Further tags

Υπάρχουν τρεις μεγάλες κατηγορίες άουτινγκ:

  • Το οικειοθελές «βγάλσιμο από την ντουλάπα»:Όταν μια μέχρι πρότινος κρυφή ντουλαπίστρια εκδηλώνεται και εξέρχεται επισήμως εκ του ερμαρίου. Η γκεοσύνη άλλοτε πανηγυρίζεται εν χορδαίς και οργάνοις και άλλοτε αναδύεται πιο απλά χωρίς φτερά και τυμπανοκρουσίες.
  • Το σεξιστικό κράξιμο κάποιου υποτιθέμενου ομοφυλόφιλου από τρίτους: Φαινόμουνο βαθύτατα φασιστερό, όπως όταν η «Αυριανή» αποκαλούσε τον Μάνο Χατζηδάκι «χαμερπή ομοφυλόφιλο» και «κίναιδο ολκής», προτρέποντας τους γονείς να προστατευόσουν τα παιδιά τους «από το ηθικό ΑIDS αυτού του βρωμερού υποκειμένου» (εδώ, βλ. και παράδειγμα 2).
  • Η δημόσια παραδοχή κάποιου «ένοχου μυστικού», όχι ντε και καλά σεξουαλικής φύσεως:Όταν πιχί κάποιος παραδέχεται ότι έχει κάνει πλαστική εγχείριση, είναι άθεος, την έχει μικρή, κ.ά. (βλ. παράδειγμα 3)

    Εκ του αγγλικάνικου outing.

1.
Περιμένω να γίνει ένα άουτινγκ στους ομοφιλόφιλους συντρόφους που είναι στην κυβέρνηση (...) να βγούνε να πούνε ότι είναι ομοφιλόφιλοι όσοι είναι και είναι αρκετοί (...) Αυτός ο άνδρας ο Βαρουφάκης ο Γιάνης (...) εκεί που είχε ανάψει η κουβέντα δεν άντεξε (...) και άρχισαν να του φεύγουν τα χέρια αριστερά και δεξιά σαν κοπελίτσα, ο δε Τσακαλώτος αφέθηκε κι αυτός σαν πεταλουδίτσα (...) ο Σακελλαρίδης - προσέξτε, αυτά είναι σοβαρά σημειολογικά - φεύγει κανονικά σαν κοπέλα τελειωμένη, δηλαδή δεν μπορεί να συγκρατηθεί... (Τζίμης Πανούσης «Στο Μικρόφωνο» του e-roi.gr, 4/2/15)

2.
Αλλά και άλλοι «εθνοπροδότες» υφίστανται τακτικό «άουτινγκ» από τις ναζιστικές φυλλάδες:

  • «Η γνωστή για τις “ανωμαλίες” της Λιάνα Κανέλλη θα ”βραβευόταν” φέτος με το επαίσχυντο “βραβείο Ιπεκτσί”…» («Στόχος», 10.2.1993).%
  • Όταν κάποιοι έγραψαν σε αθηναϊκό τοίχο ότι «Ο Μεγαλέξανδρος ήταν αδελφή» -Μάρτιος 1993- τα πυρά, προφανώς, στράφηκαν εκ νέου κατά των «προδοτών ομοφυλοφίλων». «Υπερασπιζόμενος τα όσα έγραψε για τον κοσμοκράτορα μας Μεγαλέξανδρο η σπείρα των Δημητράδων, ο εραστής του Γιωργάκη Παπανδρέου, Γρηγόρης Βαλλιανάτος, παρουσίασε “πίνακα” όλων των διασήμων Ελλήνων στους οποίους απέδωσε τις δικές του ιδιότητες» (17.3.1993)

3.
Κάνω άουτινγκ για το μικρό μου πουλί, να ακολουθήσουν και οι υπόλοιποι μικροτσούτσουνοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει ερωτικό παιχνίδι (sex toy) που αποτελείται από αλυσίδα ή σχοινί με μπίλιες/χάντρες που εισέρχεται στον πρωκτό.

- Μάκη μου, τι δώρο θες για τη γιορτούλα σου;
- Αχ, το έχω απωθημένο να παίξω μ' ένα κωλομπεγλέρι σπέσιαλ!
- Ό,τι θέλει το παιδί.

- Και που λες, μπαίνω στο γραφείο του διοικητή και τον βρίσκω ξαπλωμένο ανάσκελα με τη μαλαπέρδα πάνω στη κοιλιά...μου λέει « έλα πιτσιρίκο να πούμε δυο κουβέντες σταράτες»..
- Ε τον βρωμιάρη...και τώρα τι θα κάνεις;
- Το μόνο που μένει να κάνω είναι να τον κεράσω ένα κωλομπεγλέρι δυόμισι μέτρα...

(από Afentikos, 14/02/15)(από Afentikos, 14/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

βαρουφίτσες, βαρουθείτσες

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες βαρουφακιστριώνε:

1.
Βαρουφίτσα και η Ντόροθι Κίνγκ!

2.
Ισπανίδα δημοσιογράφος δηλώνει «Βαρουφίτσα»

3.
Υπαρχουν και οι γυναικες λιγο μεγαλης ηλικιας που ειναι φαν του Βαρουφακη. Οι γνωστες και ως Βαρουθείτσες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σεξ σε στάση doggystyle ή σκυλίσιο, όπου δηλαδή η ερωμένη (ή η κόρη) στήνεται στα τέσσερα γονατιστή θυμίζοντας τετράποδα σκύλο, ώστε να παρθεί από τον εραστή της από πίσω. Η στάση αυτή θεωρείτο συχνά ως πιο ζωώδης, τουλάχιστον στο χριστιανικό παρελθόν, και αρμόζουσα σε τετράποδες όπως οι σκύλοι, πλην καθώς είναι εξαιρέτως ηδονjική και για τους δύο συντρόφους αποτελούσε εξαπανέκαθεν βασικό στοιχείο του ερωτικού μενού. Λατινιστί more canino, ήτοι με τον τρόπο του σκύλου, ή more ferarum, ήτοι με τον τρόπο των άγριων ζώων.

Επίσης, μπορεί να σημάνει και το έντονο γαμήσι, όπως στο σκυλοπηδιέμαι, όπου το α΄ συστατικό σκυλο- μπορεί να είναι απλώς μεγεθυντικό ή δηλωτικό έντασης. Τέλος, σε ορισμένες περιπτώσεις νοσηρής φαντασίας ή σεξουαλικής πράξης, καθώς στον σλανγιώτατον ποιητήν Ανδρέαν Εμπειρίκον, μπορεί να σημαίνει τελείως κυριολεκτικά την κτηνοβασία με σκύλο, -για την ακρίβεια σκυλογάμευσις είναι ο ακριβής όρος της εμπειρικείου ιδιολέκτου. (Οι ως άνω σημασίες μπορεί και να συνδυάζονται).

  1. Πολυ επικοινωνιακη και ομιλιτικη στην αρχη ισως περισσοτερο απο οσο ηθελα αλλα οταν καταπιαστηκε με το πνευστο οργανο οι συζητησεις πηραν τελος, καθιστος με την πλατη στο κεφαλι του κρεβατιου απολαυσα μια ωραια ρουφηχτη πιπα και η συνεχεια ειχε λιγο απο ιεραποστολικο και σκυλογαμησι. (Κριτικός μπορντέλου αξιολογεί σε μπουρδελοσάιτ).

  2. Τελικη φαση συνευρεσης σκυλογαμησι οπου η κωλάρα της ειναι διαβητης! (Έτερος κριτικός μπορντέλου σε έτερο μπουρδελοσάιτ).

  3. Τὰ ἐρωτικὰ σχήματα δήλ. οἱ στάσεις στὸ γαμήσι ἀπασχόλησαν ἀπὸ νωρὶς τοὺς παπάδες. Τὸ πίσω-κολλητὸ προκαλοῦσε πολλὲς ἐρωτήσεις στοὺς καθολικοὺς ἐξομολογητὲς ποὺ θέλανε νὰ μάθουν ἂν ὁ σύζυγος τὸν εἶχε χώσει στὸ αἰδοῖο ἢ στὸν πρωκτό. Τὴ στάση ἀπὸ πίσω τὴν ὀνόμασαν «more canino» ἂς ποῦμε σκυλογαμήσι καὶ ἤδη ἀπὸ τὸν μεσαίωνα θεωρήθηκε ἁμαρτωλή, σὰν κάτι τὸ ζωῶδες. (Πολυτονιάτης εκθέτει την ιστορία των στάσεων στις Ανάρμοστες Σελίδες).

  4. Ἡ Νόλα ἦτο τόσον καυλωμένη ποὺ οὔτε πρὸς στιγμὴν δὲν ἔκαμε τίποτε διὰ νὰ ἀποσείσηι τὸν μέγαν μολοσσόν, οὔτε πρὸς στιγμὴν κἂν δὲν διεμαρτυρήθη. Μὀνον μία διαπεραστικὴ κραυγὴ αἰφνιδίου πόνου, καὶ ἴσως καὶ εκπλήξεως, μία ὀξυτάτη κραυγὴ στιγμιαίου μόνον ἄλγους τῆς διέφυγε τὴν ὥραν ποὺ παρεβιάζετο ὁ μικρὸς σφιγκτήρ της, καὶ, χωρὶς νὰ παύσηι οὔτε δι' ἓν δευτερόλεπτον τὴν αὐνάνισιν τῆς Ὄλας καὶ τὴν τρῖψιν τοῦ ἰδικοῦ της ὀρθίου κλειτοριδίου, ἡ Νόλα ἀφέθη προθύμως καὶ ευχαρίστως εἰς ταῖς γαμιαῖς τοῦ βατεύοντος αὐτὴν εἰς τὸν πρωκτίσκον της κυνός. Ἦτο δὲ φανερὸν ὅτι ἀπελάμβανε τὴν σκυλογάμευσίν της, σχεδόν ὡσὰν νὰ τὴν γαμοῦσε προσφιλὴς ἀνήρ, καὶ ἔσειε καὶ ἔσπρωχνε τὸ ἀκάλυπτον κωλαράκι της πρὸς τὰ ὀπίσω, εἰς προϋπάντησιν τῶν ραγδαίων λογχισμῶν τῆς σουβλερᾶς τοῦ μολοσσοῦ ψωλῆς, ποὺ εἰσέδυεν εἰς τὴν στενήν της ὀπισθίαν σήραγγα, ἐνῶ ἡ γαμουμένη παῖς, ἐκβάλλουσα τώρα πάλιν, χωρὶς ἶχνος πόνου ἢ δυσφορίας, ὀξείας φωνὰς καθαρᾶς λαγνείας, ἔστρεφε τὴν κεφαλήν της διὰ νὰ ἀπολαύσηι, εἰ δυνατόν, καὶ διὰ τῶν ὀφθαλμῶν, ἐνῶ ὁ σφίγγων αὐτὴν μὲ τοὺς προσθίους του πόδας εἰς τὴν μέσην κύων, ἔλειχεν ἐνίοτε περιπαθῶς αὐτὴν εἰς τὸν ἀυχένα, καθὼς ἡ Νόλα κύπτουσα ηὐνάνιζε τὴν αὐνανίζουσαν τὴν Γκρέταν ἀδελφήν της. (Μέγας Ἀνατολικός, Τόμος 2, σ. 120).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη από τις λέξεις καριόλης και πούστης. Υποείδος της συνομοταξίας των στη-πού. Ο καριολόπουστας συνδυάζει τις ποταπές ιδιότητες:

1) Ενός στη-πού κατά κύριο λόγο μεταφορικά (μπαμπέσης, καθίκι, ύπουλος κτλ) και σε σπανιότερες περιπτώσεις κυριολεκτικά (πισωγλέντης, αδερφή νοσοκόμα κτλ.).

2) Ενός καριόλη (ξανά μπαμπέση, ανήθικου τύπου κτλ).

Συνηθίζεται να αποκαλούν κάποιον καριολόπουστα όταν είναι ιδιαίτερα μισητός και τις περισσότερες φορές θα το ακούσει κάποιος να ακούγεται όταν ψιλοανεβαίνουν οι τόνοι σε μια συζήτηση για πολιτικά, αθλητικά κ.α. Είναι μια καθαρά καφενοβιακής κοπής λέξη. Το ατού της είναι ότι είναι πιο «χορταστική», πιο «γεμάτη», πιο ικανοποιητική (για τον πομπό) όταν ειπωθεί από ένα καριόλη ή ένα στη-πού σκέτο ακριβώς γιατί εξαπολύει περισσότερη αρνητική ενέργεια στην γύρω ατμόσφαιρα αλλά και μεγαλύτερο πλήγμα στον δέκτη (αν είναι κάποιος εκ των παρευρισκομένων και όχι κάποιο πρόσωπο στην τηλεόραση ή που δεν είναι παρών φυσικά).

Υποκοριστικό του καριολόπουστα είναι το «καριολοπούστρικο» (σπανιότατη λέξη για νεαρό ή ενοχλητικό μούλικο). Η αντίστοιχη εκδοχή του καριολόπουστα όταν πρόκειται για κάποιο θήλυ είναι το «καριολόμουνο», το «καριολομούνικο» (υποκοριστικό για πολύ νεαρό θήλυ), το «καριολοπούτανο» κ.ά.

  1. -Ρε συ τα ίδια και τα ίδια γαμημένα γερόντια παίζουν στην Εθνική Ελλάδος. Τα ίδια και τα ίδια με αυτόν τον καριολόπουστα τον ... .(κάποτε λέμε τώρα).

  2. -Πω ρε φίλε χθες βράδυ ήρθαν επίσκεψη μια συνάδελφος της δικιάς μου και έφερε κι ένα καριολοπούστρικο μούλικο μαζί της. Δεν έκατσε λεπτό. Μας έπρηξε όλο το βράδυ τ' αρχίδια πάνω κάτω.

  3. -Τι κοιτάς ρε φίλε; Χάζεψες με τις γκόμενες.
    - Κοιτάω πόσο μα πόσο καριολοπούτανα είναι. Κοντή φούστα το καταχείμωνο ρε αν είναι δυναμόν που λέει κι ο Γεωργίου.

(από Mpiliardakias, 05/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η την ψωλήν βυζαίνουσα, ήτοι η πεολείχουσα, η τσιμπουκλού, η πιπατζού, η ψωλογλείφα. Ανήκει στην ιδιόλεκτον του ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Ἤθελε, τώρα, νὰ πέσηι εἰς τὰ γόνατά του καὶ νὰ τῆς εἴπηι τὰ πλέον γλυκὰ καὶ τὰ πλέον αδιάντροπα ὡραῖα λόγια: «Ἀγάπη μου καὶ φῶς μου! Χρυσή μου καὶ ἄγγελέ μου! Πουλάκι μου! Κορίτσι μου! Ψωλοβυζάχτρα μου! Γλυκὸ καὶ παχουλὸ μουνί μου!...» (Μέγας Ἀνατολικός, Τόμος 5, σ. 70).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κραγμένη στον υπερθετικό βαθμό. Η τελείως κραγμένη. Η αποτελειωμένη και ξεφτιλισμένη λούγκρα. Ο απόπατος του gay οικοσυστήματος. Η απόλυτη αδέρφω. Η πουστάρα του κερατά. O σερ Λάνσελοτ του Αδερφάτου των Ιπποτών. Ο τιτανοτεραστίου βεληνεκούς στης-πού κ.ά.

Συνήθως η κοινωνική θέση της κεκραγμένης βρίσκεται πιο κάτω από τον μέσο όρο. Οι κεκραγμένες που κατέχουν ανώτερη κοινωνική θέση είναι πολύ σπάνιες γιατί η ανατροφή, η παιδεία, το lifestyle και το κύρος τους σπάνια τους επιτρέπει να εξελιχθούν σε «αρχοντοκεκραγμένες»(κάτι αντίστοιχο με τις αρχοντοπουτάνες αλλά σε στη-πού), την κρεμ ντε λα κρεμ, την αφρόκρεμα της πουτσίλας της gay αριστοκρατίας. Εν ολίγοις δύσκολα θα δει κάποιος ξεφτιλισμένη αρχοντοκεκραγμένη να γαμιέται σαν καρνάβαλος σε κάνα πάρκο με περίεργους τύπους χαμηλής κοινωνικής θέσης όπως η «ξαδέρφη» της η απλή κεκραγμένη.

Επίσης, η κεκραγμένη και συγκεκριμένα η «αρχή της κεκραγμένης» θα μπορούσε σε ένα παράλληλο gay σύμπαν να είναι κάτι σαν την «αρχή της δεδηλωμένης», τον όρο δηλαδή του Συνταγματικού Δικαίου που ορίζει ότι η κυβέρνηση οφείλει να έχει τη «δεδηλωμένη» εμπιστοσύνη της απόλυτης πλειοψηφίας των Βουλευτών κτλ. με την διαφορά ότι θα μπορούσε (με μια εντελώς εικαστική προσέγγιση) να εκφράζει αντίστοιχα τον όρο του Συνταγματικού Δικαίου των στη-πού κτλ.

- Έβλεπα πάλι στο youtube εκείνα τα παλιά μεσημεράδικα μ' εκείνη την κραγμένη τον Σ**********λο την θυμάσαι;
- Πως να μην την θυμάμαι ρε τέτοια κεκραγμένη; Καλά πώς μπορείς και βλέπεις αυτές τις μαλακίες;

(από Mpiliardakias, 04/02/15)(από Mpiliardakias, 04/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θεωρητικά: Η ομορφιά προσωποποιημένη, το με απέραντο κάλλος νεαρό μπουμπούκι, κάτι σαν adagio που μόνο ένα εξασκημένο αφτί μπορεί να διακρίνει το πασίγνωστο βασικό θέμα από την Ενάτη του Μπετόβεν, από τον Ύμνο στη Χαρά του Σίλερ:

« [...]ω Κόρη των Ηλυσίων Πεδίων,
ω Κόρη του Θεού, ω Κόρη του Ανθρώπου,
ω Κόρη του Υπέρτατου Όντος[...] »

Όλες οι ομορφιές του κόσμου, όλες οι αρετές που μπορούν να βρίσκονται σε μία κοπέλα μονάχα με μια δωρική, λιτή και απέριττη λέξη με τέσσερα γράμματα... (η) κόρη.

Πρακτικά/σλανγκικά: Η αδερφή προϊσταμένη. Ο στης-πού. Η τελειωμένη. H φτερού. Η κεκραγμένη. Ο παρενδυτικός ανώμαλος που έχει κάνει δεύτερο σπίτι του το Αβέρωφ ή το Σινέ Κοσμοπολίτ κ.α., ντύνεται σαν καρνάβαλος και έχει χόμπι του να τσιμπουκώνει πέντε πέντε τα γερόντια/κωλομπαράδες χωρίς να του καίγεται καρφί αν έχουν καταρρεύσει από το γέλιο οι υπόλοιποι θαμώνες του τσοντοσινεμά. Ο κλασικός λούγκρας που έχει γεμίσει τις τουαλέτες των Goody's, των Mc Donalds, των ΚΤΕΛ και του κάθε μπαρ με αγγελίες τύπου «Λόλα πάντα διαθέσιμη», «Έλενα μόνο για φορτηγατζήδες» κ.α. με σκοπό να εξαπατήσει το θύμα/υποψήφιο γαμιά με το δέλεαρ ότι πρόκειται για γυναίκα. Έχει συμβεί λίγο πολύ σε όλους μας (καθότι λιγούρια) να παίρνει κάποιος αυτήν την Λόλα ή την Έλενα τηλέφωνο και να απαντάει ο Μπάμπης ο Σουγιάς με αποτυχημένη γυναικεία φωνή.

- Ρε συ, άντρας είναι αυτό εκεί απέναντι; Χαβανέζικο πουκάμισο, μαλλί αλά Εθνικός Πουστάρ και βαμμένη μάπα. Τι κόρη είναι αυτή;
-Τι κόρη ρε φίλε. Αυτή δεν είναι κόρη, είναι τρίκορη!

(από Mpiliardakias, 02/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ομορφοβία, ομορφοβικός

Ορισμός

Η ομορφοβία είναι ο φόβος (έως του σημείου της παθολογικής φοβίας), η αποστροφή ή οι διακρίσεις κατά των ναζωραίων, κομψών ή / και καλοντυμένων ανθρώπων. Τα άτομα που ενεργούν με τέτοιους τρόπους περιγράφονται ως ομορφοβικά.

Αίτια

Έρευνες έχουν δείξει ότι η ομορφοβία μπορεί να προέρχεται από φυλετική επιλογή (βλ. έχει ασχημindie), πολιτική αγκύλωση (βλ. ταγάρω), θρησκευτική προκατάληψη (βλ. χριστιανόφουστα), αισθήματα κοινωνικής ανασφάλειας, ή έλλειψη επαφής με ωραίους. Σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι δυνατόν να παρατηρηθούν φαινόμενα ομοφροβίας προερχόμενα και από τους ίδιους τους ζαγωραίους.

Αναπαραγωγή

Οι ομορφοβικοί κατά κανόνα και εκ πεποιθήσεως ζευγαρώνουν μόνο με σαλούφες (βλ. σαβουρογαμόσαυρος, μπαζοφονιάς).

Ευθυμολογία

Πρόκειται φυσικά για λολοπαίγνιο στην ομοφοβία (το σόλοικο αντιδάνειο του homophobia). Ενίοτε όμως καταγράφεται κι ως λολαδερός ανορθογραφισμός (βλ. παράδειγμα 5).

1.
Και ο έρωτας είναι ομορφοβία: φοβία για την επίδραση της ομορφιάς των άλλων και μαζί η βία της μίας και μόνης ομορφιάς. Η πίστη στην ομορφιά, η ακατάβλητη έλξη για την ομορφιά είναι ό,τι προσπαθεί -άλλοτε μάταια, άλλοτε όχι- να αντισταθεί στον ερωτικό παραλογισμό.

2.
- Δεν μου τη πέφτει. Μάλλον θα είναι ομορφοβικός.

3.
- Δεν μου τη πέφτει. Μάλλον θα είναι ομορφοβική...

4.
- Ομορφοβικός: αυτός που εχθρεύεται τον Βαξεβάνη και τον φθονεί λόγω της αισθητικής του υπεροχής.

5.
- Η Ελλάδα είναι από τις πιο ομορφοβικές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μιας και το 64% των Ελλήνων δηλώνει πως είναι αρκετά διαδεδομένη η δυσμενής μεταχείριση στο εργασιακό περιβάλλον, λόγω των σεξουαλικών προτιμήσεων.

(από σφυρίζων, 04/02/15)"Μεγαλώνοντας μπορεί να γίνεις καλός ή καλύτερος συγγραφέας, αλλά πιο όμορφος άνδρας σίγουρα όχι." (από Khan, 22/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Κουβάδες»: δείχνει τεράστια ικανοποίηση η και απόλαυση και αποτελεί τμήμα της έκφρασης «χύνω κουβάδες». Επίσης δεν αναφέρεται μόνο σε σεξουαλικά αντικείμενα αλλά και σε οτιδήποτε μπορεί να προσφέρει απόλαυση η ευχαρίστηση. Επίσης χρησιμοποιείται ως παραίνεση.

1) Συζήτηση μεταξύ φίλων. Ερώτηση: είναι καλό το τελευταίο π.χ. (ταινία, δίσκος, παιχνίδι, βιβλίο);
Απάντηση: Καλά μιλάμε, κουβάδες!

2) Πήγαινε να φας στο τάδε εστιατόριο, το φαγητό είναι κουβάδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified