Further tags

Ολίγη από παρτσακλό, ολίγη από ντιπ για ντιπ αλλού, το πιριπιτσόλι (ενίοτε και πιρπιστόλι) απαντάται σε όλη την ελληνική επικράτεια. Είναι συνήθως γένους θηλυκού, αν και σπάνια έχουν καταγραφεί εμφανίσεις αρσενικών πιριπιτσολιών. Είναι ένα αλαφροΐσκιωτο πλάσμα, άκακο για το ευρύ κοινό και δεν έχει γνωστούς εχθρούς στο ζωϊκό βασίλειο. Παρά ταύτα, η εν γένει χαζοχαρούμενη διάθεσή του, ενίοτε κουράζει και εκνευρίζει. Η έννοια έχει και μια ενδυματολογική διάσταση, αφού το πιριπιτσόλι προσομοιάζει σε χαρμπαγιάγκαλο.

Ρε συ, τι πιριπιτσόλι είναι αυτή η Ντέπυ; Κατ' αρχήν όλο φοράει κάτι περίεργα σαν φάσιονβίκτιμ ένα πράμα. Κάτι παρδαλά, κάτι μυστήρια. Και όλο χαχανίζει, ρε πούστη μου. Της έλεγα για τον ΠΑΟΚ προχθές κι αυτή γελούσε. Τι γελάς μωρή, της λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος σοβιετικών καταδιωκτικών αεροσκαφών. Επίσης, συλλογική ονομασία για τα σμήνη των καλλιτέχνιδων που ενέσκηψαν στην Ελλάδα - επίσης στην Κύπρο και την Τουρκία - από τις χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού στις αρχές της δεκαετίας του '90.

Τα γνήσια μιγκ ήταν κατασκευασμένα στη Ρωσία και την Ουκρανία, αλλά ο όρος χρησιμοποιήθηκε καταχρηστικά και για μοντέλα από άλλες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, κυρίως την Τσεχία και, μάλλον απροσδόκητα, την Μολδαβία. Στην έκδοση export είχαν ύψος τουλάχιστον 1.75, διαστάσεις 36-25-34, ξανθό μαλλί και γαλανό μάτι που χάραζε κρύσταλλο στα 20 μέτρα. Οι γλωσσικές τους δυνατότητες ήταν μάλλον περιορισμένες: «πώς σε λένε;», «εμένα με λένε Νατάσα/Ταμάρα» και «δέκα χιλιάδες» το οποίο με την πάροδο του χρόνου εξελίχθηκε σε «διακόσια πενήντα γιούρο».

Τα πρώτα χρόνια τα Μιγκ είχαν τις βάσεις τους κυρίως στα επαρχιακά κωλόμπαρα, όπου χάρη στον προηγμένο επιχειρησιακό εξοπλισμό τους άκοπα έκαμψαν τις περιορισμένες ούτως ή άλλως αντιστάσεις των επί δεκαετίες στερημένων τοπικών παραγόντων και ρήμαξαν χιλιάδες αγροτικές περιουσίες. Βαθμιαία εξαπλώθηκαν σε τουριστικά θέρετρα και τα μεγάλα ξενοδοχεία της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης, της Λευκωσίας και της Λεμεσού. Σήμερα τα μιγκ είναι πιθανότερο να τα συναντήσουμε σε διευθυντικούς ρόλους σε κτηματομεσιτικά γραφεία με Ρωσική πελατεία ή σε εταιρείες διοργάνωσης συνεδρίων.

- Τι καλλιτεχνικό γραφείο, ρε παραμυθά, σοβαρά μιλάς; Είχε πρίζες στο Αλλοδαπών κι έβγαζε βίζες για τα Μιγκ. Έτσι τά 'κανε τα λεφτά.

(από Khan, 29/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεσβία. Προφανώς προέρχεται από τον αντίστοιχο χαρακτηρισμό για την φυσική θέση του ανδρικού μορίου στο παντελόνι. Ωσεκτουτού, παραπέμπει κυρίως στις αντρογυναίκες λεσβίες και όχι σε αυτές που παίζουν στις τσόντες. Απαντά επίσης και ως δεξιοκάβαλη, χωρίς να υπάρχει διάκριση/διαστρωμάτωση ανάμεσα στους δύο όρους.

- Πάρε μια αριστεροκάβαλη, ρε!
- Πού πα ρε Σουγκλάκο;!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ότι κάποιος είναι πούστης. Σε αντίθεση με άλλες εκφράσεις με την ίδια σημασία (π.χ. το πνίγω το λαγουδάκι κλπ.), η έκφραση αυτή δεν είναι διακριτική ούτε ιδιαίτερα κομψή. Από την άλλη, είναι σαφής, παραστατική και δεν αφήνει περιθώρια για αμφιβολίες. Ωσεκτουτού, μια μικρή δόση υπερβολής που περιέχει συγχωρείται.

- Ρε συ, έχω ένα θέμα αλλά είναι λίγο λεπτό...
- Ορίστε, ακούω.
- Ρε συ, ο Σούλης... Καλό παιδί, δε λέω, μουστάκι Κολοκοτρωνέικο, αλλά κάπου έχει μπει στο μυαλό μου ότι τον πασπαλίζει τον κουραμπιέ... Γιατί έχω δει κάποιες τάσεις...
- Τάσεις; Τι τάσεις, ρε μαλάκα; Αυτός τον παίρνει καδρόνι και τον βγάζει ροκανίδι... Έχουν βουίξει τα Πετράλωνα και συ έχεις μείνει ακόμα στις τάσεις. Άει καλά ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχει 2 κύριους ορισμούς :

  1. Ίδιο με τη φράση «παίρνω τον πούλο»
  2. Ίδιο με τη φράση «Την πουλεύω, την κάνω»

Προέρχεται από την διακωμώδηση του ονόματος γνωστού πολιτικού προσώπου.

  1. - Δεν την παλεύω με το κρύο εδώ έξω. Τομπούλογλου!

  2. - Τι έπαιξε χθες με τη Ρένα; Έγινε τίποτα;
    - Τομπούλογλου, με το πουλί στο χέρι έμεινα!

Τομπούλογλου (από panos1962, 29/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του πούστης, αλλά στο πιο αλούμπαρδο (βλ. αλούμπαρδος). Επειδή υπάρχει μια ηχητική ομοιότητα με το ασκέρι, που παραπέμπει στην ηρωική επανάσταση του '21, στους λεβέντες τσολιάδες μας και γενικά σε μια εικόνα μακριά από την ομοφυλοφιλία, η λέξη έχει μια ξεχωριστή γοητεία. [citation needed]

Τράβα μίλα τής γκόμενας που σε κοζάρει τόση ώρα, ρε παλιοπουστέρι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσδιοριστικό επίθετο για γυναίκες που παρά το επίμονο φλερτ δεν ενδίδουν. Πιθανότατα προέρχονται από οικογένεια αυστηρών αρχών (και περιμένουν την πρώτη νύχτα του γάμου) ή είναι ερωτευμένες με άλλον...

Το αιδοίο της, παρά τις ηρωικές προσπάθειες δεν το ανοίγει, το κρατάει κλειστό σαν στρείδι...

Της ίδιας οικογενείας με τα: φαρμακομούνα, αγαθομούνα, μαλλιαρομούνα, χαζομούνα, αραχνομούνα

- Ωραία γκομενίτσα η Μαρίτσα, θα της την πέσω...
- Η Μαρίτσα είναι στρειδομούνα, τσάμπα θα φας τα νιάτα σου, την πιλάτευε ο Μήτσος οκτώ βδομάδες, αλλά δεν το άνοιξε το στρείδι να φάει το μαργαριτάρι....

(από Khan, 10/08/14)(από Khan, 01/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητική έκφραση συνήθως για γυναίκες με μεγάλη περιφέρεια.

Παρομοίωση σχετική με τρακαρισμένα αυτοκίνητα που έχουν ξεχειλώσει οι λαμαρίνες...

- Όμορφη κοπέλα η Πηνελόπη! - Τι όμορφη και κουραφέξαλα, δεν βλέπεις ότι έχει πάρει λίγο στο σασί...

Got a better definition? Add it!

Published

Ό,τι λέει. Γυναικείο στήθος που βελτιώθηκε (;;;) - συνήθως μεγάλωσε - μετά από παρέμβαση πλαστικού χειρουργού.

Ως είδος, ανεβαίνει όλο και ψηλότερα στη λίστα δώρων για επέτειο γάμου.

Δες και φο-βυζού.

- Ωρρραίο βυζί ... πεπονάτο ...
- Μη μασάς ... αγοραστό είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ξινή γυναίκα, η στριμμένη, η ξινόφατσα.

- Πφ! περιμένεις να σου πει καλό λόγο η ξινομούνα! Απ' το πρωί που μπήκε όλα τη φταίνε, άλλα την ξινίζουν, άλλα τη βρωμάνε.

Δες και ξινομουνίαση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified