Η ψυχοσωματική κατάσταση της γυναίκας όταν βρίσκεται στις μέρες της περιόδου.
- Μου τα πρήξε η διευθύντρια σήμερα για το project.
- Άσε και εμένα μία από τα ίδια. Όλη την εβδομάδα θα τρώμε στα μούτρα τις μουνοσιχτιριές της...
Η ψυχοσωματική κατάσταση της γυναίκας όταν βρίσκεται στις μέρες της περιόδου.
- Μου τα πρήξε η διευθύντρια σήμερα για το project.
- Άσε και εμένα μία από τα ίδια. Όλη την εβδομάδα θα τρώμε στα μούτρα τις μουνοσιχτιριές της...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η λέξη εξηγείται από μόνη της. Το αρχιπουρό είναι ο ηγέτης και συντονιστής των πουρών, με ότι αυτό μπορεί να συνεπάγεται: πρωτεία ηλικίας ή ηγετικές ικανότητες. Μπορεί να ειπωθεί και σαν βρισιά, αλλά και χαϊδευτικά. Δεν περιορίζεται δηλαδή η εννοιολογική σημασία του λήμματος από την προσθήκη του αρχι- μπροστά, όπως συμβαίνει με άλλες λέξεις, όπως το μαλάκας για παράδειγμα, που άμα το πεις σε κάποιον, δεν του το λες πλέον χαϊδευτικά.
Μπορεί να το λένε και δύο τριαντάρες γκόμενες μεταξύ τους, για να αλληλοπειραχτούνε, αφήνοντας υπονοούμενα όσον αφορά το ότι δεν μπορούνε πλέον να φοράνε μίνι, μήπως και φανούνε τα χείλη τους...
Εκδοχές της λέξης είναι οι εξής:
Πούραρχος, πουραγός, υποπούραρχος, ανθυποπούραρχος, επιπούραρχος, αρχιπούραρχος και πουράρχης.
Ως γνωστόν η Ελλάδα έβγαλε μόνο έναν στρατάρχη, τον Αλέξανδρο Παπάγο και επίσης έβγαλε έναν και μόνο πουράρχη. ...Μαντέψτε ποιον.
Αποφόρουμ
Sisi15:
τζενακι μου, ειμαι καλα...
για την ακριβια καλητερα απο το πρωι...
εσυ τι κανεις, αρχιπουρο;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η λεσβία με ανδροπρεπή, βαρβάτα, macho χαρακτηριστικά.
Μάλλον συνεκδοχή από τον νταλικέρη και την νταλικέρισσα και την στερεότυπη εικόνα αυτών: χοντροκομμένη, με χυδαΐζουσα συμπεριφορά, μη μονογαμική, κτητική. Η λεσβία που δεν έχει και δεν ενδιαφέρεται να έχει θηλυπρέπεια.
Λέγεται και αυτοσαρκαστικά. Υπάρχει άλλωστε και ομώνυμο περιοδικό λεσβιακού ενδιαφέροντος.
Λέτε στην ψειρού να ζήσει και τις χαρές του σαπφικού έρωτα; (να την κάνει bitch της καμιά βαρβάτη νταλίκα με διαστάσεις Shaquil O' Neil και να τη βάζει να της φέρνει τις αρβύλες - με το απαραίτητο slap στον κώλο βεβαίως βεβαίως). Ωραία εικόνα...
- Με αυτό τον τίτλο όμως μπορεί να παρεξηγηθούν οι νταλικιέρηδες.
- Μα, γιατί; Κάποιες λεσβίες είναι νταλίκες (με την έννοια ότι είναι ανδροπρεπείς). Δεν είναι ψέμα αυτό. Εξ ου και ο τίτλος του περιοδικού.
Νταλίκα λένε τη βαρβάτη λεσβία στην πιάτσα.
<oldman> tha hmouna poly ntalika an hmoun female me nick «oldman»
Got a better definition? Add it!
Σχετικοασχέτως με τους άλλους ορισμούς, στην σεξοσλάνγκ κομοδίνο λέγεται η/ο υπερβολικά παθητική/ος ερωμένη/ος, το έπιπλο. Είναι πολύ διαδεδομένο στην μπουρδελοσλάνγκ.
Ήταν μέτρια ή για την ακρίβεια ένα πολύ πρόθυμο κομοδίνο.
Got a better definition? Add it!
Bones Ι like to fuck, υποδηλώνει την ερωτική επιθυμία προς γυναίκες που διανύουν αισίως την δεύτερη εκατονταετία της ζωής τους (βλ.νίντζα), εξ ού και η αναφορά των ατόμων αυτών ως οστά.
Συγκριτικά, η βαθμίδα είναι: milf > gilf > bilf
- Καλά φίλε, το τσέκαρες το bilfόνι στο φαρμακείο;Σαν τα κρύα τα νερά!
- Δεν ξέρω major, πολύ κοκαλιάρα για τα γούστα μου.
Got a better definition? Add it!
Α. Σύμφωνα με ψιλοορισμό κατά Δ.Π. σκιαγραφείται εκείνος ο τύπος ανθρώπα που ενώ γνωρίζει ότι ο βαθύτερος πυρήνας της ύπαρξής του, η ιδιαίτερη ατομικότητά του, η ταυτότητά του, η μοναδικότητά του ανάμεσα στο Είδος, συμπυκνώνεται περισσότερο απ’ όλαωστην προσπάθεια κατάκτησης του Άλλου, στην αποπλάνηση του ποθητού αντικειμένου, στην αδιαπραγμάτευτη διασπερμάτευση και εντέλει στην κατάλυση των ορίων του σώματος, του νου και την ψυχής, παραμένει πάντα στο παρατρίχα. Γιατί δεν θέλει, ή γιατί δεν μπορεί, ή γιατί νομίζει ότι δεν θέλει, ή δεν μπορεί. Ή για λόγους αδιάγνωστους, που βρίσκονται στο σκοτάδι, πίσω από το κοινωνικό προσωπείο που προβάλλει εκείνη τη στιγμή. Κι επειδή συνεύρεση χωρίς συναίνεση δε λέει, γιατί παρακαλετό μουνί, ξινό γαμήσι, την κρίσιμη ώρα υπαναχωρεί… Βέβαια αν υπάρχει μια πιθανότητα να χώσει την εξαργυρώνει από πριν, πάει τη νέα στη Σχολή, στη λαϊκή, φιάχνει τα υδραυλικά, τις πρίζες, πάει πιμί πάει τα παιδιά φροντιστήριο (λέμε τώρα).Καληνυχτάκιας, αγκαλίτσας, νεροκουβαλητής, θυρωρός, γκομενοφύλακας, ποτεγαμήσης, καληνυχτυχεράκιας, μουνοφύλαξ, bye sexual μουνοβοσκός, χαρεμάκιας, πολλά μουνιά τριγύρω μας, στον πούτσο μας κανένα, συνώνυμα.
Β. Κουτουτουμουγού τώρα, και με δεδομένο την αμφισημία της γλώσσας, γαμησοχαμάλης είναι ο που γαμεί σα να τραβάει χαμαλίκι, εντελώς τελείως όμως και χωρίς ίχνος γκάβλας να διανθίζει την πράξη του αυτή, τόσο πιο σκληρός, όσο βασικότερο το ένστικτο, όσο πιο στοιχειώδεις οι ανάγκες που ικανοποιούνται.
Επιτομή του γαμησοχαμάλη ο χαρακτήρας του Τζ. Τζαννίνι στην ταινία “επτά ομορφιές» Pasqualino Settebellezze που αναγκάζεται να πηδήξει την νταλίκα-μπαζόλα- φράου-δίκα του στρ. συγκέντρωσης για να μη δει τα ραδίκια ανάποδα, ή στην πιο μπλακχιούμορ εκδοχή να μη δει τον κόσμο μέσα από τον φούρνο…
Ο χαρακτήρας αναγκάζεται να δώσει ό,τι πολυτιμότερο έχει, να ξεπουλήσει τα πάντα, ακόμα και το ονόρε του (αφού για μια τιμή ζει ο άνδρας) για να επιβιώσει.
Στα καθ’ ημάς, σε πιο λάιτ κοινωνικές συνθήκες, γαμησοχαμάλης γίνεται κάποιος για να δει πρωτάθλημα στη νόβα, να δει μαγειρευτό φαΐ, να δει κάνα γεμάτο ψυγείο, κάνα πλυμένο σώβρακο, τις Σημειώσεις του κ. Απιθανόπουλου κ.α. ευτελή αγαθά. Τόσο πιο βαθειά χώνεται στη χαμαλίκα, όσο πιο πολύ το υπό εκμετάλλευση αντικείμενο αντιστέκεται…
Έχοντας την υποψία ότι πρόκειται για νεολογισμό ή λεξιπλασία (το αν η «λεξιπλασία» είναι νεολογισμός, αλλουνού παπά βαγγέλιο, δεν απασχολεί) έχω να επισημάνω ότι εδώ κάνουμε ρεπορτάζ, οπότε το ό,τι νά 'ναι είναι εκ των ουκ άνευ.
Άλλωστε μην ξεχνάμε ότι η επανάσταση, εκτός από την τυπογραφία, στηρίχτηκε και στην Εγκυκλοπαίδεια του Ντιντερό (pun intended)
Νονός, κουμπάρος και μπαμπάς του λήμματος Gatz από Δ.Π.
(υπογραφή: ο γαμησοχαμάλης της υπόθεσης)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στον γραπτό λόγο, λ.χ. διαδικτυακό, οι αντίπαλοι του Ολυμπιακού επιλέγουν να γράψουν με greeklish το μισό γαύρος (δηλαδή το παρατσούκλι του Ολυμπιακού) για να υπαινιχθούν ότι οι Ολυμπιακοί είναι γκέουλες που κάνουν πουστιές. Ή το γράφουν μισό με κεφαλαία γκρήκλις (φωνακλάδικα) και μισό με μικρά.
ΑΠΟΦΑΣΗ ΣΟΚ:Χωρίς κόσμο με ΠΑΟΚ!ΠΑΣΟΚ-GAYΡΟΣ ΠΑΝΕ ΝΑ ΤΙΝΑΞΟΥΝ ΤΟ ΠΡΩΤΑΘΛΗΜΑ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ! (Εδώ).
OPOIOS DEN PHDAEI GAYros EINAI RE ΟΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΠΗΔΑΕΙ ΓΑΥΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΡΕ TA TYBANA STON KWLO SAS MOUNIA TA KAPNOGONA VALTE TA KI AUTA KAI TREXTE APO'DW KAI TREXTE APO'KEI POUTANAS GIOI APOGONOI LAGOI SKATOFLWROI XWRIS IDANIKA ROUFIANOI EISTE APO MIKRA PAIDIA NAUTHS O MPAMPAS POUTANA H MAMA KAI STO PAGKRATI TREXATE XANA. (Εδώ μέχρι να απαγορευθεί για εχθροπάθεια).
Got a better definition? Add it!
Καραλεσβία του κερατά, που κάνει και τους πιο ματσό άντρες να δείχνουν φλώροι.
- Που λες φίλε, είχαμε βγει για καφέ με τον Τάσο και την κοπέλα του την Όλγα πριν κάτι μέρες και κάποια στιγμή πέρασε μια γνωστή της και μας χαιρέτησε...
- Α ναι, για πες; Καλό κομμάτι;
- Άσε, σκέτος λεσβιάθαν ήταν.
για τον ξένο μεταφραστή: λογοπαίγνιο με το λεσβία και το όνομα Λεβιάθαν.
Got a better definition? Add it!
πουτανέλι (το): Χαρακτηρισμός για τη μικρόσωμη γυναίκα που είναι και πιθανότατα νέα. Βασικός χαρακτηρισμός είναι η κουτοπονηριά έκδηλη και στο ύφος της. Εμφανώς της λείπει η εμπειρία για να το παίξει κυριλέ πουτάνα. Τα προκλητικά άγουστα ρούχα είναι κυρίως αξεσουάρ. Η τσίχλα δευτερεύον.
Το λήμμα προφανές: πουτάνα.
.
- Ρε την είδες την κόρη της γειτόνισσας πως ήταν ντυμένη;; - Ναι εντελώς πουτανέλι !!
Σχετικά και τα πινεζοπούτανο, κοντοπούτανο, τσολιάς στα υποβρύχια, όρθιο τσιμπούκι, πίπα όρθια, Π.Τ.Ο., Π.Π.Ο. αλλά και ξεψώλι και τα καυλοράπανο και καβλοράπανο
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μηχάνημα ή / και άνθρωπος που εξειδικεύεται στο να μπήγει παλούκια υπό οποιεσδήποτε συνθήκες.
Το μέγεθος των παλουκιών είναι αδιάφορο. Επίσης η τοποθεσία στην οποία μπήγονται δεν είναι προσδιορισμένη.
Συζήτηση μεταξύ φίλων στο ελεύθερο κάμπινγκ.
- Κοίτα ο δικός σου πώς αγωνίζεται μες την βροχή να στήσει την σκηνή. Tρομερός παλουκομπήχτης.
- Χαχα ναι το χρυσό μου.
- Καλά θα περάσετε άμα την στήσει...
- Χαχαχα είπαμε παλουκομπήχτης!!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified