Η γυναίκα συνήθως ηλικίας 50+ με παιδιά ήδη ενήλικα ή και ήδη παντρεμένα. Προέρχεται από την αγγλική λέξη «mature» που σημαίνει ώριμη. Συνήθως το επόμενο στάδιο από τη μιλφ γυναίκα είναι αυτό του ματσουριού... Επίσης χρησιμοποιείται σαν πιο ευγενικός όρος της λέξης σιτεμένη, γρέτζω κτλ.

Την είδες αυτή που πέρασε ρε;Τ ρελό ματσούρι από Κηφισιά... έχει πάρει όλο τον δήμο στα νιάτα της, από μικρή καλογαμιόταν!

Εκ γενετής ματσούρι ο πρωταγωνιστής της ταινίας:Δημήτριος και Μουνομάχοι (από GATZMAN, 03/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Kαλλιτέχνης που είναι περισσότερο γκέι και λιγότερο καλλιτέχνης, με οδυνηρά αποτελέσματα για την τέχνη και θανατηφόρες επιπτώσεις για τους θεατές. (Στη Θεσσαλονίκη: Γκεϊλλιτέχνης).

Σιγά ρε μην είναι και ο Coppola! Αυτός ρε είναι κεϊλλιτέχνης. Ωωωωχ με την αδερφάρα τώρα....

Πηγή: Πλαθολόγιο - Η απουστειρωμένη έκδοση, εκδ. Intro 2008, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όχι δεν έχει να κάνει με μετεωρολογία.Ο λόγος για τα μποφόρ της... μουνοθύελλας. Συνοδεύεται και από εκφράσεις του τύπου «με πήρε ο αέρας».

Δυο φίλοι μπαίνοντας σε καφετέρια.
- Πω, ρε μαλάκα τι γίνεται σήμερα; Πλακώσανε μποφόρια.
- Με έχει πάρει ο αέρας ρε μαλάκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εμφάνιση και η αύρα μου φέρνουν σε μπουτς.

Ακόμα πιο σλανγκ όταν εκφέρεται ως ουσιαστικό.

Πάσα: assthorn

Αδερφοφέρνω: - Θα δε γαμήσω, μωρή αντρουτσοφέρνω!

Μπουτσοφέρνω: - Στα δώδεκά μου, μωρή συκοφέρνω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. όρος της ξυλουργικής: τραβέρσα, δοκός, «η πελεκητή ξυλεία στέγης, κορμοί ξύλου ελαφρά πριονισμένοι ώστε να διατηρούν την κωνικότητά τους, αποτελούν την ιδανική λύση για εμφανείς κατασκευές ιδιαίτερα σε παραδοσιακά κτίσματα.»
    (από εδώ)

  2. Το τραβέλι, το (η) τραβεστί.

  1. [Στο σαλόνι], κόκκινοι καναπέδες και συνδυασμός υψηλής τεχνολογίας ηλεκτρονικών με το νεολιθικό τζάκι και τις κλασικές νησιώτικες τράβες της οροφής.

  2. Αὐτὰ τὰ «τσόλια» καὶ οἱ «τράβες» εἶναι ὅ,τι κι ἐσύ, μὲ μιὰ πολὺ θεμελιώδη διαφορά: Ἔχουν τὸ θάρρος τῆς γνώμης καὶ τῆς ἐπιλογῆς τοῦ νὰ ζοῦν ἐλεύθερα καὶ ὑπερήφανα, καὶ ὄχι νὰ γκρινιάζουν μὲ ψευδοεπιχειρήματα ὅτι θὰ τρομάξουν τὴν μαμὰ καὶ τὸν μπαμπά.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο ομοφυλόφιλος. Ετυμολογείται φυσικά από το αγγλικό gay.

Ενδιαφέρον είναι ότι, καθώς ο τύπος κλίνεται κατά το μπέης, δίνει και μία μάλλον πρωτότυπη εικόνα για τους ομοφυλόφιλους, μία έννοια αρχοντιάς και περηφάνιας, μάλιστα βαθύτατα ελληνικής (όπως καθετί που επιβιώνει από τουρκοκρατίας, όπως η πολίτικη κουζίνα, η ροπή προς το ραχάτι και λοιπά -ας μην επεκταθούμε). Ένας γκέης λοιπόν δύσκολα είναι σούργελο: μπορεί να την τρίζει την όπισθεν, αλλά την βάτα δεν την καίει.

Παρόλα αυτά, κόντρα στο παραδεδομένο γλωσσικό αίσθημα, η λέξη χρησιμοποιείται όσο υποτιμητικά μπορεί να την εννοεί ο ομιλητής κάθε φορά.

  1. - Όσοι άντρες δεν έχουν γίνει γκέηδες, κάνουν σαν υστερικές γκόμενες.
    - Μα ΕΙΝΑΙ υστερικές γκόμενες. [...] Τουλάχιστον οι γκέηδες έχουνε βρει διέξοδο κι εκτόνωση με το να γίνουνε οι ίδιοι υποκατάστατο της μαμάς τους. (από ιστολόγιο)

  2. Δεν είναι η πρώτη φορά που ένα τέτοιο θέμα θίγεται στο σινεμά, απλά έχω την εντύπωση ότι επειδή για το Brokeback έγινε ντόρος [...], ξεπετάχτηκε ο καθένας και άρχισε τη σταυροφορία εναντίον των «γκέηδων». (από διαδικτυακό φόρουμ)

  3. Κοίτα φάτσες γκέηδων στο Βερολίνο... Αξίζει κανείς από αυτούς να του ρίξεις δεύτερη ματιά; (από διαδικτυακό φόρουμ)

  4. - Πολύ καλό γκομενάκι αυτός ο ξανθούλης. Κρίμα που είναι άτριχος και γκέης....
    - [...] Καλά το γκέης, το άτριχος γιατί είναι πρόβλημα; Τους θες τριχωτούς; (από ιστολόγιο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εξαδέλφη της Τατιάνας Πηγαδομούνοβας, πάει σόι το βασίλειο.

Που καταπίνει τα φλόκια και τον αφήνει πεντακάθαρο.

- Έμαθα ότι ο Γιώργος παντρεύεται ξανά.
- Ναι, μια χυσοκαταπίνοβα.

(από Khan, 15/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Λέγεται από ανθρώπους που (και καλά) έχουν μεγαλώσει στην Ιταλία - αλμπάνια δηλαδή, που αντί για Βορειοηπειρώτες, το παίζουν Σιτσιλιάνοι - σε περιπτώσεις που αναφέρονται σε δύο πράγματα που ομοιάζουν μεν, δεν ταυτίζονται δε. Αντί του τομέιτο-τομάτο που λένε και οι φίλοι μας αμερικλάνοι.

-Ρε συ Μπλένταρ, χθες μας έλεγες ότι είσαι από τη Νάπολι, σήμερα λες ότι μεγάλωσες στο Μπάρι;

(Με προσποιητή φωνή Ραματσότι)
-Τι Πιρέεεεεελλι, τι τραβέλι!!! Η μάμα από το Νάαααααπολι, ο πάπα από Μπάαααρι! (Σε ελεύθερη μετάφραση μάμα από Ελμπασάν, πάπα από Σκόδρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την Ιταλική λέξη zonta που σημαίνει σφήνα.

Χρησιμοποιήθηκε από τους Έλληνες ράφτες και τις Ελληνίδες μοδίστρες στην επιδιόρθωση και ανακαίνιση των ρούχων, όταν «προσέθεταν» ένα κομμάτι ύφασμα για να μεγαλώσουν/φαρδύνουν το αρχικό ρούχο. Κατόπιν το πήραν και άλλες κατηγορίες επαγγελμάτων, σιδηρουργία, βυρσοδέψες κλπ., πάντα με την έννοια του «προσθέτω» στο αρχικό υλικό.

Στην 10ετία του '60, έγινε συνώνυμο των εμβόλιμων σκηνών πορνό σε κάποιους κυρίως συνοικιακούς και απόμερους κινηματογράφους. Στην κανονική ταινία, προσέθεταν καμμιά δεκαριά μέτρα από άλλη ταινία, έβαζαν τσόντα δηλαδή, και ο κόσμος άρχισε να πηγαίνει ειδικά γι' αυτές τις εμβόλιμες σκηνές, τις τσόντες.

Μάλιστα όταν ο κινηματογράφος ήταν σχετικά άδειος, το φιλοθεάμον κοινό φώναζε:

«Δείξε τσόντα, θα πεινάσεις»

- Τσόντα ρεεεεε
- Χασάπη, δείξε τσόντα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δοκίμως είναι (μεταξύ άλλων) είδος λαμπτήρα. Σλανγκικώς είναι ο παθητικός γκέι συναφώς και προς την έκφραση τον βιδώνει το γλόμπο. Δηλαδή η τοποθέτηση λάμπας μπαγιονέτ αποτελεί μεταφορά για την πρωκτική διείσδυση. Τώρα, με λίγη σλανγκική φαντασία, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι το πρωκτικό σεχ- μπαγιονέτ είναι πιο βίαιο, δίκην στάσης κεμπάπ από το σεξ βιδωτού λαμπτήρα, που πάει πιο σταδιακά- περιστροφικά. Ο όρος μπαγιονέτ μπορεί να σημάνει και την διείσδυση του πέους εν γένει (ιδίως την πρωκτική), πάντως συνήθως αποτελεί χαρακτηρισμό παθητικού ομοφυλόφιλου, όπως περιγράψαμε.

  1. Σου φάνηκε και σένα ότι είναι μπαγιονέτ ο σερβιτόρος; Αυτό το σπάσιμο του καρπού του ήταν κάπως.

  2. Και βιδωτή και μπαγιονέτ (κάπου εδώ).

(από Khan, 15/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified