1. Το αντρικό γενετικό όργανο που ομοιάζει με μακρύ ευθύγραμμο κομμάτι επεξεργασμένου ξύλου, σε τετραγωνική ή ορθογωνική διατομή.

Οι λέξεις κλειδιά είναι το «μακρύ» και το «ευθύγραμμο».

Συνώνυμα: βλ. πέος.

2. Η οδοντογλυφίδα.

Προέρχεται από την ευγενή κοινότητα των οικοδόμων, η οποία μετά από κάνα φαγοπότι στην οικοδομή, χρησιμοποιεί για οδοντογλυφίδα λεπτό κομματάκι ξύλου απ' το μαδέρι(τέτοιο που αν δεν το πιάσεις με τρόπο σου μπαίνει στο χέρι σα σουβλί).

3. Ο ψηλός, άχαρος και άγαρμπος άνθρωπος.

Προκύπτει απ' το ότι γενικά το μαδέρι είναι κάπως και έχει ένα θέμα στην μετακίνηση-μεταφορά, στην όψη και στο ηχόχρωμα.

  1. - Θυμάσαι την τσοντοτράπουλα που είχαμε αγοράσει κάποτε σε κάποια ημερήσια εκδρομή από τα Τέμπη;
    - Ναι! Και εκείνον τον μαύρονε που βάσταγε στα χέρια του την πούτσα του και του έφτανε μέχρι το γόνα;
    - Χαχαχα! Καλέ τι μαδέρι ήταν εκείνο!

  2. - Γυναίκααα! τσάκω ένα μαδέρι! Άντε, γιατί τα δόντια μου έχουν γίνει ίσια από το πολύ κρέας που έχει μπει ανάμεσά τους.
    - (Τι άξεστος!) Οδοντογλυφίδα λέγεται χριστιανέ μου!

  3. - Ρε ψηλέ! δε βλέπεις; ο άνθρωπος θέλει βοήθεια, κουνήσου λίγο! τι μου κάθισες μέσ' στη μέση σα μαδέρι;!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εντελώς-παραπολύ χυδαίο σλανγκογραφικό παράγωγο του μουνιού που, inter alia, αφορά:

Πιο εκλεπτυσμένα: μουνότρυπα, μουνοτρυπίδα.

1.
- Kane spam ec malaka.. polu asxoli8ika me anorima anegkefala zwakia ante na trabi3eis kamia malakia gt dn se blepw kala !! ainte bravo k aftn tn hip hop klika p kouvalas peta tn sta skoupidia gt sapise k s xalaei t profil palio malaka albaniari gamw to kefali s0o gamw :@
- Ρε ξες ποιος ειμαι εγω;;;;;;;;!!!!!!!!!!!!!! εγω ειμαι ο τραμπουκος Νο2 του γκραφιτι σεκτιον....ειμαι το ΜΠΛΕ ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΤΙΚΟ ΔΟΝΤΙ.....ΑΜΑ ΞΑΝΑΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΕΘΝΙΚΟ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟ ΩΣ ΠΡΟΣΒΟΛΗ.... ΤΟ ΜΟΥΝΟΤΡΥΠΙΔΙ ΣΟΥ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΣΑ ΧΛΑΠΑΤΣΑ ΑΠ ΤΑ ΓΑΜΗΣΙΑ......το καταλαΒΕΣ!!!!!!!;;;;;;

2. Βρε σαλτα γαμήσου ρε αριστερο μουνοτρυπίδι και ασε μας ήσυχους,καθαρμα που θα μας το παίξεις και υπεράνω και οτι δε βρίζεις...

3.
- Επικότατο φέηλ... Εχθές είχαμε βγει κι έγινα ΜΟΥΝΟΤΡΥΠΙΔΙ στο μεθύσι, και μου 'σβησε το κιν απο μπαταρία. Όταν γύρισα σπίτι λοιπόν έβαλα το κινητό μου να φορτίσει... και δεν το άνοιξα. Έτσι λοιπόν δεν χτύπησε το γαμίδι κι έχασα την πτήση μου. - Πρωτον: RESPECT. Τωρα τι θα κανεις; δευτερον: Καλα ρε μαλακα, ποτε μεθυσες; συνεχισατε μετα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(θηλυκό: καταπιόλα) Αυτός / -ή που καταπίνει σπέρμα.

- Γλείφ' τα από χάμου, (μωρή) καταπιόλα.

Υπαρξιακή κραυγή (από Khan, 13/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ένας πολύ σεξιστικός τρόπος για να χαρακτηρίσει κάποιος την γυναίκα. Κατ' επέκταση και κάθε παθητικό ερωμένο /-η. Σχηματίζεται κατά τα σταχτοδοχείο, πτυελοδοχείο, τεφροδοχείο, ουροδοχείο, και γενικώς τα δοχεία όπου τοποθετούνται απερριμμένα υλικά. Μεγεθυντικό: τράπεζα σπέρματος. Συχνά, ο όρος χρησιμοποιείται για να καυτηριαστεί μια φαλλοκρατική συμπεριφορά, σε εκφράσεις του στυλ «με έκανε να αισθάνομαι σπερματοδοχείο». Αλλά και αντιστρόφως την παρτόλα.

  2. Κυριολεκτικά, είναι το μπροστινό μέρος του προφυλακτικού, το ειδικά διαμορφωμένο ώστε να δέχεται το σπέρμα. Όταν το φοράμε, είναι καλό να το πιέζουμε με τον αντίχειρα και τον δείκτη, ώστε να μην παγιδεύεται εκεί αέρας και μετά σπάσει και ψαχνόμαστε.

  3. Ενώ θα περίμενε κανείς να χαρακτηρίζει κυρίως το αιδοίο, χρησιμοποιείται συχνότατα για το στόμα. Σπανιότερα για τον πρωκτό. Δεν έχω ακούσει να χρησιμοποιείται για τα ρουθούνια ή τα αυτιά.

  4. Η πατσαβούρα γκόμενα /-ος, που χρησιμεύει μόνο για εκτόνωση και όχι για ευχαρίστηση. Σεξιστική χρήση του όρου.

  5. Επίσης, χρησιμοποιείται η έκφραση «μπερδεύω το σταχτοδοχείο με το σπερματοδοχείο» ως συνώνυμο του μπερδεύω την βούρτσα με την πούτσα ή του «μπερδεύω την Πούτση με την Βούρτση».

  6. Οποιοδήποτε αντικείμενο θέλουμε να βρίσουμε ως άχρηστο.

Στο Δ.Π. υπό Bubis.

  1. α) Μετα απο ωριμη σκεψη νομιζω πως οι ελληνιδες πρεπει να χρησιμοποιουνται μονο ως σπερματοδοχειο για πιπες. Από εδώ.

β) Από μικρή, κάθε φορά που σοβάρευε ο δεσμός και αρχίζαμε τις κουβέντες για το μέλλον, για γάμους, δαχτυλίδια και τα σχετικά, άρχιζα να βλέπω τα βράδια τον ίδιο εφιάλτη ξανά και ξανά.
Πέφταμε στο κρεβάτι, γινόταν η τυπική διαδικασία που με έκανε να αισθάνομαι αυτό που λέω εγώ σπερματοδοχείο, γινόμουν ράκος γιατί αυτός γύρναγε και κοιμόταν, εγώ ήθελα να μείνω μόνη μου, στο γάμο δεν μπορείς να απαιτήσεις από τον άντρα σου να φύγει από το σπίτι μετά το πήδημα, οπότε σηκωνόμουν, αφού πρώτα προσπαθούσα να ηρεμήσω και να μη σκέφτομαι άσχημα πράγματα, όμως το σπέρμα γλίστραγε ανάμεσα στα πόδια μου και με εξόργιζε που είχα μετατραπεί σε ένα απλό έπιπλο για αυτόν, ένα κομοδίνο, που δεν έκανε προσπάθεια να με γοητεύσει, που είχα μείνει ένα κέλυφος χωρίς ψυχή και μυαλό και οι κουβέντες όλες ήταν πότε θα φάμε, θα βγούμε, τι έχει η τηλεόραση και να φανταστείς πως δεν τα είχα στ’ αλήθεια ζήσει όλα αυτά.
Από εδώ.

γ) Για ποια φοινικικότητα, τουρκικότητα και αραβικότητα μιλάς; Η Κύπρος δεν είναι ένα πολυεθνικό σπερματοδοχείο αλλά ένα Ελληνικό νησί που δέχτηκε πολλούς κατακτητές.
Από εδώ.

  1. Κράτα το προφυλακτικό από μπροστά όταν το βάζεις, κλείνοντας με τα δάχτυλα το σπερματοδοχείο ώστε να φύγει ο αέρας.
    Από εδώ.

  2. α) ΜΟΥ ΕΛΕΓΕ ΟΤΙ ΘΑ ΕΙΜΑΙ ΤΟ ΣΠΕΡΜΑΤΟΔΟΧΕΙΟ ΤΟΥ ΕΝΩ Η ΠΙΕΣΗ ΤΗΣ ΠΟΥΤΣΑΣ ΤΟΥ ΣΤΟ ΛΑΡΥΓΓΙ ΜΟΥ ΓΙΝΟΤΑΝ ΟΛΟΕΝΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ.ΤΩΡΑ ΘΑ ΧΥΣΩ ΡΕ ΓΑΜΙΟΛΑ ΜΟΥ ΛΕΕΙ ΚΑΙ ΘΑ ΤΑ ΚΑΤΑΠΙΕΙΣ ΟΛΑ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΑ ΕΓΩ ΑΛΛΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΘΕΛΑ. Από εδώ (για ενήλικες).

β) Ο πρωκτός ως σπερματοδοχείο.
- Ο πρωκτός χωράει αρκετούς χυμούς και η πολλάπλη εκσπερμάτωση είναι κάτι που μπορεί να τον μετατρέψει σε δοχείο σπέρματος. Είναι κάτι που μου αρέσει και θα ήθελα να ακούσω γνώμες...

- Δε μπορώ να καταλάβω... γνώμες πάνω σε τι; Πάνω στο αν χωράει πολλούς χυμούς; Πάνω στο αν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως σπερματοδοχείο; Τι ακριβώς να πούμε πάνω σ' αυτό; Ο καθένας τον διαχειρίζεται όπως θέλει.
Από εδώ (για ενήλικες).

  1. Γιατί να θυσιάσει κι άλλο χρόνο για μια πατσαβούρα, ένα σπερματοδοχείο ; Από εδώ.

  2. Ανώνυμε δε καταλαβαίνω τι ακριβώς εννοείς, το κείμενο και η ιδέα είναι δικά μου, όπως και δικό μου είναι το blog στο οποίο καλα θα κάνεις να μην ξανααφήσεις τα υπονοούμενά σου, εκτός και αν μας εξηγήσεις τι εννοεί το σπερματοδοχείο που χρησιμοποιείς για εγκέφαλο. Καλημέρα και ευχαριστώ που με διαβάζεις :D
    Από εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κορδέλα που φοράει στο μέτωπο της η γυναίκα που έχει πολλά μαλλιά και έτσι δεν την εμποδίζουν να απολαύσει το... τσιμπούκι της.

Εκείνη: Αγάπη μου; Μου πηγαίνει αυτό που φοράω στα μαλλιά σήμερα;
Εκείνος: Και γαμώ τις τσιμπουκοκορδέλες!

τσιμπούκια ο τίγρης... (από BuBis, 13/09/09)με σήμα την Paris... (από BuBis, 13/09/09)(από zio1, 16/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ετυμολογικά σχετίζεται με το χάρχαλο.

Κατά τον Αντώνιο Ν. Βάλληνδα (Πάρεργα: Φιλολογικά πονημάτια 1887) σημαίνει «κώδων κακοήχως σημαίνων».

Επίσης, «το βελανίδι που μαζεύεται το φθινόπωρο» (όπως αναφέρει εδώ ο xalikoutis).

Σήμερα:

1. Όταν πρόκειται για γυναίκα,

  • σημαίνει την άσχημη γεροντοκόρη, τη χοντρή και πλαδαρή γυναίκα.
  • σήμερα χρησιμοποιείται σαν το πουτάνα και τα συναφή όπως λέει εδώ ο xalikoutis. Συνώνυμο το χαρχάλω (κατά μια έννοια).

    Όμως, αρχικά, σήμαινε τη χοντρή και πλαδαρή πουτάνα που ‘χε χρόνια στο κουρμπέτι (οπότε αφενός πεπειραμένη, αφετέρου γριά, για το λειτούργημα) στυλάκι: «κλάσε λιγάκι μωρή, να βρω το δρόμο» -ίσως εδώ(;!) να έγκειται κι η πιθανή συγγένεια με το «χαρχαλεύω».

2. Τρύπα (που εύκολα συσχετίζεται με το πουτάνα).

3. Όταν πρόκειται για κάποια μηχανή (συνήθως αυτοκινήτου ή μοτοσικλέτας, αλλά όχι μόνο) ουσιαστικά έχει την ίδια ακριβώς έννοια με το χάρχαλο, το χάρβαλο και (κατά μια έννοια) με το χαρχάλω με έμφαση στο ό,τι κάνει θόρυβο λόγω παλαιότητας και/ή υπερβολικής χρήσης, ενώ εννοείται πως είναι προς αντικατάσταση (που θα έπρεπε να έχει ήδη γίνει αλλά αναβάλλεται για οικονομικούς λόγους) γιατί είναι ξεχαρβαλωμένη, σαραβαλιασμένη.

4. 'Οταν πρόκειται για χρήματα σημαίνει

  • το εύκολο, μαύρο χρήμα που προέρχεται από διαπλοκή,
  • τη μεγάλη μάσα, το φαγοπότι μεγάλων ποσών.

    5. Η έκφραση μ’ έφαγε η χαρχάλα κατά το Λαρ’σινό Λεξ’κό σημαίνει τον ήπια, τα ‘παιξα, τα ‘φτυσα, τα είδα όλα.

6. (Στην Κρήτη, κυριολεκτικά), η σφενδόνα. Προέρχεται απ’ τη διχάλα κι αυτή απ’ το αρχαίο χαλή (χηλή) - αφιερωμένο στον xalikoutis που το ‘χε απορία εδώ.

Παρεμπιπτόντως, απ’ εδώ προέρχονται:

  • τα Κρητικά: το χαχάλι, η χαχαλόβεργα και τα Χιώτικα: το χάχαλο, ο χάλος, το χαλούνι, ο χαχάλης (το κλαδί ή το ξύλο ή σίδερο που καταλήγει σε διχάλα –το δικράνι - αλλά και το σχήμα V),
  • η Κρητική χαχαλιά (η χούφτα - και σαν μονάδα μέτρησης μικροποσοτήτων).
  1. «…Όντας όμως πρακτικός άνθρωπος, σκέφτηκε πως αν έλεγε πως παντρεύεται για την περιποίηση του ορνιθώνα του, σίγουρα θα τον εκλάμβανε (η γριά προξενήτρα) για κανέναν αγροίκο ορεσίβιο και ασφαλώς θα του φόρτωνε καμιά χαρχάλα…»

  2. «…Παραπονείται επίσης, στον έναν από τους δυο σιδηροδρομικούς …. ότι στις τουαλέτες του τρένου που πήγε πριν από λίγο να κάνει την ανάγκη της, δεν είχε νερό. Ο σιδηροδρομικός, …., το παίρνει κατάκαρδα. -Έλα εδώ μωρή καριόλα!.. Που θα μου πεις εμένα πως δεν έχει νερό το βαγόνι!.. Που δεν ξέρεις που παν τα τέσσερα, κωλόβλαχα!.. Έλα εδώ μωρή φακλάνα. Να σου δείξω εγώ αν έχει ή δεν έχει νερό το τρένο... Γιατί φεύγεις μωρή χαρχάλα; Έλα ‘δω!....»

  3. «… η ωραία κίνηση ήταν η πάσα πριν το γκολ! Εκεί που αδειάστηκε η άμυνα! Από κει και πέρα ο παίκτης ήταν ελεύθερος πια με καθαρό οπτικό πεδίο είδε την χαρχάλα που άφησε ο πορτιέρο και με ένα καλό τωόντι σουτ έγραψε…»

  4. «…Και με αυτά τα λόγια σηκώνει το μαστίγιο και το κατεβάζει πάνω στον πισινό μου. Αυτή τη φορά, το χτύπημα δίνεται έτσι ώστε η λουρίδα να χωθεί σαν φίδι ανάμεσα στα σκέλια και να προσβάλει την χαρχάλα που χάσκει ανοιχτή…»

  5. «…Ναι, υπάρχει το ταξί. Αλλά κοστίζει περισσότερο από μια κακοσυντηρημένη χαρχάλα που δυστυχώς τα ΚΤΕΟ επιτρέπουν να κυκλοφορεί….»

  6. «…Εδώ συζητιέται αν το Samsung Omnia (WM 6.1) θα είναι καλύτερο από το iPhone και θα είναι η χαρχάλα της Nokia με το «φοβερό» Symbian Touch UI καλύτερο; Χα Χα….»

  7. «…Μα η τελευταία Νομαρχιακή απόφαση του Ψωμιάδη δεν ήταν και πάλι χαρχάλα χρήμα στον εξυπνάκο μας από την καύση σκουπιδιών; έλεος πια!! …»

  8. «…Ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης επί ΠΑΣΟΚ έβγαζε από τις επιτροπές 19,000€. Αυτό είναι γραμμένο σε αγωγή Πασοκτζή Προϊσταμένου που αντικαταστάθηκε τον Αύγουστο του 2004 και ζητάει αποζημίωση γιατί αντικαταστάθηκε «παράνομα» και ζημίωσε. Γι' αυτό και το μένος της κυρίας που φαίνεται ότι είχε γλυκαθεί στην χαρχάλα. Όλα τα άλλα (διδακτική εμπειρία κλπ) είναι φούμαρα για αφελείς….»

  9. «…ο “τζάμπα” λιγνίτης δυστυχώς η ευτυχώς τελείωσε για τις επόμενες γενιές. Τώρα τα κοράκια βάλαν μάτι στα υδροηλεκτρικά Αώο, Αχελώο, Αξιό κλπ. Εκεί είναι το ζουμί και η χαρχάλα….»

  10. «…Γιατί μ’ έφαγ’ η χαρχάλα μαζί σ’ πια Νάσου. 2 χρόνια μι πιλατέβεις…»

  11. «…Η χαρχάλα στην κολότσεπη μία φέτα ψωμί με ζάχαρη ή ξυσμένη ντομάτα με ρίγανη στο χέρι, δίπλα μας το αυτοσχέδιο πατίνι με ρόδες τα μεγάλα ρουλεμάν της παλιάς αλωνιστικής και μπρος για κατηφόρες, φωνάζοντας στους άδειους δρόμους και στις όμορφες γειτονιές...»

(όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Να προσθέσω τρία ακόμα είδη μουνικών στον έξοχο ορισμό στη καθ' ύλην αρμόδιας Iron:

  • Κρέμα ή φάρμακο για μουνολογικές παθήσεις.
  • Το γυναικομάνι, η θηλυκή εκδοχή του αρχιδόκαμπου.
  • Μουνικό οξύ, ένα οργανικό ισχυρό οξύ, μετρίως διαβρωτικό χωρίς ιδιαίτερες βιομηχανικές χρήσεις. Προσβάλλει το δέρμα και διαβρώνει και φθείρει τα εσώρουχα. Η οσμή του είναι ερεθιστική και θυμίζει καμένο ντουί. Το καθαρό μουνικό οξύ είναι τελείως άχρωμο, αλλά το μουνικό οξύ του εμπορίου είναι κιτρινωπό επειδή περιέχει προσμίξεις.

1. μουνικό (= αλοιφή για τη θεραπεία παθήσεων των εξωτερικών γεννητικών οργάνων της γυναίκας)

1. θυμάμαι τον Κώστα Πρέκα που ήτανε πολύ – μα πολύ εξοικειωμένος με το υγρό στοιχείο. Πρωταθλητής καταδύσεων ήτανε ο άνθρωπος. Έριχνε βουτιά απ’ τον ψηλότερο βατήρα στο κολυμβητήριο κι αναστέναζε το μουνικό στις κερκίδες

3. Μικροί κυνηγάγαμε τα μαύρα βρακιά που άπλωναν τα παλιά χρόνια οι θείτσες και γιαγιάδες, αυτά που είχαν ξασπρίσει στο γνωστό σημείο απ΄το «μουνικό οξύ», και με ψαλίδι το κόβαμε και το κρεμάγαμε δίπλα στα βρακιά!! Όλες τις γειτονιάς μόλις μας έπαιρναν είδηση έτρεχαν και τα μάζευαν!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Κουβάδες»: δείχνει τεράστια ικανοποίηση η και απόλαυση και αποτελεί τμήμα της έκφρασης «χύνω κουβάδες». Επίσης δεν αναφέρεται μόνο σε σεξουαλικά αντικείμενα αλλά και σε οτιδήποτε μπορεί να προσφέρει απόλαυση η ευχαρίστηση. Επίσης χρησιμοποιείται ως παραίνεση.

1) Συζήτηση μεταξύ φίλων. Ερώτηση: είναι καλό το τελευταίο π.χ. (ταινία, δίσκος, παιχνίδι, βιβλίο);
Απάντηση: Καλά μιλάμε, κουβάδες!

2) Πήγαινε να φας στο τάδε εστιατόριο, το φαγητό είναι κουβάδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει ερωτικό παιχνίδι (sex toy) που αποτελείται από αλυσίδα ή σχοινί με μπίλιες/χάντρες που εισέρχεται στον πρωκτό.

- Μάκη μου, τι δώρο θες για τη γιορτούλα σου;
- Αχ, το έχω απωθημένο να παίξω μ' ένα κωλομπεγλέρι σπέσιαλ!
- Ό,τι θέλει το παιδί.

- Και που λες, μπαίνω στο γραφείο του διοικητή και τον βρίσκω ξαπλωμένο ανάσκελα με τη μαλαπέρδα πάνω στη κοιλιά...μου λέει « έλα πιτσιρίκο να πούμε δυο κουβέντες σταράτες»..
- Ε τον βρωμιάρη...και τώρα τι θα κάνεις;
- Το μόνο που μένει να κάνω είναι να τον κεράσω ένα κωλομπεγλέρι δυόμισι μέτρα...

(από Afentikos, 14/02/15)(από Afentikos, 14/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όχημα που μεταφέρει πόρνες. Στην Τσεχία (αλλά και σε άλλες χώρες που πουλάνε μουνί) τα εν λόγω οχήματα είναι ειδικά διαμορφωμένα, με μεταξόνιο τουλάχιστον τριών μέτρων (άρα τρεις με τέσσερις πόρτες σε κάθε πλευρά), φέρει δε διακριτικά λογότυπα και χρώματα του εκάστοτε στριπτιτζάδικου στο οποίο εργάζονται οι επιβαίνουσες.

Κοίτα, ρε παπάρα! Περνάει μια πουτανοφόρα φουλ στο μουνί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified