Further tags

Η -μούνα που έχει πολύ ανοιχτό μουνί και ωσεκτουτού αφενός θεωρείται ως πουτάνα, και αφεδύο θεωρείται ότι το σεχ μαζί της δεν είναι απολαυστικό, γιατί μοιάζει επικίνδυνα με αερογαμία.

Ασφάλουσλυ πρόκειται για μια σεξιστική προκατάληψη, καθώς το γεγονός μπορεί να οφείλεται σε διάφορους λόγους (μορφολογική ιδιαιτερότητα, εγκυμοσύνη κ.ά.) ενώ και η ίδια η σκέψη είναι σεξιστική, αλλά καθώς εμείς εδώ δεν κορεκτολογούμε, αλλά σλανγκολογούμε, να πούμε ότι χρησιμοποιείται και ως βρισιά σε βρις-οφ και για να περιγράψει θεωρούμενες ως αηδείς σεξουαλικές εμπειρίες με σχετικά μεγαλύτερης ηλικίας (οΘντκ) μιλφάκια ή τζιλφάκια.

  1. την πρωτη φορα που πηγα ειχε σκυψει πανω μου και κατω απο τα ποδια της εβλεπα κατι να κρεμεται και δεν μπορουσα να καταλαβω τι ειναι;;;;;;!!!!!! δεν μπορουσα να φανταστω οτι υπαρχουν τοσο μεγαλα μουνοχειλα....ασε την τελευταια φορα τα πιανει με τα χερια της και τα ανοιγει και μεσα ηταν σαν να ηταν κουφιο τοσο ανοιχτομουνα που εβαζα δαχτυλο και σχεδον δεν εβρισκε.... (Ατονιστης περιγράφει την εμπειρία του με ανοιχτομούνα σε μπουρδελοσάιτ).

  2. - Γεια σας μάγκες!
    Πιστεύετε ότι όσο πιο ανοιχτομούνα είναι η γκόμενα τόσο περισσότερο πούτσο έχει φάει; Όσο ποιο σφικτή είναι τόσο λιγότερους πούτσους έχει φάει; Η δεν ισχύει κανένα από τα δυο και είναι διάφοροι τύποι μουνιού;
    - Το να ναι ανοιχτό το μουνί μπορεί να σημαίνει ότι έχει φάει πολλές πούτσες αλλά μπορεί να σημαίνει και ότι έχει γαμηθεί σχετικά πρόσφατα.. Το σφιχτό μουνί άλλες φορές σημαίνει ότι δεν έχει πάει με πολλούς και άλλες ότι έχει καιρο να...
    - Bασικα μεγαλο ρολο παιζει και η μορφολογια του σωματος της καθε γκομενας.Υπαρχουνε γκομενες που ειναι απο την φυση τους στενες και αλλες πιο ανοιχτες.
    - Το μουνι διακρίνει αν ο πουτσος εχει διαφορετικο ιδιοκτητη; Δηλαδη ειναι το ιδιο να εχεις φαει 50 πουτσους απο τον ιδιο γκομενο με το να φας 50 διαφορετικους πουτσους;
    - Άμα μπορεί και κάνει το μουνί της φιόγκο έχει φάει πάρα πολλούς, ψάξε για άλλην.
    (Διερωτήσεις στο θρεντ «Πολύ ανοιχτό μουνί= πουτάνα ή μύθος;» σε μπουρδελοσάιτ).

  3. ΕΛΑ ΡΕ ΠΟΥΣΤΑΡΑ ΑΔΕΡΦΗ ΤΟΥ ΠΣ ΝΑ ΣΕ ΓΑΜΗΣΩ ΤΗΝ ΜΑΝΟΥΛΑ ΣΟΥ ΤΗΝ ΑΝΟΙΧΤΟΜΟΥΝΑ ΕΛΑ ΡΕ ΚΕΡΑΤΑ ΝΑ ΜΕ ΤΑ ΠΕΙΣ ΤΕΤ Α ΤΕΤ ΚΑΡΙΟΛΑΚΟ. (Από φωνακλάδικο βρις-οφ μεταξύ σαλονικιών σε άλλο σάιτ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρισιά για άνδρες της τρίτης ηλικίας. Λέγεται και για ηλικιωμένους ομοφυλόφιλους στο πλαίσιο σεξιστικού κραξίματος, αλλά και για οποιονδήποτε μπάρμπα-Μπρίλιο μας σπάει τα νεύρα επειδή λ.χ. δεν οδηγεί καλά ή καταψηφίζει νομοσχέδιο στην Βουλή (βλ. 1ο παράδειγμα). Ευτυχώς, υπάρχουν και φωτεινές εξαιρέσεις που καταγγέλλουν τον κοινωνικό αυτό ρατσισμό (βλ. παράδειγμα 3).

Συνώνυμα: γερομπινές, πουστόγρια, παλαιόπουστας.

1. -Είσαι πουστόγερος σαν τον συνονόματό σου!
Χυδαία επίθεση Ευάγγελου Βενιζέλου σε Απόστολο και Νικήτα Κακλαμάνη.
Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ ούρλιαζε προς τον πρώην πρόεδρο της Βουλής «Είσαι το ίδιο πουστόγερος, όπως ο συνονόματός σου...», οι βουλευτές του κόμματος φώναζαν εν χορώ: «Ως εδώ ήταν».
Σύμφωνα με αυτήκοοες μάρτυρες αμέσως μετά την καταψήφιση του δεύτερου άρθρου από τον κ. Κακλαμάνη, και ενώ είχε προηγουμένως είχε δηλώσει «παρών» ο Νικήτας Κακλαμάνης, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Ευάγγελος Βενιζέλος πλησίασε τον πρώην πρόεδρο της Βουλής μέσα στην αίθουσα της ολομέλειας και του είπε αγανακτισμένος: «Είσαι το ίδιο πο...όγερος όπως ο συνονόματός σου».

2. Μίλησε και ο πουστόγερος!!!Lagerfeld:«Οι Έλληνες έχουν αηδιαστικές συνήθειες».

3. “Επίεννα ρε φιλε με το αυτοκίνητο τζιε πεταχτικε ρε φίλε ενας πουστόγερος τζιε έκοψε μου το δρόμο…χαπάααρι ρε λαλο σου!!!”
“Εκάτσαμε γαμώτα να πιούμε μια μπυρού μες την χωράφα, τζιε εφκίκε ο πουσητόγερος τιζε άρκεψε τζιε επαούριζε”
“Ρεεεεεε αχαχαχαχα!! Τζιαμέ έσσο μου έσιει ενα πουστόγερο κάθε προι φακκά γυρό τις βεράντας του χαχαχαχαχα”
Μισώ το. Ενθουσιασμένοι που την νιότη τζιε την δύναμή τους, εξούσιασμένοι που την αλαζονεία τους τζιε υς άγνοια τους ότι τουτο που περιπαίζουν μια ανάσα μακρίά ένει..
Μεθυσμένοι που τες επιφανειακές τους σχέσεις, τες καύλες που γαμιούνται παρασκευή μες τα αυτοκίνητα νομίζουν οτι έχουν το δικαίωμα να περιπαίξουν, να κρίνουν, να μειώσουν εναν άνθρωπο με τα τριπλάσια χρόνια τους. Ενα άνθρωπο φθαρμένο που τον χρόνο, τις εμπειρίες, την ζωή. Αδύναμο μεν αλλα εσύ ρε κωλόπαιδο, αμαν σου μιλούν πρεπει να θωρείς χαμέ. Αλαζόνα.

(από xalikoutis, 01/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λολοπαίγνιο αμφίβολου γούστου και ελαφρώς σεξιστικό, εκ του μιλκομπούκαλο, δηλαδή του μπουκαλιού γάλακτος Milko, και του μιλφ, αρκτικολέξου του Mother I'd Like to Fuck, που λέγεται για πολύ όμορφη, σέξι και τρε κρεβατάμπλ γυναίκα, η οποία είτε έχει παιδί, είτε είναι σε ηλικία όπου την βλέπουμε και ως μητέρα (30-35 χρονών και μέχρι να γίνει τζιλφ).

Πρόκειται για λεξιπλασία νέας κοπής από αμφιβόλου χούμορ ανέκδοτα, που επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες: Στον καυλύτερο από όλους τους δυνατούς κόσμους, πρόκειται για μιλφού μπουκαλομούνα, με τρε κομιλφό σωματότυπο παρόμοιο με μπουκάλι κοακόλας, δηλαδή μεγάλα βυζιά, στένεμα στη μέση και πάλι πλούσια περιφέρεια, μια αμβλυμένη κλεψυδρομούνα με άλλα λόγια.

Σε λιγότερο καυλούς κόσμους μπορεί να πρόκειται για μιλφίδιο μίλκο, δηλαδή για κοντό μιλφέιγ με ύψος ένα κι ένα milko. Δεν μας χάλασε (καθόλου). Οι δυο ερμηνείες άλλωστε δεν αλληλοαποκλείονται.

Γενικά η παρομοίωση με γαλακτοκομικά προϊόντα είναι αναμενόμενη για μια μιλφομάνα που δύναται να κεράσει και μιλφ σέηκ. Εξάλλου αυτά τα ό,τι να 'ναι β΄ συστατικά λέξεων πολλές φορές δεν προσφέρουν τίποτα το συγκεκριμένο πέρα από το να επιμηκύνουν την λέξη καθιστώντας την πιο ο,τινανιστικώς εμφατική (βλ. παρατήρηση Βίκαρ για καραγκιοζοπαίκτη).

  1. Το ανέκδοτο:
    Ειναι μια παρεα 4-5 σ'ενα μπαρ και ψαχνουν για γκομενακια ρε παιδι μου. Γυρνανε απο δω, γυρνανε απο κει, τιποτα. Ξαφνικα σηκωνεται ενας και λεει «κουλ, αφηστε το πανω μου». Βγαζει απο την τσεπη του ενα μπουκαλι κακαο, πινει δυο γουλιες και ξαφνικα εμφανιζονται 2 βυζαρουδες 40αρες με ψιλοτακουνα, καθονται στα γονατα τους, τριβονται, μπλαμπλα, φικιφικι.
    Βγαινουν το επομενο βραδυ ξερωγω, παλι τα ιδια. Ξηρασια. Σηκωνεται παλι ο τυπος, «το χω», βγαζει το μπουκαλι με το κακαο, πινει δυο γουλιες, σκανε μυτη 3 τυπισσες στα 35 τους, μινι φουστιτσα, ταγερακι, κυριλε αλλα σεξυ, καριεριστριες σκυλες σεξουλιαρες, τους πλησιαζουν, λενε δυο κουβεντες και καρφι στην τουαλετα για κινκι στιγμες.
    Βγαινουν το επομενο βραδυ, πανε σ'ενα μπαρακι, τιποτα απο γυναικες. Κλασσικα σηκωνεται ο αλλος, βγαζει το κακαο, πινει και απο το πουθενα μια παρεα απο 40αρες τους πλησιαζει, τους χαϊδευει και τους παιρνει παραπερα να τους μαθει τα μυστικα του ερωτα. Αφου ανακτησουν τις δυναμεις τους, γυρναει ο ενας στον αλλο:
    -Ρε, τι πινει ο αλλος και ερχονται ολα αυτα;
    -Δεν ειδες;
    - Μιλφομπουκαλο.

2. Και ιδού γιατί ειμαι Μιλφομπούκαλο. Έτσι ειναι η ζωη μου!

  1. Λάνα, το... μιλφομπούκαλο.
    Το μισάωρο που περάσαμε στο δωμάτιο ήρθε απλά να επιβεβαιώσει ότι είναι ανάμεσα στο κορυφαία μιλφ που κυκλοφορούν εδώ και πολύ καιρό. Η γυναίκα βάζει κάτω πολλά νεανικά μουνάκια που που νομίζουν ότι θα κάνουν να χύσεις μόνο με την ομορφιά τους. [...] Αν μάλιστα κρίνω από τα βογγητά και τον τρόπο που πίεζε το κεφάλι μου πρέπει να απόλαυσε το γλυφομούνι που της πρόσφερα (δεν θα το έκανα αν δεν ήμουν ο πρώτος πελάτης της βάρδιας) και για «ευχαριστώ» ήρθε από πάνω μου, ήρθε στο πλάι, στήθηκε στα τέσσερα μέχρι να έρθει το τέλος σ' ένα ιεραποστολικό μόνο για... άθεους. Oσοι πιστοί προσέλθετε... (Από το μπουρντέλα ντοτ κομ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται απ' το παλιός και γενικότερα, με αυτό το χαρακτηρισμό προσδιορίζεται ο έμπειρος, ο γνώστης εδώ και καιρό, σε οποιοδήποτε θέμα. Δεν είναι αναγκαίο να είναι μεγαλύτερης ηλικίας ο πάλιουρας, αλλά οπωσδήποτε με την συγκεκριμένη έκφραση του προσδίδουμε χρόνια εμπειρίας στο αντικείμενο.

  1. - Δες τον γέρο στη γωνιά πώς τα πίνει!
    - Πάλιουρας θα 'ναι...

  2. από φόρο
    Και επίσημα όσοι φοιτητές είναι πάλιουρες θα δώσουν όλα τα μαθήματα στην ερχόμενη εξεταστική ( και άρα και σε κάθε εξεταστική... ) !!!

  3. για έμφαση
    Καινούριοι πιλότοι σε καταιγίδα:
    - Ρε συ δεν βάζουμε το αυτόματο;
    - Δεν χρειάζεται, το κουμαντάρω. Είμαι πάλιουρας εγώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τα καλιαρντά, εκ του πουρό (< ρομανί phuro= γέρος, παππούς) και τεκνό, και σημαίνει κάποιον προχωρημένης ηλικίας, που φέρεται σαν νεαρός γκόμενος, προσέχει την εμφάνισή του, και ψάχνεται για ερωτικές περιπέτειες. Συνώνυμο: γεροντοτεκνό / γεροντότεκνο, πουροτινέιτζερ. Βλ. και πουρογκόμενα.

  1. Θα πάρω τηλέφωνο τον Γιώργο Παπανδρέου και θα του πω να ξαναφτιάξουμε το συγκρότημα που είχαμε στη Μασαχουσέτη. Για να μην ψάχνουμε για τα άλλα δύο μέλη, που μπορεί και να τα έχουν τινάξει, θα πάρουμε για μπασίστα τον Χρύσανθο Λαζαρίδη και για τραγουδιστή τον Σίμο Κεδίκογλου, που είναι πουροτεκνό και θα κάνει θραύση στις πενηντάρες. (Από το Κατὰ Πιτσιρίκον Ημερολόγιο του Αντώνη Σαμαρά στο Unfollow 29, Μάιος 2014, σ. 35-36).

2. Ουαουυυ, εγω με...πουροτεκνο;
Θα σκασω μουρη με το λαμε το πι το ξωπλατο κ θα στειλω τις γριες στο φαρμακειο με το καροτσι της λαικης...ασε που θα ριξω σ ολες τις λεμοναδες κατι χαπακια που βρηκα...σπασμενα...
Α, και να μην ξεχασω...να ξεχασω το χαπι για το παρκινσον, δεκαεφτα βαθμους εχω..

3. Kι όμως υπάρχει τοιούτος τύπος γκέουλα, που θυμίζει φαγιούμ, είναι πουροτεκνό, δεν τα έχει όλα τα μαλάκια του ,και ο δικός μας βγαίνει στο πιο ελληνοπρεπές του, όχι τόσο ευρωπαία φάση, έχει ......... μαυριδερό δέρμα, αλλά κάπως πιο αβρό, γενικά θυμίζει Μύρη κι έτσι, χαρακτηρίζεται και ως σιδώνιος νέος από το ποίημα του Καβάφη

(από Khan, 22/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ανύπαντρη γυναίκα προχωρημένης ηλικίας (γεροντοκόρη) αλλά και η γυναίκα ανεξαρτήτου ηλικίας που δεν έχει σχέση γιατί δεν μπορεί να βρει σύντροφο.

- Ρε συ, τι κάνει η ξαδέρφη σου η Άννα; Χρόνια έχω να την δω. Παντρεύτηκε;
- Με τα μυαλά που κουβαλάει; Μπακουρόγατα κατάντησε.

(από Khan, 28/08/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη από τις λέξεις πουρό & πιπίνι.

Κοντροβέρσιαλ και οξύμωρη σύνθετη λέξη που επιφανειακά τουλάχιστον δημιουργεί μεγάλης έκτασης κοντράστ, μιας και η λέξη πουρό αντιπροσωπεύει την ωριμότητα, το σίτεμα, το πατσούριασμα κτλ. σε αντιδιαστολή με την λέξη πιπίνι, που αντιπροσωπεύει την νεανικότητα και το σφρίγος του νεαρού θηλυκού ή αρσενικού γκομενακίου.

Κυριολεκτικά θα ήταν αδύνατον να συμπορευτεί η έννοια της πουροσύνης και της πιπινοσύνης εις το ίδιο πρόσωπον. Αν και θα μπορούσε να σημαίνει την εμφάνιση των πρώτων πουροσημαδιών ή πουροενασχολήσεων, ρυτίδων, ωρίμασης σε ένα νεαρό ή σχετικά νεαρό άτομο. Ωστόσο μεταφορικώς η λέξη έχει μάλλον ειρωνικό και σχετικά κοροϊδευτικό/μειωτικό χαρακτήρα προς τον δέκτη, μιας και θέλει να τονίσει με δραματικό αλλά και υπερβολικό τρόπο αυτά τα μικρά και ασήμαντα σημάδια της ωρίμασης, με σκοπό κάτι που μπορεί να ποικίλλει από ένα απλό (αλλά συνήθως όχι ιδιαίτερα αθώο) πείραγμα μέχρι το να μειώσει τον δέκτη.

Συνηθισμένες ηλικίες για να χαρακτηριστεί κάποιος/α ως πουροπίπινο μπορεί να είναι συνήθως μετά τα 25, όπου το άτομο έχει απολέσει και το τελευταίο ψήγμα της όποιας αθωότητάς του και ίσως μέχρι την μετά-milf / προ-mature ηλικία. Συνηθισμένα χαρακτηριστικά και ενασχολήσεις του πουροπίπινου είναι η παρέα με αρκετά μικρότερα σε ηλικία άτομα, η εμμονή με την εφηβική ζωή και την ανεμελιά που αυτή συνεπάγεται, η παντελής έλλειψη οποιονδήποτε υποχρεώσεων, το κατ' επιλογήν ή και όχι ράφι κτλ.

- Πάλι χώρισε η Εύα, την είδα να ξενυχτάει και να τα πίνει με κάτι πιτσιρίκες φίλες της στο Γκάζι. Και μας το έπαιζε φουλ ερωτευμένη με τον τύπο. Τον έστειλε κι αυτόν.
- Άσε ρε με το πουροπίπινο, αυτή αν δεν της τύχει ο Κλούνεϊ δεν παίζει να παντρευτεί.

(από Mpiliardakias, 28/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μιλάμε για αντικείμενα ή καταστάσεις που στιλιστικά παραπέμπουν στην εποχή του Πάγκαλου, που ήταν μακριές οι φούστες.

Το ρετρό εσχάτως παίζεται περισσότερο κι απ' το πουλί: απ' τα δασυπώγωνα χιπστέρια που χτενίζουν κιτάπια για να βρούνε το ιδεατό σακάκι του παππού, τις πουδραρισμένες ατμοπάνκούδες που αναζητούν δαντέλες κ.ά κόλπα βικτωριανά σε βιντατζάδικα, τα πιπιναριά που σελφάρουν ποστάροντας κιτρινισμένες Retrica, τους ραστοφόρους κούριερ που εποχούνται με φιξάκια χωρίς ταχύτητες και φρένα καθώς ακούνε κασέτες στο Walkman τςη μαμάς, τους ιδεοψυχαναγκαστικούς φύτουκλες που ταξιδεύουν στο Leipzig σε αναζήτηση αναχρονιστικών χορδών από έντερα για τις κιθάρες τους, τους τελούντες σε κρίση μέσης ηλικίας μικροτσούτσουνους μανατζαραίους που σκάνε 19 χιλιάρικα για Leica M Edition 60 επειδή δεν έχει ψηφιακή οθόνη, τους γουαναμπή ζαν πρεμιέρ του κώλου που προσπαθούν αιμόφυρτοι να ξυριστούν με φαλτσέτα, και ταλιμπάν.

Οι βιντατζιές κρημνοβατούν ματαξύ του καλαίσθητου και του χυδαίου. Μη ξεχνάμε ότι μια αρχική έννοια του kitsch ήταν «μαζεύω σκουπίδια από τον δρόμο».

Εκ του παλιού καλού κρασιού vintage (< λατ. vinum < οἶνος) και του γαμοσλανγκοτέτοιου -ιά. Ασίστ: khan.

1.
Η βιντατζιά ταιριάζει στο «Star Trek»!

2.
«Ένα handsfree! Καλά, δεν είναι κυριολεκτικά hands-FREE γιατί πρέπει να το κρατάς, αλλά δεν έχει σημασία! Έχει ωραίο χρώμα και μια “βιντατζιά” που μου αρέσει τρομερά! Εμπρός....;;;»
(Δούκισσα Νομικού)

3.
Αρκετές μπύρες μετά, είδαμε ένα ραφείο (τρελή βιντατζιά) που φτιάχνει κορσέδες, ζαρτιέρες και άλλα τέτοια έξαλλα τύπου 18ου αιώνα. Έχει διάφορα αξεσουάρ και είναι όλα τόσο αθώα αλλά και σέξι. Τα θες όλα.

4.
Στην εμφάνιση έχει μια βιντατζιά πλην όχι σε χιπστερική τρέντι αλτέρνατιβ φάση, αλλά μάλλον σε πασέ λατέρνατιβ φάση, μια νεοσιξτίλα ένα πράμα τουλάχιστον ως προς το εσωτερικό μουντ.

5.
Αυτό δεν είναι ψώνια, αλλά sudoku για βαρυποινίτες. Για να ανακαλύψεις σύντομα πως από τη μια η κουστουμιά του μακαρίτη άξιζε τις ώρες και το ψάξιμο πριν βαφτιστεί «βιντατζιά» και αποκτήσει άλλα τρία μηδενικά ουρά στην τιμή της και από την άλλη πως τόσο χρόνο για ψάξιμο έχεις μόνο όταν είσαι φοιτητής ή πλούσιος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψηλός, μεγαλόσωμος άνθρωπος, που είναι και λίγο άχαρος αλλά και χειροδύναμος. Ο χαρακτηρισμός σκοπεύει κυρίως στο μεγάλο μέγεθος ή και κάποιες φορές στην ηλικία, λέγεται περιφρονητικά, όταν για παράδειγμα, ένας 25άρης φέρεται σαν έφηβος. Πολύ συχνά συντάσσεται με την λέξη «κοτζάμ» ή και «κοτζαμάν» όταν πρέπει να δοθεί περισσότερη έμφαση.

Σε μια πιο χωρική βερσιόν παραλείπεται το "-η-" στην λήγουσα οπότε έχουμε «λουγκούρς»!

Λέξη που χρησιμοποιείται στην βόρεια Ελλάδα, προφανώς φερμένη από τους πρόσφυγες, με πιθανές τουρκικές ρίζες.

1) Δες τον, δες τον... Κοτζαμάν λουγκούρς και ακόμα τον κόβει τα νύχια η μάνα του...

2) Παρήγγειλα έναν καναπέ και μου τον φέραν μέχρι τον τρίτο δυό λουγκούρηδες δύο μέτρα.. Ευτυχώς γιατί είναι ασήκωτος.

3) - Τι νέα από τον τάφο που σκάβουν στην Αμφίπολη; - Τι να σου πω ρε φίλε.. Άλλοι λένε πως μέσα είναι η Ρωξάνη, άλλοι λένε ο Μεγαλέξανδρος και άλλοι η Ολυμπιάδα...
- Μακάρι να είναι ο Λουγκούρ-Αλέκος μέσα, να γίνουν γνωστά και τα Σέρρας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ηλικιωμένος που εξακολουθεί να αφήνει χαίτη παρά το γεγονός ότι λόγω της προκεχωρημένης ηλικίας του το αισθητικό αποτέλεσμα δεν είναι και ό,τι καλύτερο. Λ.χ. μπορεί μαζί με τα μαλλιά να αφήνει και καράφλα, αναδεικνυόμενος σε καραφλομαλλιά, ή να έχουν γίνει ψαρά ή άσπρα ή αραιά με άσχημο τρόπο τα μαλλιά του. Ενίοτε πρόκειται για πουρόκερ too old to rock n' roll- too young to die. Γενικά, η αξίωσή του να ανήκει στη γερολαία δεν πείθει και μένει ένα γραφικό γεροντότεκνο.

Τὸ τρίτο βράδυ, πάω νὰ πλύνω τὰ δόντια μου, μὲ τὴν ὁδοντόβουρτσα στὸ χέρι, καὶ στὸ κάτω μέρος τῆς πλατείας συναντάω τὴν Κατερίνα, τούμπανο. Ἔχει περάσει ΤΕΙ ἀλλὰ δὲν γουστάρει, φτιάχνει χαϊμαλιὰ καὶ τὰ πουλάει στὴ Φολέγανδρο, καὶ δὲν ξέρει τί θὰ κάνει. Γυρνᾶμε μαζί, παίζουμε κιθαρίτσα μὲ κάτι παιδιὰ ἀπὸ τὴν καλλιτεχνικὴ ὁμάδα - μουσικοὶ καὶ ἠθοποιοί, ἀπὸ αὐτὰ τῆς κατασκήνωσης, ποὺ ἔχουν ἐδῶ, γιὰ νὰ μᾶς κρατᾶνε ἀπασχολημένους. Εἶναι μαζὶ καὶ ἕνας γεροντομαλλιάς, ἐπαγγελματίας τραγουδιστής, λέει, γαμῶ τὰ ἄτομα. (Από το διήγημα του Κωνσταντίνου Πουλή Αγανακτισμένος εδώ).

(από Khan, 26/12/14)(από Khan, 26/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified