Further tags

Γκόμενα που τρως το σώμα και πετάς το κεφάλι, όπως με την γαρίδα. Είναι συχνός τύπος γκόμενας, που μπορεί να μην το παραδέχονται όλοι, αλλά όλοι θα ψηνόμασταν λιγάκι να την «φάμε».
Η γκόμενα γαρίδα, που συνήθως από πίσω την βλέπουμε και την λιγουρευόμαστε, αλλά τρομάζουμε όταν την βλέπουμε από μπροστά, φοράει μόνο προκλητικά ρούχα που αναδεικνύουν καμπύλες και πολύ γυμνή σάρκα, τα μαλλιά της είναι πολύ εντυπωσιακά και ψαρωτικά και γενικά φαίνεται αρχικά πολύ καύλα. Αλλά δυστυχώς το πρόσωπό της σε κάνει να αναρωτιέσαι ποια βιβλική κατάρα έπεσε πάνω της και έχει κάτι τόσο δυσανάλογο και χάλια με το σύνολο. Πιθανή λύση η σακούλα και μόνο πισοκωλλητό.
Από έναν φοιτητή στα Χανιά τό 'χω πρωτοακούσει. Είναι λίγο σεξιστικό αλλά τι να κάνουμε...

- Πωω πάρε εκείνη την ψηλή ξανθιά με την κωλάρα...
- ΡΕ, τι λες την ξέρω αυτήν. Μεγάλη γαρίδα σου λέω, δεν φαίνεται από εδώ... Γάμα την είναι η φάτσα της...
- Έλα ρε!...
- Ναι ρε άμα δεν έβγαζε και το μουστάκι θα ταν κανονική γκόμενα-γαρίδα η τύπισσα!!

(από beth, 21/09/08)Ο Μύθος του Καβαλάρη Ακέφαλων Γαρίδων (από Vrastaman, 22/09/08)

Ακόμη: γυναίκα-γαρίδα, ή απλά γαρίδα. Σύγκρινε: γκόμενα-μέδουσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τους πιο προσβλητικούς χαρακτηρισμούς που χρησιμοποιεί ο σύγχρονος Έλλην άνδρας για να περιγράψει μια γυναίκα, συνήθως -αλλά όχι απαραίτητα- νεαρή σε ηλικία, η οποία:

  • ντύνεται, μιλάει και συμπεριφέρεται προκλητικά - μάλλον σ' ένα φτηνιάρικο, βλ. και λάικα, και
  • γαμιέται αβέρτα κουβέρτα, αλλά
  • δεν κάθεται σ' αυτόν, ή
  • τού 'κατσε μία και μετά τον έφτυσε

Η λέξη ξεψώλι σχηματίζεται από το επιτατικό πρόθεμα ξε- σε συνδυασμό με την ρίζα ψωλ-(εξ ης και ψωλή, ψωλόχυμα, ψωλότσεπη και πλείστα άλλα) και, τέλος, την ουδέτερη κατάληξη . Το σύνολο σημαίνει μια γκόμενα που είναι, μεταφορικά και κυριολεκτικά, τελείως και μόνον για τον πούτσο. Την αίσθηση της απόλυτης ξεφτίλας επιτείνει κι άλλο η επιλογή κατάληξης ουδέτερου γένους ώστε η γυναίκα να υποβιβάζεται στο επίπεδο πράγματος - όπως π.χ. συμβαίνει και με τη λέξη τσόλι.

Πολλές λέξεις υπάρχουν που, όπως και το ξεψώλι, αποκρυσταλλώνουν μια βαθιά περιφρόνηση προς τις γυναίκες αλλά, ίσως, καμμιά άλλη δεν είναι τόσο απαξιωτική - ίσως γιατί σχεδόν όλες οι άλλες τέτοιες λέξεις έχουν και κάποιες ψιλοθετικές συνδηλώσεις. Για παράδειγμα, οι λέξεις πουτάνα, γαμιόλα, καριόλα και χαμούρα αφήνουν να εννοηθεί ότι την περί ης ο λόγος δεν μπορεί κανείς να την πάρει στα ελαφρά - όλες αυτές οι λέξεις έχουν και την έννοια της πονηριάς και της υπουλίας. Παρομοίως, λέξεις όπως καυλόμουνο και μουνόσκυλο αποπνέουν κάτι το σκληρό. Η ψωλού, η ψωλομαζεύτρα και η πουτσαρπάχτρα έχουν όσο νάναι μια μαγκιά ενώ ο χαρακτηρισμός πουτσανάφτρα είναι σχεδόν κοπλιμάν. Οι λέξεις ξεκωλόμουνο και ξεκωλοπατόμουνο έχουν σαφώς προσβλητική διάθεση αλλά είναι και τόσο εμφανώς κατασκευασμένες που η ισχύς τους ατονεί. Λέξεις όπως μουνίτσα, καυλίτσα, πουτανοκαυλίτσα, γαμιολάκι, τσουλάκι, ψωλίτσα και ψωλέτα είναι και αυτές συγκριτικά ασθενέστερες από το ξεψώλι, προφανώς λόγω της υποκοριστικής κατάληξης. Τέλος, δυο λέξεις που σημασιολογικά είναι ίσως πλησιέστερα στο ξεψώλι, το καβλοράπανο και ο πουτσομεζές, τείνουν πρωτίστως να βγάζουν γέλιο.

Το επιτατικό πρόθεμα ξε- δεν πρέπει να συγχέεται με το στερητικό ξε-. Το επιτατικό ξε- ενισχύει στο μάξιμουμ την σημασία του ρήματος που ακολουθεί, π.χ. ξεκουφαίνω, ξεσκίζω και ξεκωλώνομαι, ενώ το στερητικό ξε- την αναιρεί, π.χ. ξεβιδώνω, ξεπαγώνω και ξεβρακώνομαι.

- Πέρασε κι η Ντίνα ... με το ξεκωλτέ ως συνήθως κι έσερνε κι έναν μαύρο ... - Ασ' το, μωρέ, το ξεψώλι ... ποιος την γαμεί αυτήνα; - Ο μαύρος;;; (Και πάντως όχι εσύ, φιλάρα). - Άει γαμήσου, ρε μαλάκα ... εγώ φταίω που σου μιλάω ...

βλ. και μουνί, καυλόμουνο, αμαρτωλό, τρύπα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για τα μεγάλα στήθη των γυναικών. Το υπερβολικό μέγεθος τα κάνει να ομοιάζουν με τους μαστούς της αγελάδος, εξ ου και μαστάρια. Τα πλούσια στήθη που χαρακτηρίζονται ως μαστάρια συνήθως κρέμονται και δεν είναι στητά.

- Ρε, τι μούνος είναι αυτός;
- Πλάκα μας κάνεις, τι μαστάρια είναι αυτά που κουβαλάει, σαν αγελάδα είναι.
- Θα σε χάλαγε να το έτρωγες μία φορά, παλιομαλάκα. Για δες καλύτερα τις βυζάρες της.
- Τα μαστάρια που κρέμονται εννοείς...

Tsimpa 2 (από Vrastaman, 24/09/08)(από iwn, 29/11/10)(από iwn, 29/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published

ΠΩΣ ΠΡΟΕΚΥΨΕ Η ΦΡΑΣΗ

Στην αρχαία Ελλάδα δεν υπήρχε ο Ισθμός της Κορίνθου. Η Πελοπόννησος ήταν ενωμένη με την στερεά Ελλάδα και όποιος ήθελε να πάει Πειραιά Πάτρα δια θαλάσσης, έπρεπε να κάνει το γύρο της Πελοποννήσου. Είχαν εφεύρει όμως μία – κουραστική - εναλλακτική λύση. Έσερναν τα καράβια πάνω σε κορμούς δένδρων και τα περνούσαν απέναντι δια ξηράς.

Επίπονη η εναλλακτική αλλά στη διαδρομή – που κρατούσε μέρες – υπήρχαν κάτι μπουρδελάκια με κοπέλες όμορφες, πρόθυμες και περιποιητικές. Οι ναυτικοί, για ευνόητους λόγους, προτιμούσαν τον δια ξηράς δύσκολο δρόμο και οι στεριανοί έλεγαν –και είχαν δίκιο– πως το μουνί σέρνει καράβι.

Αιώνες αργότερα, οι ναυτικοί – κυρίως οι Έλληνες – αποδείχτηκαν ιδιαιτέρως μερακλήδες. Δεν υπήρχε λιμάνι που να μην έχουν και μία αρραβωνιάρα. Δεν υπήρχε πουτάνα λιμανιού που δεν μιλούσε Ελληνικά. Δυστυχώς όμως, οι φορτοεκφορτώσεις των πλοίων ολοκληρώνονταν με γοργούς ρυθμούς, ενώ οι καυλοπυρέσσοντες ναυτικοί ήταν αχόρταγοι και ποτέ τους δεν επέστρεφαν έγκαιρα. Τα πλοία έμεναν δεμένα να τους περιμένουν. Και είχαν δίκιο οι αγανακτισμένοι καραβοκύρηδες να λένε πως το μουνί δένει καράβι.

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΟΥΝΙ (ΓΙΑ ΟΣΟΥΣ - ΕΛΑΧΙΣΤΟΥΣ ΕΛΠΙΖΩ - ΔΕΝ ΞΕΡΟΥΝ)

Μουνί ή γατάκι ή αιδοίο, ονομάζεται το σύνολο των γυναικείων εξωτερικών σεξουαλικών οργάνων, η είσοδος του κόλπου και οι γύρω περιοχές. Το αιδοίο περιλαμβάνει το εφήβαιο - που βρίσκεται μπροστά -, το περίνεο - πίσω -, ενώ δεξιά και αριστερά δεσπόζουν τα δημοφιλή μεγάλα και τα λιγότερο δημοφιλή μικρά χείλη. Ο λιπώδης ιστός και το δέρμα στην μπροστινή πλευρά του αιδοίου ονομάζεται εφήβαιο ή όρος της Αφροδίτης. Εκεί ακριβώς αναπτύσσεται τριχοφυΐα σε σχήμα τριγώνου και αποτελεί πηγή πλουτισμού για τους κατασκευαστές γυναικείων ξυριστικών μηχανών μια και το ξυρισμένο αιδοίο έχει «άλλη χάρη» όχι μόνο στις παστρικιές μα και στις τίμιες.

Στην πραγματικότητα, αυτό που συνήθως αποκαλούμε μουνί δεν είναι παρά μία περιοχή εξαιρετικά ερωτογενής και ευαίσθητη στο άγγιγμα, η οποία προστατεύει το άνοιγμα του κόλπου και το στόμιο της ουρήθρας, ενώ φιλοξενεί την «ανδροπρεπή» κλειτορίδα.

Υπάρχουν αιδοία ευαίσθητα, λιγότερο ευαίσθητα, ρηχά, βαθιά, φαρδιά, στενά κλπ., όμως όλα έχουν το ίδιο σχήμα, ακόμη και τα Ασιατικά. Παρά τις διαδόσεις που θέλουν το Ασιατικό αιδοίο να μην είναι έτσι (|) αλλά έτσι (-), στην πραγματικότητα, ο διάσημος αυτός τύπος αιδοίου είναι απλώς στενός (.). Δηλαδή πολύ στενός! Τόσο στενό είναι το Ασιατικό αιδοίο που θα μπορούσαμε με εγκυρότητα και αρμοδίως, να δηλώσουμε ότι ο στενότερος Ευρωπαϊκός πρωκτός είναι πιο ευρύχωρος απ' το πλέον ξεσκισμένο Ασιατικό αιδοίο.

Κατά μήκος του κόλπου υπάρχει ένας υποβλεννογονιακός ιστός, γεμάτος αιμοφόρα αγγεία. Με τη δράση του ανοίγει ή κλείνει το εσωτερικό του κόλπου. Μέσα στο επάνω τμήμα του κόλπου, ακριβώς πίσω από το ηβικό οστούν, λέγεται ότι υπάρχει μια περιοχή από σηραγγώδη ιστό που, όταν ερεθιστεί, προκαλεί ένα διαφορετικό είδος οργασμού. Η ζώνη αυτή είναι γνωστή ως «σημείο G«. Πολυετείς έρευνες του γράφοντος απέδειξαν αρμοδίως ότι το σημείο αποτελεί παραμύθι που έχουν εφεύρει οι ανοργασμικές για να κάνουν τις καλογαμημένες να σκάσουν απ' τη ζήλια τους.

Γενικά και εν κατακλείδι, το αιδοίο αποτελεί κοινή καταγωγή και κοινό στόχο των ανθρώπων. Άνδρες γυναίκες ασχολούνται μαζί του. Οι μεν άνδρες με σκοπό να το κατακτήσουν, οι δε γυναίκες με σκοπό να το καταστήσουν παγίδα. Οι άνδρες δουλεύουν, κλέβουν και εξαπατούν για να βγάλουν λεφτά και με τα λεφτά αγοράζουν κότερο που ως γνωστό είναι μεγάλη μουνοπαγίδα. Οι γυναίκες κάνουν δίαιτα, βάφονται, φτιασιδώνονται, ξυρίζουν το όρος της Αφροδίτης και τα πόδια τους με σκοπό να καταστήσουν το αιδοίο τους πεοπαγίδα. Κατόπιν αφήνουν την πεοπαγίδα τους να πιαστεί στη μουνοπαγίδα (κολ μι κότερο).

Φαύλος κύκλος το αιδοίο. Κάτι σαν τη Ρώμη. Όλοι οι δρόμοι οδηγούν εκεί.

Οι αρχαίοι ημών είχαν πλήρως αντιληφθεί τη σπουδαιότητα του αιδοίου και είχαν γεμίσει τα ιερά με τις λεγόμενες ιερόδουλες. Η μήτρα υπήρξε ανέκαθεν ιερή. Η θεά Δή-μητρα (η μήτρα της γης) χάριζε στους θνητούς όσα οι Θεοί ήθελαν για πάρτη τους αποκλειστικά. Όμως αυτά είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο.

Το παρόν πόνημα κλείνει με μία διαπίστωση, αποτέλεσμα πολυετούς έρευνας.

Το αιδοίο παρότι έχει χείλη, δεν ομιλεί.

Ευτυχώς.

Διότι αν το αιδοίο είχε φωνή, θα είχε πολλά να πει για την κυρά του, ελάχιστα για τον κύρη της κυράς του και μερικά για τον κουμπάρο.

(κουμπάρος, ο: εκείνος ο οποίος ερωτοτροπεί με παντρεμένες., δηλαδή γαλατάς, υδραυλικός, ηλεκτρολόγος κλπ)

- Είσαι ντιπ τρελός ρε Τάσο;
- Γιατί ρε;
- Πήρες της πιτσιρίκας κόσμημα 20.000€ ρε μαλάκα;
- Για την πάρτη της όλα. Τέτοιο μουνί δεν έχει ο κόσμος όλος. Ααααχ (βαθιά ικανοποίηση), το μουνί σέρνει καράβι, Κώστα μου εμένα δε θα σύρει;

Πηγή: εδώ. Bλ. και το αιδοίο σύρει πλοίο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκόμενα που δεν βλέπεται με τίποτα. Βασικό διακριτικό στοιχείο αυτής της κατηγορίας το αντικειμενικά μη αναστρέψιμο της κατάστασης.

Μου κανόνισε ραντεβού με μια φίλη της η ξαδέρφη μου που αποδείχθηκε τρελό μουστάκι. Δεν διορθώνεται με την καμία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεγαλύτερη συμβολή του Έλληνα πατέρα, θείου κ.λπ. στην επιστήμη της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης των νεαρών αρσενικών. Η απαραίτητη εξισορρόπηση της ελληνικής «ars erotica», που κατά τα άλλα συνάδει με το οθωμανικό δίκαιο, φανερώνει τη λεπτότητα του Έλληνα εραστή.

Η βαθιά ποιητική αυτή φράση μαθαίνει -με βαριά καρδιά πάντως- στον πρωτόπειρο νέο που ανοίγεται στα πέλαγα της γυναικείας σεξουαλικής υδραυλικής, ότι δε γίνεται πάντα να τον ρίχνεις κρύο, χρειάζονται και τα ρημάδια τα προκαταρκτικά, που απαιτούν να κουράσεις το χεράκι σου σε παλινδρομικές και πλαγιοστροφικές τριβοειδείς διεισδύσεις, και συνάμα πρεσοειδείς επιπαλαμισμούς περιοδικά αυξομειούμενης έντασης και σταθερά κλιμακούμενης συχνότητας στο/α γυναικείο/α γεννητικό/α σύστημα/τα (μονοεστιακή ή πολυεστιακή μέθοδος).

Το κεφαλαιώδες αυτό μήνυμα, παρά τις πολιτικά μη ορθές του νοηματικές αποχρώσεις -προϋποθέτει ότι ο γιος είναι κρεατοφάγος, καμία πρόβλεψη για τους χορτοφάγους- είναι μια διδαχή που κατά κανόνα διδάσκεται, με απόλυτη υπευθυνότητα και παιδαγωγικό προγραμματισμό, ανεξαρτήτως ψυχοσεξουαλικού σταδίου... ...αν και όποτε κάτσει ο νέος να ντρέπεται να ξεκοκαλίσει με το χέρι το μπριζολίδι σε χασαποταβέρνα και μπροστά σ' όλο το σόι. Ανεκτίμητη.

ΠΡΟΣΟΧΗ: Ως «χέρι» ΔΕ νοείται ΕΔΩ τουλάχιστον ο χάστος, μπορεί όμως να νοείται η πεοθωπεία.

  1. - Τι ντρέπεσαι μωρέ Βαγγέλη, εδώ η ταβέρνα είναι δική μας, πιάσ' το με το χεράκι σου... H μπριζόλα κι η γυναίκα θέλει χέρι, Βαγγέλααα, αχαχαχαουχαχα...

  2. - Και δε μου λες βρε Βαγγέλαρε, με το Λενιώ καλά τα πάτε; Ελένη δεν τη λένε;...
    - Ελίνα... Καλά, καλά...
    - Το κοκό, πως πάει; Πάει καθόλου;
    - Πάει, πάει...
    - Κι όλα καλά;
    - Ε, καλά...
    - Τι «ε καλά...»;
    - Καλά...
    - Λέγε ρε να 'ούμε. Προφυλάξεις, έτσι; Στη μάχη χωρίς κράνος ποτέ... Πιτσιρίκα είναι αλλά δεν ξέρεις, κουκούλωνέ το, κουκούλωνέ το, να μην την κουκουλωθούμε κι όλας...
    - Ναι, ναι... Ε, λέει πως πονάει... Αλλά όλα καλά...
    - Πονάει; Ε, πώς να μην πονάει... Τέτοιο εργαλείο κλερονόμησες!... Ουαχαχχαχαχα, καθίκαρε! Να σου πω, τη χουφτώνεις καθόλου ή έτσι βουρ στον πατσά;... Η μπριζόλα κι η γυναίκα θέλει χέρι, τά 'χουμε πει έτσι; Μέχρι να μπαγιατέψει, μετά... Τά 'χουμε πει έτσι, μην τα ξαναλέμε...
    - Τά' χουμε πει ρε πατέρα, στην ταβέρνα προχθές μου τά 'λεγες... Θένξ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποκοριστικό φραστικό, ενδεικτικό για γυναίκες. Ένα μουνιδάκι κάνει ένα γυναικάκι δηλαδή. Χρησιμοποιείται από ξεφτιλισμένα ατομάκια που αναφέρονται στο αυτοκίνητό τους ως «Κορολίδι» αν είναι το Corola κλπ κλπ

Έλα ρε Χελά Καβούρι, πότε θα κατέβουμε για κανα ύπουλο καφεδίδι Αγ. Παρασκευή να κοζάρουμε τίποτα μουνιδάκια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παλαιό ελληνικό απόφθεγμα «ένα ίσον κανένα» που έλεγε ο λαός στα δύσκολα χρόνια της φτώχειας, της ανέχειας και των πολέμων για να σχολιάσει τη μεγάλη παιδική θνησιμότητα και να ενθαρρύνει την αβέρτα κουβέρτα τεκνοποίηση για τη διαιώνιση του έθνους, στην εποχή μας έγινε σχόλιο για το άτοπο της πίστης προς το έτερον ήμισυ.

- Ρε άνθρωπε, άντρας είσαι κι εσύ, έχεις τις ανάγκες σου, δεν πρέπει να τις καταπιέζεις, σέρνονται και ψυχολογικά διάφορα... πρέπει να γαμήσεις, εγώ στο λέω... πρέπει να γαμήσεις. Τελεία.
- Άντε πάλι τα ίδια... μη με τρελαίνεις ρε μαλάκα, εγώ δε γαμώ; Εγώ δε γαμώ; Κι η Σοφία τι είναι, καλοριφέρ; Μουνί δεν έχει η Σοφία; - Μία ίσον καμία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη η προέλευση της οποίας είναι άγνωστη και πλέον χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσεις έναν gay.

- Γουστάρει η αδερφή μου τον φίλο σου το Μπάμπη...
- Χέσ' τον αυτόν, είναι βιγκολεβίγκος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καλό κορίτσι που δεν φέρνει ποτέ αντίρρηση και ωσεκτουτού τα πηδάει όλα, εξ ου και ο χαρακτηρισμός.

- Γιατί είσαι ρε μαλάκα σ' αυτά τα χάλια;
- Άσε, χώρισα με την Μπέτυ...
- Γιατί ρε μαλάκα, καλό κορίτσι ήτανε.
- Άσε με ρε φίλε με την πηδιόλα, μόνο εσύ δεν την έχεις περάσει.
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified