Further tags

Η αγελαδομούρα. Που θυμίζει την Κλαραμπέλ του Ντίσνεϋ. Γυναίκα με παχουλά μάγουλα (κι ας είναι αδύνατη), ανοιχτά ρουθούνια, στρογγυλά μάτια, φαρδύ κούτελο, μεγάλο στόμα.

- Ρε κόλλημα ο Γιώργος με τις αγελαδομούρες ρε πστ! - Επίτηδες το κάνει για να μην του τις πηδάνε, ποιος θα γαμήσει κλαραμπέλ...

(από Hank, 30/05/09)(από Hank, 30/05/09)(από soulto, 19/03/15)(από soulto, 19/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτική ονομασία της αδερφής ή του θηλυπρεπή.

  1. Κοίτα την Φιφή πώς κουνιέται!

  2. Το τινάζει το λουκούμι η Φιφή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πεπαλαιωμένη έκφραση που δεν σημαίνει slangικώς το είδος του προσφιλούς πολύχρωμου εντόμου που έλκεται από το φως την νύχτα αλλά την επί χρήμασι εκδιδόμενη γυνή ή άνδρα.

Xρησιμοποιείται ακόμη για να περιγράψει άτομα που εξασκούν το αρχαιότερο επάγγελμα στον κόσμο (δες εδώ σχετική συζήτηση στο slang.gr) σε διάφορους χώρους όπως μπουρδέλα, γαμηστρώνες, στον δικό σου χώρο, φραπενεία, καφέ, ουκρανιζερί, κλπ.

Η original μεταφορική κατασκευή της όμως προέρχεται από το ότι οι καλντεριμιτζούδες εκείνα τα χρόνια, με τα πολύχρωμα φτιασίδια και ρούχα τους έκαναν πιάτσα συνήθως κάτω από τα φώτα του δρόμου.

Επίσης αναφέρεται και σε γυναίκες οι οποίες έχουν ελαφρά μη κερδοσκοπικού τύπου ήθη, αλλά και σε γκέι άνδρες που δεν τους φαίνεται συνήθως (λέγεται με ταυτόχρονο κλείσιμο ματιού). Σε αυτές τις περιπτώσεις το «της νύχτας» μπορεί και να παραλειφθεί.

- Ανηψιέ! Κοίτα εκεί, να μια πεταλούδα της νύχτας!
- Πού ρε μπάρμπα;
- Nα, εκεί, κάτω από τον στύλο της ΔΕΗ!
- Ποια πεταλούδα με λες ρε μπάρμπα, γαμώ το σπανάκι μου, πουτάνα είναι!

(από Hank, 01/06/09)(από Hank, 01/06/09)(από BuBis, 01/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο το οποίο έλκει την καταγωγή του από την πατροπαράδοτη μέθοδο επίτευξης στόχων μέσω της στοματικής εκτόνωσης. Στο διάβα των αιώνων, οι απανταχού απόγονοι της Εύας συνήθισαν να δέχονται στη στοματική τους κοιλότητα αντρικά μόρια των οποίων οι κάτοχοι είχαν την εξουσία να τους προσφέρουν κάποιες υπηρεσίες-διευκολύνσεις.

Με τις ευλογίες της ελληνορθόδοξης παράδοσης και κάτω από τη σκέπη του δακρύβρεχτου μότο ''αμάρτησα για το παιδί μου'' οι γυναίκες της ημεδαπής υιοθετούν την παραπάνω τεχνική με θαυμαστά αποτελέσματα, καθώς ο Έλλην, φύσει μερακλής, δε χάνει την ευκαιρία να διοχετεύσει τυχόν περισσεύματα σπερματοζωαρίων σε πρόθυμους λάρυγγες. Ασφαλώς, για να αποφευχθούν σχόλια σεξιστικού περιεχομένου, η μέθοδος του τσιμπουκώματος εφαρμόζεται και σε άτομα του ίδιου φύλου.

Μ' αυτόν λοιπόν τον τρόπο, το επίθετο τσιμπουκωτός, -η αναφέρεται σε συνανθρώπους μας που καταλαμβάνουν συνήθως κάποια θέση όχι με αξιοκρατικές διαδικασίες αλλά πιπώνοντας τις αρμόδιες αρχές. Πλέον, καθώς οι εποχές είναι δύσκολες και πονηρές και τα dvd δίνουν και παίρνουν, οι τσιμπουκωτοί κινούνται ιδιαιτέρως συνωμοτικά και μπορούν να γίνουν ιδιαίτερα επικίνδυνοι σε περίπτωση που δε τηρηθούν τα συμφωνηθέντα.

Καθώς ο ΑΣΕΠ δεν είναι φυσικό πρόσωπο και σε καμία περίπτωση δε διαθέτει πέος, οι τσιμπουκωτοί επιλέγουν συνήθως θέσεις όπου η πρόσληψη γίνεται μόνο με μοριοδότηση.

Tσιμπουκωτός μπορεί επίσης να είναι κάποιος σε οποιοδήποτε πόστο που είναι φως φανάρι ότι δε το 'χει αλλά διατηρεί καλές σχέσεις με τον υπεύθυνο προσωπικού ή απευθείας με τη διεύθυνση. Tσιμπουκωτός μπορεί να είναι ένας ποδοσφαιριστής που προωθείται άδικα επειδή έχει λαδώσει ή έχει δημόσιες σχέσεις, μια σερβιτόρα που τα σπάει όλα αλλά γαμάει το αφεντικό, μέχρι ακόμα και πρωθυπουργοί και πρόεδροι κρατών που στηρίζονται σε σκοτεινά κέντρα αποφάσεων. Στο σύνολό του ο πλανήτης μας κινείται γύρω από αυτή τη μέθοδο, σε σημείο που θα μπορούσαμε να παραφράσουμε το γνωστό τραγουδάκι money makes the word go round σε blowjobs make the world go round ...

  1. - Του άφησα ένα βιογραφικό 8 σελίδες και διάλεξε να προσλάβει αυτή την αγράμματη.
    - Δε χρειάζεται πτυχίο η πίπα, φιλαράκι, καλή τσιμπουκωτή είναι κι αυτή.

  2. Βγήκε η προκήρυξη και η προθεσμία λήγει αύριο. Ίσα ίσα να βολευτούν οι τσιμπουκωτοί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκόμενα-μπρελόκ, στις διαστάσεις του συμπαθούς Πόκεμον Πίκατσου, η οποία ειδικεύεται στις πίπες (κυρίως επειδή οι άρρενες τη θέλουν μόνο γι' αυτό).

Συνώνυμα: πιπόβια, πιπατζού, πιπού

Χρησιμοποιείται καταχρηστικά και για χαρακτηρισμό αντρών.

  1. - Είδες την καινούργια γκόμενα του Μάρκου;
    - Ναι, πολύ μπάζο. Αλλά είναι πίπατσου, γι' αυτό τα φτιάξανε.

  2. - Αν η Μόνικα (Λουίνσκι, αυτή με τον Μπιλ και το φόρεμα) ήταν Πόκεμον, πώς θα την έλεγαν;
    - Πίπατσου.
    (από «ανέκδοτο» που είχε πέραση τότε με το σκάνδαλο του Μπιλ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κοινό αυτό ρήμα έχει μια δευτερεύουσα σημασία που έχει ήδη λεξικογραφηθεί (βλ. εδώ). Χρησιμοποιείται στο τρίτο πρόσωπο για θηλυκή γάτα και σημαίνει πως αυτή είναι σε περίοδο αναπαραγωγής (οίστρος). Σε αυτή τη φάση το κατοικίδιο αλλάζει συμπεριφορά, γίνεται νευρική, τρίβεται δεξιά κι αριστερά, βγάζει δυνατά νιαουρίσματα-καλέσματα και σέρνει το κορμί της σηκώνοντας ψηλά το πίσω της μέρος (βλ. εδώ και εδώ).

Το ρήμα χρησιμοποιείται πολύ στην καθομιλουμένη για γυναίκα που την έχουν βαρέσει οι σεξουαλικές τις ορέξεις κατακούτελα και έχει βγει σεργιάνι προς αναζήτηση συντροφιάς. Διότι τότε είναι που θα εφαρμόσει και αυτή στο φουλ τα ερωτικά της τερτίπια, τη γλώσσα του σώματος και τα σιωπηρά ή κραυγαλέα μηνύματα προς τα αρσενικά. Ο όρος έχει έναν βαθιά (πιο βαθιά, έεετς!) πρόστυχο τόνο, φέρνει στο νου κάτι από ζωώδη ένστικτα, γι' αυτό και μπορεί να θεωρηθεί δικαίως προσβλητικός.

- Α πα πα! Μωρό μου, η Μαρία είναι αυτή στο μπαρ με το ανύπαρκτο τοπ; Κοίτα κουνήματα, κοίτα ένα βλέμμα λάγνο! Της σάλεψε της φιλενάδας;
- Εγώ σου τά 'λεγα ρε Δέσποινα να της κάνουμε το κονέ με τον Αποστόλη. Τόσο καιρό απότιστη, φυσιολογικό είναι να σέρνει τώρα...
- Ποιον να σέρνει;
- Καλά άστο.
- Πάω να τη φέρω από εδώ, απ' το να της την πέσει κάνας μαλάκας καλύτερα η παρέα μας.
- Το εννοείς αυτό Δέσποινα; Πράγματι κι εγώ πάντα πίστευα πως εμείς οι τρεις θα κάναμε ένα υπέροχο ζευγάρι...
- Εεε... Τι;

[Φαντασιωθείτε τη συνέχεια της βραδιάς ανάλογα με το φύλο σας...]

Καστράτο του Αρκά, Απρέπειες (από patsis, 05/06/09)Καστράτο του Αρκά, Παρενοχλήσεις (από patsis, 05/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μπαζογκόμενα, η σαβούρα. Αντίθετο εννοιολογικά από το λαβράκι, που σημαίνει κελεπούρι, φίνο γκομενάκι, καλή ψαριά εν τέλει.

Η γκαντεμιά τον κυνηγάει τον Μήτσο: τρία χρονάκια ξηρασία και τώρα το μόνο που σαλεύει στον ορίζοντα είναι αυτή η πέρκα η Ματούλα. Και μη χειρότερα!

(από GATZMAN, 06/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πούστης, άλλος ένας. Προφάνουσλυ από την σεξουαλική σημασία που έχει το σουβλάκι. Δηλαδή, όπως το θέτει ο μαρκήσιος, «το κάρφωμα ή ξεκώλιασμα ωραίου και νεαρού μουνέτου, συνήθως ενός φιλέ μινιόν», αλλά σε εκδοχή γκέι τεκνού. Εννοείται ότι σούβλα είναι το πέος, και κρέας ο,τιδήποτε μπορεί το πέος να διατρυπήσει. Αν δεν το καταλάβατε ήδη, κι αν η Μες ήθελε έναν πιο ελλειπτικό ορισμό.

Πηγή: Κνάσος.

- Άντε από δω μωρή Λωξάντρα, μωρή σουβλίτσα!
(Κώστας Βουτσάς σε παρακμιακή ταινία των 70ς για τον άντρα του σπιτιού).

Ο Τελευταίος Άντρας. (από Dirty Talking, 06/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η γκόμενα που, κατά την διάρκεια της σχέσης της με τον άντρα των ονείρων της, τον βλέπει μια μέρα να φεύγει μακριά της στο εικονικό μέτωπο που λέγεται φανταριλίκι. Η φανταρογκόμενα βασικά πήζει όσο κι ο φαντάρος (λέμε τώρα...), όχι επειδή είναι μόνη, να μην τα παραλέμε, αλλά επειδή κάθε μα κάθε που ο φαντάρος παίρνει άδεια, πρέπει να υφίσταται έστω και για λιγουλινάκι τον πόνο του και να κάνει τουμπεκί ακούγοντας όλες αυτές τις συνήθως, αλλά ευτυχώς όχι πάντα, θεοβάρετες ιστορίες (κάτι χειρότερο από το ποδόσφαιρο) γιατί τον αγαπάει -ή επειδή έτσι πρέπει να δείχνει.

Έχουν γίνει πολλά φριχτά κατά τις μεγάλες αυτές στιγμές. Έχουν αποφασίσει φανταρογκόμενες να τον χωρίσουν επειδή είναι ευκαιρία (!). Άλλες έχουν παραπλανηθεί από την απουσία και έχουν πιστέψει ότι πράγματι τον θέλανε πάντα και ότι οι εκάστοτε αμφιβολίες τους ήταν παραμύθια -και τελικά ο οριστικός χωρισμός λαμβάνει χώρα άμα τη απολύσει του φαντάρου ή λίγο πιο μετά.

Άλλες όμως στενάζουν πραγματικά που δεν τον έχουν κοντά τους και δεν χάνουν επισκεπτήριο για επισκεπτήριο, περιμένουν στα αεροδρόμια και στα λιμάνια, είναι κρεμασμένες από το τηλέφωνο, θα του δώσουν και μπόλικα τηλεφωνικά γαμήσια να τον στείλουν στα ουράνια...

Όλ' αυτά χωρίς να μπούμε στις λεπτομέρειες της αντίθετης πλευράς (την ανακούφιση του φαντάρου που επιτέλους δεν θα την ξαναδεί για ένα διάστημα, ή αντίθετα τον πόνο του που δεν θα την ξαναδεί σύντομα, την ανακάλυψή του ότι υπάρχουν και οι πουτάνες, την ανακάλυψή του ότι υπάρχουν και οι τουρίστριες, την ανακάλυψή του ότι υπάρχουν και οι άντρες, κλπκλπκλπ)

Η διαφορά μεταξύ φανταρογκόμενας και φαντάρου δεν είναι απλώς το ότι αυτός τραβάει άλλο ζόρι από αυτήν, είναι και το ότι αυτός μια φορά θα πάει, ενώ αυτή μπορεί να το ζήσει πολλές φορές το σενάριο αυτό. Είναι βέβαια σημαντικό για το σιβί σου να έχεις διατελέσει φανταρογκόμενα, είναι εμπειρία που συγγενεύει από μακριά με αυτή του φαντάρου, είναι ρε παιδί μου σα να τον έχεις τον άλλον στη φυλακή ή στο νοσοκομείο, ή για να το πω πιο ζεστά: σα να τον έχεις παιδί σου -και η σχέση παίρνει άλλο χρώμα, και κει οφείλεις να δεις τι νιώθεις γι' αυτόν τον καψερό.

Αρκεί να σου αρέσει αυτό που θα ανακαλύψειςςςςς...

- Πόσες φορές έχεις κάνει φανταρογκόμενα;
- Τρεις...
- Όχι ρε πούστη! Εγώ μία και τά 'χα φτύσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν μία πρόσληψη δεν γίνεται αξιοκρατικά, αλλά ύστερα από πουτσοδότηση ανδρικού μορίου. Λογοπαίγνιο με τα «μόρια», που μετράνε για να προσληφθεί κάποιος σε μια δουλειά. Πρβλ. λήμματα: τσιμπουκωτός, -ή, Ζαχόπουλος, βυζογραφικό.

- Καλά, πώς πήρε αυτή την δουλειά; Αφού δεν είχε τα τυπικά προσόντα!
- Ναι, αλλά ανέβηκε με μοριοδότηση.

(από Khan, 28/02/14)(από Khan, 30/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified