Further tags

Αβυσσαλέο ντεκολτέ φερόμενο προκλητικότατα από αντίστοιχα προικισμένη γυναίκα. Γνωστό και ως χαράδρα. Προκαλεί συμπτώματα ιλίγγου παραπλήσια μέθης.

- Παραλίγο να πέσω στο βυζολάκκο.
- Κώστα πρόσεχε τη χαράδρα!

(από Khan, 27/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άθλημα στο οποίο έχουν έφεση γυναίκες με μεγάλο και κατά κανόνα πεσμένο στήθος, τόσο ώστε να μπορούν να το κλοτσούν καθ' ομοίωση του δημοφιλούς ποδοσφαίρου.

Καλά, η τύπισσα που γνώρισε ο Φάνης παίζει και γαμώ τα βυζόσφαιρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα με το μεγάλο στήθος. Τιμής ένεκεν στην Πάμελα Άντερσον του Baywatch.

Κοίτα την Πάμελα στη δίπλα ξαπλώστρα! Με το ζόρι τη χωράει το μαγιό από πάνω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σεξουαλική πράξη κατά την οποία η γυναίκα κρατά ενωμένα τα στήθη της ενώ ο άντρας μετακινεί παλινδρομικά το πέος του ανάμεσά τους. Η στάση αυτή μπορεί να εκτελεστεί μόνο όταν τα γυναικεία στήθη είναι αρκούντως ευμεγέθη.

Συνώνυμα: ισπανικό, ισπανική μαλακία, ισπανική πίπα.

- Του Μήτσου του αρέσει πολύ η βυζομαλακία: γι' αυτό τα φτιάχνει μόνο με βυζαρούδες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαράκτηρισμός για γυναίκα μετρίου αναστήματος, παχουλή και με μεγάλο στήθος.

- Κοίτα ρε κάτι βυζιά η Σούλα.
- Άσε ρε με τον κουβά... το σούπερ μάριο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ανυπέρβλητο φυσικό τοπίο που σχηματίζεται από δύο υπέροχους, φυσικούς βύζους με τη χαράδρα στη μέση.

N.B.: Τα σιχαμερά, σιλικονάτα βυζιά δεν σχηματίζουν διχαλόβυζο, αλλά αφήνουν ανάμεσά τους να διαγράφεται το οστό του στέρνου σαν ταβάς για πολίτικα κουλούρια. Γι' αυτό να προτιμάτε πάντα τα βιολογικά προϊόντα, λέμεεε!

- Τι κωλάρα είν' αυτή που έχει εκείνο το γκομενάκι στα δεξιά σου ρε;
- Καλή η κωλάρα της, αλλά και το διχαλόβυζο δεν πάει πίσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέμε την πολύ χοντρή γυναίκα που, το μόνο που μπορεί να επιδείξει σαν κάτι ωραίο πάνω της, είναι το πλούσιο στήθος της, το οποίο και φροντίζει να το δείχνει συχνά.

- Καλά ρε, θυμάσαι την Ελπίδα από το δημοτικό;
- Ναι ωραίο νιμού ήταν.
- Ε τώρα έχει γίνει μπάλα με βυζιά!
- Πάχυνε και αυτή;;;

Βλ. επίσης βυζανάδειξη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οποιοδήποτε σφαιρικό αντικείμενο μεγάλου μεγέθους, και κυρίως:

  1. Το μεγάλο κεφάλι ενός κεφάλα.

  2. Τα αρχίδια που μας τα έχει πρήξει κάποιος και μας τα έχει κάνει καρπούζια.

  3. Οι μεγάλες βυζούμπες.

Για το καρπούζι ως σλανγκικό γεγονός βλ. και δεν χωράνε δύο καρπούζια σε μία μασχάλη, καρπούζια στις μασχάλες, μάπα το καρπούζι.

  1. Εν πάση περιπτώσει, δεν ξέρω πώς την είδε ο τύπος αλλά ότι μας τα έκανε καρπούζια σήμερα μας τα έκανε... (Εδώ).

  2. Τότε με πλησίασε και κούνησε τα καρπούζια της για να με καυλώσει.

(από Έλενα, 10/01/11)(από Έλενα, 10/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως γνωστόν, υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες ανδρών, αυτοί που συγκινούνται από τα μεγάλα βυζιά κι αυτοί που συγκινούνται από τις μεγάλες ρώγες. Για τους τελευταίους, η απόλυτη ονείρωξη είναι μια ρώγα που, όταν ερεθιστεί, σκληραίνει και μεγαλώνει τόσο ώστε με λίγη ποιητική αηδία να φαντάζεσαι ότι μπορείς να κρεμάσεις και πράγματα από αυτήν και να τα στηρίξει. Πρόκειται για τις περίφημες ρώγες- κρεμάστρα, άλλο να σου τις περιγράφουν κι άλλο να τις βλέπεις, οι οποίες έχουν απασχολήσει και το Λεξικό της Μπουρδελικής (που λεηλατώ τελευταίως).

  1. Το βυζάκι της ήταν μικρό και αθλητικό αλλά όλα τα λεφτά ήταν οι πολύ ευαίσθητες ρώγες-κρεμάστρα που είχε. (Ανασύνθεση από μνήμης από ποστ βυζολάγνου).

  2. εγω παντως κοπελια αν ειχα τις ρωγες σου θα εκανα την κρεμαστρα να κρεμαει ο κοσμος τα μπουφαν. (Από το Τουίτερ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κτήνος (φουσκωτός ή απλά χοντρός) που κλασικά έχει τεράστιες παλάμες, χοντρά χέρια και δάχτυλα. Ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και απευθείας για το χέρι του (το βυζόχερο).

Πού πας ρε Καραμήτρο, άμα φας φούσκο από αυτό το βυζόχερο ο μισός θα πάει χαμένος...

(από Hank, 04/02/09)(από patsis, 02/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified