Further tags

  1. Ο νεαρός πούστης. Ή ο μεσήλικας πούστης που συνεχίζει να νεανίζει προς άγραν πελατείας.

  2. Ο κοινός πούστης που για αυτόν οι άλλοι έχουν το πρόβλημα και όχι ο ίδιος. Άνθρωπος που δεν εξηγείται αντρίκια.

  1. Κοίτα πόσα πουστρώνια μαζεύτηκαν μεσημεριάτικα στο Κολωνάκι.

  2. Πρόσεχέ τον νέο είναι μεγάλο πουστρώνι... θα σε δώσει στον προϊστάμενο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που δεν ντρέπεται να κάνει αυτό που άλλες δεν κάνουν λόγω ηθικών αναστολών. (αντίθετο: μυξοπαρθένα)
Της αρέσει να ταλαιπωρεί ανεπανόρθωτα το προς διείσδυση πέος. Αλλά το αυτό πράττει και όταν το πέος βρίσκεται εκτός του κόλπου της ποικιλοτρόπως (πεοθηλασμός, χειρομαλάξεις, ποδομαλακία κ.λ.π.) Η βάσανος του πέους είναι τέτοια που ενίοτε τραυματίζεται (ως πετσάκι πρωτάρη ανδρός). Παρά την μη στενότητα του κόλπου της, έχει τον τρόπο να διαφαίνεται ως στενή και στενομούνα. Το γαμήσι σε όλο του Μεγαλείο.

- Πώς ήταν εχθές η Τασία; Καλή; - Μόνο καλή... Τα έδωσε όλα. Πουτσοξέσκιστρα η κυρία απο τις πολύ καλές. Ακόμη πονάει το καβλί μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μηδενιστικός και αρκετά ισοπεδωτικός χαρακτηρισμός του γυναικείου φύλου.

Η έκφραση συνδυάζει κάποια υποθετικά χαρακτηριστικά που μοιράζονται οι γυναίκες με τα φίδια όπως το ότι είναι ύπουλες και σου την φέρνουν εκεί που δεν το περιμένεις, με το γεγονός ότι διαθέτουν βυζιά.

Συνήθως χρησημοποιείται σαν αναφώνημα οργής από κάποιον παθόντα, αλλά μπορεί να είναι και επιφώνημα συμπαράστασης από τους φίλους του.

Σίγουρα ένας σκληρός και άδικος όρος.

Ενικός (φίδι με βυζιά) δεν υπάρχει.

«Μα είναι δυνατόν ύστερα απ' όλα αυτά που έχω κάνει γι' αυτήν να με κερατώσει; Πουτάνες, φίδια με βυζιά, όλες τους!»

«Χαλάρωσε ρε συ, αφού ξέρεις ότι έτσι είναι οι γυναίκες, τι περίμενες; Φίδια με βυζιά...»

(από Groucho, 30/11/08)Σχετικό άσμα του τιτανοτεράστιου (;) λαϊκού αοιδού Παντελή Παντελίδη, που μεταφέρει αυτό ακριβώς το feeling (από ThomasTheBarbarian, 18/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χορός που χορεύουν στις πίστες οι διάφοροι φλώροι, φλούφληδες, λαλάκηδες και άλλοι της αυτής συνομοταξίας, που νομίζουν ότι γίνανε άντρες βαριοί κι ασήκωτοι επειδή χόρεψαν την «Ευδοκία» μαζί με άλλους 15 στην ίδια πίστα, κουνώντας τον κώλο τους ή κάνοντας άλλα αδερφίστικα καμώματα. Αξιοθρήνητος χορός που δε θυμίζει σε τίποτα το πέταγμα του αετού, που συμβολίζει ένα ζεϊμπέκικο.

(Σε μπουζουξίδικο)
- Δε χορεύει καταπληκτικά ο Αγησίλαος;
- Ναι, το πάει ωραία το γκεϊμπέκικο....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητική αναφορά στο γυναικείο φύλο. Χρησιμοποιείται αποκλειστικά στις μεταξύ των gay συζητήσεις, ως ένδειξη τις ανταγωνιστικής στάσης που έχουν απέναντι τους!

(Σ.Σ. Δεν είμαι gay!!)

(Συζήση σε gay bar)
- Tον ξέρεις τον Μπάμπη που δουλεύει στο πλυντήριο αυτοκινήτων, δίπλα από το σπίτι μου; Πολύ παίδαρος!
- Και εσύ τι ξερογλείφεσαι μώρη; Αυτός τα έχει με μία μούντζα, σίγα να μην σε γουστάρει κιόλας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ψώλα, η καριόλα, η χαρχάλα γυναίκα. Προφέρεται και «πατσαούρα». χωρίς «β».
Μεταφορική χρήση της «πατσαβούρας», του πανιού που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό πατωμάτων: κάτι βρώμικο και χαμερπές δηλαδή.

- Μωρή πατσαούρα, με την αγαπημένη μου ποδοσφαιρική ομάδα!

Στα δεξιά ο Πατσιαβούρας (1988) (από PUNKELISD, 27/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Σε έκφυλη εμφανισιακά γυναίκα που βγάζει με το λουράκι το σκύλο της και καλά βόλτα, με τα καυτά της μίνια, τις πορνοδιαστροφικές μπότες και τα καυλοδιαστροφικά μπιζού της. Με βλέμμα που ψάχνει...

- Τι ράτσα είναι το σκυλάκι αυτής απέναντι;
- Το σκυλάκι κοιτάς ρε μαλάκα ή το ντόπερμαν - μουνί που το σέρνει; Λύστε το σκύλο... δέστε την κυρία και να μου κάνει όλα όσα ξέρει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμα Τζένη αναφέρεται σε ανθρώπους γένους θηλυκού που κατά κύριο λόγο μοιάζουν με τραβεστί. Δηλαδή είναι άσχημες, το πρόσωπο τους μοιάζει με του Michael Jackson, έχουν βαριά φωνή, βρίζουν, ρεύονται, κλάνουν, έχουν πολλές τρίχες και οδηγούν κάποιο όχημα όπως ταξί, νταλίκα ή τρακτέρ και γενικά δεν συμπεριφέρονται ανάλογα με το γένος τους. Το λήμμα αυτό προέρχεται από το γνωστό τραβέλι Τζένη Χειλουδάκη.

Ε, τον τραβελογάμη τον Γιώργο τα έφτιαξε με την Τζένη ο μαλάκας!

Το άλμπουμ της Τζένης (από poniroskylo, 03/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση «εμού του ιδίου», είναι μια στερεότυπη φράση που αναγράφεται πάνω σε επιταγές από τον εντολέα μίας επιταγής και αφορά παραλαβή των χρημάτων από όποιον την έχει στα χέρια του.

Με παράφραση προκύπτει ο όρος: «εμού του αιδοίου». Ο όρος αφορά:

1) Υποτιμητική αναφορά σε γυναίκα που αποδεικνύεται κατωτέρα των προσδοκιών κάποιου και αφορά συνήθως οικονομική εκμετάλλευση του από κάποια καπάτσα, από κάποια κωλοπετσωμένη.

Σχετικό λήμμα: σερσέ λα φάμ

2) Χιουμοριστική αναφορά κάποιας για τον εαυτό της. Μια τέτοια ατάκα στα κατάλληλα αυτιά δημιουργεί θετικό ερέθισμα. Στοιχεία που επιβοηθούν τη φάση:
α) η ύπαρξη εξοικείωσης μεταξύ των συνομιλητών
β) η γυναίκα να μην εμπίπτει στην κατηγορία του μπάζου.

  1. Κάποια το 'παιξε ερωτευμένη σε κάποιον. Ο άλλος τσίμπησε. Κάποια στιγμή, αυτή επικαλέστηκε προσωρινές οικονομικές δυσχέρειες. Ο άλλος προθυμοποιήθηκε να της δώσει μια επιταγή. Αυτή το 'παιξε διστακτική στην αρχή, αλλά μετά από σχετική πίεση του τύπου δέχτηκε. Κατόπιν πήρε τα φράγκα κι έγινε Λούης. Αργότερα, αυτός διηγείται τη φάση σε ένα φίλο του. Κλείνοντας του λέει:

- Άστα, πάω να σκάσω. Και τα λεφτά αυτά τα χρωστάω. Με θόλωσε βλέπεις ο έρωτας.
- Μη τα βάζεις με τον εαυτό σου. Στον καθένα θα μπορούσε να συμβεί. Πού να 'ξερες πως το «εμού του ιδίου» σήμαινε «εμού του αιδοίου»;

  1. Από φόρουμ:
    ...όπως γιγνώσκεις κανένας «άνθρωπος» από τους ακροατές σου (συμπεριλαμβανομένου και εμού του αιδοίου) δεν θα σηκωθεί τόσο νωρίς να σε ακούσει!!!!
    Βλέπε

    **ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ**

    Σχετικό ανέκδοτο:
    Σε τι διαταγή εκδίδουμε μια επιταγή για μία ξανθιά;
    - Εμού του αιδοίου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ήρθαν οι Ρώσοι. Είμαι αδιάθετη. Έχω περίοδο, τέλος πάντων, και δεν θα κάνω μπάνιο κι ας είναι μούρλια η θάλασσα.

Παλιομοδίτικη έκφραση. Αρχικά, ουδέτερος ευφημισμός τον οποίον χρησιμοποιούσαν κυρίως γυναίκες. Βαθμιαία, ωστόσο, τη φράση ιδιοποιήθηκαν οι άνδρες και την μεταχειρίζονται για να τονίσουν ότι, όπως το βλέπουν εκείνοι, κατά την εμμηνόρροια συμβαίνουν τα εξής δύο πολύ ενοχλητικά πράγματα:

α. δεν έχει κοκό, και
βου. οι γυναίκες είναι κακοδιάθετες και σπάνε αρχίδια - περισσότερο απ' ότι συνήθως.

Στην τρέχουσα, η έκφραση περιγράφει κάποιον που είναι δύσθυμος και ευερέθιστος χωρίς προφανή λόγο. Στην ουσία, η άμεση σύνδεση με την περίοδο έχει εξασθενήσει και μπορούμε να πούμε έχει τα ρούχα του και για έναν άνδρα - σ' ένα απαξιωτικό και άσε καλύτερα, μην ασχολείσαι.

  1. Εμένα το «έχω τα ρούχα μου» δεν μου ακούγεται καθόλου προσβλητικό, πιθανότατα επειδή το χρησιμοποιούσαν όλες οι γυναίκες της οικογένειάς μου σε πρώτο ενικό ... (δηλαδή για να μην λένε «έχω περιόδο»). Κατά τα αλλά, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι τη φράση ξεστομίζει αρσενικό. Και δεν ξέρω πολλά αρσενικά που να ξέρουν τόσο προχωρημένο jargon όπως είναι το «έχω τα ρούχα μου». Ίσως θα πρέπει να μάθουμε τι λένε οι άντρες για την περίοδο. (Από το translatum.gr, σχόλιο του χρήστη Σουρπουίτσα)

  2. Πριν μια εβδομάδα, ένα από αυτά τα άρθρα με αναστάτωσε. Ανέφερε ότι η πιο επικίνδυνη περίοδος για μια γυναίκα να την απατήσει ο άντρας της είναι οι μέρες που έχει τα ρούχα της. Όταν μια γυναίκα, έγραφε το άρθρο, είναι αδιάθετη συμπεριφέρεται αντιερωτικά γιατί πιστεύει ότι το κορμί της είναι βρόμικο και δεν έχει καμία διάθεση για ερωτικά παιχνίδια. (Από xstream.gr)

  3. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για να κάνει κάποιος πρωκτικό σεξ. Κάποιοι το χρησιμοποιούν ως μέθοδο αντισύλληψης. Άλλοι γαμάνε από κώλο, όταν η γκόμενά τους έχει τα ρούχα της. Κάποιες τον δίνουν, γιατί ναι μεν θέλουν να γαμηθούν, όμως για τον χι ψι λόγο θέλουν/πρέπει να μείνουν παρθένες (ως τον γάμο;) (Από yupi.gr)

  4. - Καλά, ο Τζο πού είναι; Δεν είπε ότι θαρχόντανε μαζί σας;
    - Άστονε μωρέ τώρα, δεν τον ξέρεις το μαλάκα ... μια ζωή στήνει ... - Κατάλαβα, πάλι τα ρούχα του θάχει, ο μαμούχαλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified