Further tags

Αυτοί που έχουν κόλλημα με τον Ομπάμα. Όχι απαραίτητα κακό.

- Έχω ένα φίλο που έχει κόλλημα με τον Τζέφρι!
- Σοβαρά, ε; Κι εγώ είμαι μπαρακάξα. - Αλήθεια; Ε, ο καθένας τη γνώμη του...

Ceci n\'est pas une Barakaxe (από Vrastaman, 22/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που ξεπηδάει μέσα από την νεοαστική Ελληνική πραγματικότητα με κοινωνικές αναφορές, αλλά συνάμα και ρατσιστικά υπονοούμενα.

Περιγράφει το επίπεδο μπουρδελοποίησης ενός χώρου (σπίτι, γραφείο, δωμάτιο ή ακόμα και κάποιο μαγαζί). Η φράση προσπαθεί να συμπυκνώσει όλη την μπίχλα, την μπόχα, την στενότητα καθώς και την απάλευτη κλειστοφοβική ατμόσφαιρα που μπορεί να διαθέτει μία τέτοια γκαρσονιέρα, η οποία φιλοξενεί αρκετά άτομα της προαναφερθείσας εθνικότητας (προκρίνονται οι Πακιστανοί, καθώς λόγω διατροφικών συνηθειών κάρυ, κουρκουμάς, παστουρμάς και λοιπά καρυκεύματα τα χνώτα, οι κλανιές και η ιδρωτσίλα ζέχνουν ιδιαιτέρως, με αποτέλεσμα τα παραπάνω δυσάρεστα συμπτώματα.

Σπανιότερα περιγράφει κι άλλους χώρους, όπως παραμελημένα εσωτερικά αυτοκινήτων και αραχνιασμένα μουνιά.

- Ρε Πίκη, σκέφτομαι να ζητήσω τα κλειδιά του σπιτιού του Φίφη για να παρκάρω την Ευλαμπία...
- Καλά ρε! Είσαι εντελώς τελεμές; Το σπίτι του Φίφη δεν κάνει ούτε για γκαρσονιέρα Πακιστανών! Για πήδημα θα την πας την Ευλαμπία, ή για να κάνει την καθαρίστρια;

(από Vrastaman, 29/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για βαθμό στην ιεραρχία της πουστροσύνης. Ανήκει στις υψηλές βαθμίδες (από ταξίαρχος και πάνω) και για να αποκτηθεί πρέπει η αδέλφω να έχει περάσει πολλά σχολεία και ειδικότητες, όπως:
Το Σ.Α.Μ. (Σχολείο Αιχμαλώτων Μυκόνου) Το Σ.Τ.Α. (Σχολείο Τσιμπουκιού με Άπνοια) Την Σ.Ε.Α.Α (Σχολή Επιμόρφωσης Ανωτάτου Αδελφάτου) κ.α.

Μετά από το χρίσμα, έχει την εξουσιοδότηση να προσηλυτίζει και να επιμορφώνει άλλες μικροαδελφές που ξεκινάνε τώρα την καριέρα τους και ανήκουν σε υποδιέστερες βαθμίδες, όπως πουστρόνια, ψευδοgay, metrosexual κ.τ.λ.

Ικανή προϋπόθεση για να γίνει κάποιος κουδούνα, είναι να έχει διατελέσει κρυφόπουστας και δη παντρεμένος με παιδιά (προάγεται άμεσα από αρχιπούστρας σε κουδούνα).

Δεν νομίζω ότι χρειάζεται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του γύφτος, ευρέως γνωστό στην Θράκη.

- Δες τον κατσίβελο τι φοράει!
- Κατσιβέλια ρε, τι περίμενες;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το γυφτιλίκι, το γκεϊλίκι και η εξουσία που ασκείται μέσω αυτών.

  2. Κάτι σαν το γκεϊμπέκικο, αλλά με στοιχεία τσιφτετελιού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι το οποίο γουστάρουν οι πούστηδες (κατά το «γουστόζικο»).

Κρίστο: - Αχ καλέ, τι ωραίο συνολάκι είναι αυτό; Σου κάνει ωραία οπίσθια!!!
Τρύφων: - Ε ναι χρυσό μου, είναι και πολύ πουστόζικο!!! Καρ καρ καρ καρ!!!

(από dk636, 14/06/11)

βλ. και πουστάρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα κάθε λογής πουστάκια που βλέπεις στην τηλεόραση κατά τη μεσημεριανή-απογευματινή ζώνη. Είναι πάντα χαρωπές και τσαχπίνες, και ως μέρος της σόου μπιζ, έχουν παραμερίσει το σύνδρομο του βρωμόπουστα και επιδεικνύουν την πουστοσύνη τους στο κουτσομπολιό.

- Κοίτα χαμόγελο! Αστράφτει στο γυαλί ο Βαγγέλης μας ε;
- Ε στο είπα. Έχει ανέβει επίπεδο ο γιος μας. Από φτωχόπουστα, έγινε λαμπερόπουστα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος, ενεργητικός ή παθητικός, ο οποίος λατρεύει τα πέη. Μπορεί να είναι ξεφωνημένη ή κρυφόπουστα, θηλυπρεπής ή όχι, πάντως σίγουρα λατρεύει τις ψωλές. Τον διακρίνει κανείς εύκολα, καθώς όταν πέφτει το βλέμμα του σε πέος, γλείφει λίγο τα χειλάκια του και κάνει «Μμμμμμμμμμ!!!» παθιάρικα.

  1. Δασκάλα: Πώς λεγόταν ο διάσημος ζωγράφος από τη Λέσβο;
    Μαθητής-πουστάκι: Πεόφιλος κυρία! Αχ... Πάλι μπούρδα είπα καλέ!
    Δασκάλα: Όχι αγόρι μου. Θεόφιλος λεγόταν. Πεόφιλος είσαι εσύ!

  2. - Ρε συ, τι ήταν αυτός ο μπάρμαν χθες; Όλο σφηνάκια με κερνούσε!
    - Δεν ξέρω, αλλά πρόσεχε. Παίζει να είναι λίγο πεόφιλος.

(από dk636, 14/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γοητευτικός, αισθησιακός, σέξυ ακαταμάχητος ιντελλέξουαλ all-in-one σαγηνευτικός αλβανός της Αννίτας Πάνια στο «Je t'aime».

Υπάρχει επίσης και η σχετική κλίμακα Ντουρίμ (από ένα έως δέκα) που καθορίζει το βαθμό σεξουαλικότητας των αρσενικών.

  1. Είσαι ο Ντουρίμ μου, παίδαρε!

  2. Με βάση την κλίμακα Ντουρίμ, του δίνω ένα επτά!

(από Galadriel, 02/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified