό σου να κορνάρεις, άει σιχτίρ να πούμε πια με τους σκατίβλαχους εδώ μέσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψυχιατρικός ασθενής ή σκέτο «ψυχιατρικός» ή, κατά το πολιτικά ορθόν, ο «χρήστης ψυχιατρικών υπηρεσιών». Ο άνθρωπος, δηλαδή, που, όχι απλά αντιμετωπίζει ψυχολογικά προβλήματα, αλλά και έχει νοσηλευτεί εξ αιτίας τους (ή εξ αιτίας συγγενών, γειτόνων, ψυχιάτρων, κράτους και καπιταλισμού). Χρησιμοποιείται είτε για συντομία, είτε από διακριτικότητα.

  1. - Και τι περιπτώσεις βλέπεις εκεί στην οργάνωση βρε Φερδινάνδε;
    - Ε, τι να βλέπω, κανά δυο βε βλέπω, έρχονται και ζάκια αλλά τους διώχνω, και πολλούς ψι....

  2. - Τι παίζει με τον τύπο ρε συ... ζάκι είναι;
    - Μπααα, ψι είναι...

Mother, no! (από Vrastaman, 12/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified