Further tags

Όταν θέλουμε επιτέλους η γκόμενα να το βουλώσει και να μην ανακατεύεται εκεί που δεν τη σπέρνουν και να πα κάνει την δουλειά για την οποία είναι προορισμένη (μία από τις), δηλαδή να γνέθει και να κλώθει και λοιπά.

- Μα εγώ δεν πιστεύω πως έχεις δίκιο. Ο Πάνος είπε το σωστό.
- Τη ρόκα σου εσύ!

βλ. και τράβα μωρή να πλύνεις κάνα πιάτο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ΑΕΚ είναι όπως όλοι φυσικά ξέρετε μια ομάδα ποδοσφαίρου που τα αρχικά της
είναι: Αλβανική Εταιρία Κουραμπιέδων.

ΑΕΚ: Αλβανική Εταιρία Κουραμπιέδων.
(Παρακαλούνται τα σκουλίκια να μην παρεξηγηθούν).

Μωρ\' δεν πα να λέτε ό,τι θέλετε... (από Galadriel, 22/03/09)ΑΕΚ για σένα μια ζωή θα τραγουδάωωω (από Galadriel, 22/03/09)

Τα αρχικά σημαίνουν: Αθλητική Ένωση Κωνσταντινουπόλεως

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φιλάργυρος και συμφεροντολόγος άνθρωπος που εκμεταλλεύεται τους αδύναμους. Λέξη τουρκικής προελεύσεως < çιfιt, σημαίνει τσιγκούνης και φιλάργυρος.

- Ήρθε ο παλιοτσιφούτης ο ιδιοκτήτης για το ενοίκιο σήμερα. Μου είπε ότι έτσι και δεν το πληρώνουμε την πρώτη μέρα του μήνα, θα μας κάνει έξωση. Απίστευτος μαλάκας!

βλ. και τσιαφούτης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χωριάτης (με την υποτιμητική έννοια), ο άξεστος, χωρίς τρόπους και ευγένεια. Μάλλον προέρχεται από το γνωστό τραγούδι του Μ. Καλογιάννη: «ο Μήτσος απ' τα Φάρσαλα, κάνει τον αρχιγκάγκστερ».

Γιατί ρε Κώστα μου βγαίνεις έξω με το άσπρο καλτσάκι, σαν παλιόμητσος;

(από Khan, 26/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό όνομα Charlie, απαξιωτικός χαρακτηρισμός για τους Κυπραίους της Αγγλίας δεύτερης και τρίτης γενιάς - είναι οι λεγόμενοι μπιμπισήδες (εκ του B.B.C.= British Born Cypriots).

Πέραν του εθνολογικού, οι τσάρληδες παρουσιάζουν και μεγάλο γλωσσικό ενδιαφέρον. Πρώτη τους γλώσσα είναι, με διαφορά, τα Εγγλέζικα αλλά μεταξύ τους μιλούν και ένα ιδιότυπο ιδίωμα που ενσωματώνει σε μια παλιομοδίτικη Κυπραίικη διάλεκτο κάποιους εξελληνισμένους τύπους αγγλικών λέξεων και κατασκευασμένα αγγλο-ελληνικά συντακτικά σχήματα.

Ορισμένα παραδείγματα:

  • το φισσάτικο = μαγαζί που πουλάει fish and chips
  • η μηχανικούδα = χειρίστρια ραπτομηχανής, κοπτοράπτρια
  • το καποτί = φλυτζάνι τσάι, cup of tea
  • ο χάσπας = ο σύζυγος, husband
  • το πάσο = το λεωφορείο, bus
  • χαρτώνω = περνάω ταπετσαρία, από το ρήμα to paper
  • το κιτσιούι = η κουζίνα, kitchen
  • κάμνω use = χρησιμοποιώ
  • κάμνω cheat = κλέβω, εξαπατώ, κάνω απιστία
  • είμαι fit = είμαι καλά, σε καλή κατάσταση

Εννοείται ότι αυτό το ιδίωμα το καταλαβαίνουν μόνον οι τσάρληδες - ούτε οι Κύπριοι της Κύπρου ούτε, βέβαια, οι Ελλαδίτες ή οι Εγγλέζοι.

- Όι, γκορού ... εν πορεί ο χάσπας μου να 'ρτει στο φισσάτικον ... all weekend ένει πολλά busy ... χαρτωνει το κιτσιούι ... να κάμω έναν άλλον suggestion ... είπες τον τον Τσάρλη αν πορεί;

Βλ. και πορνοβοσκός, ο, pimp αλλά και δώσε κώλο στον ρουφιάνο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός που χρησιμοποιούν οι Έλληνες της Γερμανίας, με αποδέκτες τους μελαχρινούς αλλοδαπούς που διαβιούν στη χώρα (Βορειαφρικάνους και Ινδοπακιστανούς). Η λέξη είναι ελληνισμός,και προέρχεται από την παράφραση της λέξης der Kanake (die Kanaken), που στη γερμανική αργκό σημαίνει ο μελαχρινός-σκουρόχρωμος αλλοδαπός (ο αγγλικός όρος είναι wog) και είναι εξαιρετικά αρνητική. Η προέλευση της λέξης είναι από τον δυτικό Ειρηνικό και συγκεκριμένα τη νέα Καληδονία, όπου στις τοπικές γλώσσες Kanaka σημαίνει άνθρωπος. Στα νέα ελληνικά αντίστοιχα χρησιμοποιείται ο όρος Κούληδες.

- Έχει πολλούς Έλληνες στην Κολωνία θεία;
- Όχι αγόρι μου, έχει γεμίσει ο κόσμος Κανάκηδες, η Γερμανία κάποτε δεν ήταν έτσι.

(από krepsinis, 06/09/08)Κι αυτός Κανάκης είναι (από GATZMAN, 06/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λαουτζίκος, οι πληβείοι, η μάζα. Χρησιμοποιείται υποτιμητικά για να δηλώσει «κατώτερης» τάξης άτομα.

- Σινεμά Δευτεριάτικα ;
- Σιγά μην πάω με την πλέμπα να χάσω το πρώτο εικοσάλεπτο μέχρι να καθίσει κι ο τελευταίος μαλάκας, πας καλά; Δευτεριάτικα και πρώτη παράσταση και σε όποιον αρέσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσική πικρόχολη έκφραση που χρησιμοποιείται μεταξύ αντρογύνων σε κρίση. Ο υποτιμητικός όρος έχει αποδέκτη τη σύζυγο, η οποία ενώ παντρεύτηκε ως άπορη κορασίδα, με τη σκληρή δουλειά και τις λαμογιές του συζύγου της κατάφερε να ανέλθει κοινωνικά. Ο πικραμένος σύζυγος τονίζει αυτή την ωφελιμιστική σχέση και εκφράζει το παράπονό του: ενώ σού τα έδωσα όλα, δεν φέρεσαι όπως εγώ επιθυμώ.

- Θέλω διαζύγιο... Αυτό ήταν...
- Τι θέλεις μωρή, διαζύγιο; Αυτό είναι το ευχαριστώ... Σε πήραμε με ένα βρακάκι και σε κάναμε κυρία, αυτά τα ξεχνάς όμως... Δεν φταίει κανείς άλλος, εγώ φταίω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που λικνίζει (λιχνίζει, όπως λένε κάποιοι κρητικοί) τη μέση του, δηλαδή ο κουνιστός, ο τοιούτος, ο ομοφυλόφιλος, η αδελφή, ο πούστης, η λούγκρα και όλα τα λοιπά.

- Γαμώ τους γκόμενους ο Γιώργος, ρε πούστη μου...
- Ε όχι και «ρε»...
- Δηλαδή;;;;
- Ε, ολίγον τι λιχνομέσης μου φάνηκε...
- Λες νά;...
- Μπα, δεεε(ν)...
- Κι αν ναι;…
- Ε τόοτε!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετος υποτιμητικός χαρακτηρισμός για τον ομοφυλόφιλο άνδρα, από τις λέξεις σούφρα και μηλιά. Πιθανώς προέρχεται από τη δεκαετία του '60, όταν η γκροτέσκα φιγούρα του Τάκη Μηλιάδη υποτίθεται ότι καθρέφτιζε τους ομοφυλόφιλους. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως συνώνυμο του πονηρούλη και μουλωχτού.

Ώστε έτσι μωρή σουφρομηλιά... Μίλησες ήδη με τον προϊστάμενο για την άδειά σου και δεν μάς είπες τίποτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified