Further tags

Μουνότοπος (καφετέρια, μπαρ, κτλ ή γενικώς μια ευρύτερη περιοχή / γειτονιά) όπου συνηθίζεται ή αναμένεται να παρευρίσκονται γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας (μιλφ και τζιλφ).

Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από το «γήρας» με την κατάληξη «-άδικο»που υποδηλώνει χώρο (όπως στριπτιτζάδικο, σκυλάδικο, τρελάδικο), σχηματίζοντας ταυτόχρονα λογοπαίγνιο με τη λέξη «γυράδικο».

Χρησιμοποιείται ιδανικά μαζί με τον όρο μιλφέιγ ώστε να παραπλανήσει ακουστικά τους αμύητους (βλέπε παράδειγμα).

- Πάμε να φύγουμε από εδώ, βαρέθηκα τα παστάκια.
- Καλά ρε, και πού θες να πάμε;
- Πάμε για μιλφέιγ σε εκείνο το γηράδικο κοντά στο σπίτι μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρθενοξεκωλίδι = η κοπέλα που ενώ δείχνει παρθένα και μαζεμένη, είναι μεγάλο ξέκωλο.

Ποια είναι παρθένα;;; Η Ρίτσα;; Ρε αυτή είναι μεγάλο παρθενοξεκωλίδι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίκληση της ανδρικής τιμής του ομιλούντος. Επιβεβαιωτική απάντηση, κατευναστική των αμφιβολιών του συνομιλητή. Απαντά και ως: «να μη ξαναφορέσω παντελόνια», ή ακόμη και «στα παντελόνια που φορώ» (ορκίζομαι εννοείται).

Επειδή όμως ως γνωστόν τα ράσα δεν κάνουν τον παπά και το μουστάκι είναι ο φερετζές του πούστη, τίποτε δεν αποκλείει τα παντελόνια να είναι οι ζαρτιέρες του. Γι’ αυτό να μην αρκείστε στη σχετική διαβεβαίωση περί παντελονιών και να ζητείτε πιο χειροπιαστές εξασφαλίσεις (εν τη παλάμη και ούτω βοήσομεν).

-Αδερφέ, είμαι τελείως ρέστος, θα σου τα φέρω τον άλλο μήνα τα πέντε χιλιάρικα. -Μα είχαμε πει με την παράδοση θα με ξοφλούσες. -Δεν ξέρεις τι έχω πάθει, έχω τη μάνα μου στο νοσοκομείο, εγχείριση ανοιχτής καρδιάς της κάναμε, μας έγδαραν οι γιατροί, θα πληρωθώ ένα μεγάλο έργο, κι εμένα με καθυστέρησαν, ο πρώτος που θα πάρει λεφτά θα είσαι. -Ε, ναι, μα κι εγώ τα χρειάζομαι, πώς θα πληρώσω τα συνεργεία; -Είκοσι του μηνός στα φέρνω. -Τέλος πάντων, στις είκοσι έτσι; (Με ελαφρώς προσβεβλημένο ύφος):
-Ε, παντελόνια φοράμε!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νέος ορισμός για την εξαιρετικά σέξι κοπέλα, ιδιαίτερα δημοφιλής σε νέους ηλικίας 18-25 ετών. Η λέξη χρησιμοποιείται περισσότερο για το σέξι κορμί παρά για το όμορφο πρόσωπο και για αυτόν τον λόγο ακούγεται συνήθως σε beach bars.

Συνώνυμο με: άρρωστο, τούμπανο, μουνάρα.

- Πωπώ, αυτό το γκομενάκι που σηκώθηκε τώρα από την τρίτη ξαπλώστρα, όπως κοιτάς αριστερά, είναι τρελό μουνί!
- Ποια ρε συ; Το τουφέκι με τη στρινγκιέρα;

Να μη μπερδεύεται με το πιστόλι / πιστολιάζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η υπερβολική συγκέντρωση αντρών (λοστοί) σε δημόσιους χώρους. Χρησιμοποιείται ως «εξευγενισμένο» συνώνυμο για τον αρχιδόκαμπο, την ψωλαρία, αποφεύγοντας τουλάχιστον την καφρίλα που συνήθως διέπει τέτοιες παρέες. Η παρομοίωση με λοστούς δεν είναι καθόλου τυχαία.

- Τι κάνατε τελικά ρε Χρυσοβαλάντη χθες; Βγήκατε με τα πιπίνια που μου έλεγες;
- Μπα τίποτα ρε συ, λοσταρία βγήκαμε τελικά, δέκα μουλάρια... Λες και επιστρέψαμε από διάρρηξη ήμασταν...

(από GeorgeKen, 28/07/11)(από GeorgeKen, 28/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για βαθμό στην ιεραρχία της πουστροσύνης. Ανήκει στις υψηλές βαθμίδες (από ταξίαρχος και πάνω) και για να αποκτηθεί πρέπει η αδέλφω να έχει περάσει πολλά σχολεία και ειδικότητες, όπως:
Το Σ.Α.Μ. (Σχολείο Αιχμαλώτων Μυκόνου) Το Σ.Τ.Α. (Σχολείο Τσιμπουκιού με Άπνοια) Την Σ.Ε.Α.Α (Σχολή Επιμόρφωσης Ανωτάτου Αδελφάτου) κ.α.

Μετά από το χρίσμα, έχει την εξουσιοδότηση να προσηλυτίζει και να επιμορφώνει άλλες μικροαδελφές που ξεκινάνε τώρα την καριέρα τους και ανήκουν σε υποδιέστερες βαθμίδες, όπως πουστρόνια, ψευδοgay, metrosexual κ.τ.λ.

Ικανή προϋπόθεση για να γίνει κάποιος κουδούνα, είναι να έχει διατελέσει κρυφόπουστας και δη παντρεμένος με παιδιά (προάγεται άμεσα από αρχιπούστρας σε κουδούνα).

Δεν νομίζω ότι χρειάζεται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ύβρις μεταξύ ανδρών. Σημαίνει ότι το κατηγορούμενο της προσφώνησης στερείται όλων εκείνων των συναισθηματικών, ηθικών και ψυχικών ιδιοτήτων που προσιδιάζουν αποκλειστικά και μόνο στους άνδρες, ενώ, κατά την υβρεολογική αξιολογική κλίμακα, απουσιάζουν πλήρως από τις γυναίκες. Ενδεικτικά: ανδρεία, ευθύτητα, ειλικρίνεια, μαγκιά, τσαμπουκάς, νταηλίκι, εξήγα, αξιοπιστία, θάρρος, τόλμη, γενναιότη και πλείστες όσες άλλες, που η απαρίθμησή τους θα υπερέβαινε τον αριθμό λημμάτων του slang.gr. Άσε που μπορεί να μην του σηκώνεται καν.

Ήρθαν τα παιδάκια
με τα ροπαλάκια. Χωρίς τα ροπαλάκια
θα ήτανε μουνάκια. (Ωδή της Θύρας 4 προς τα ΜΑΤ, στη μουσική του «ένα λεφτό κρεμμύδι γκέο βαγκέο«).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιφρονητική, μειωτική προσφώνηση, που σημαίνει άνθρωπο γεννημένο από μπατανά, δηλ. κατά λάθος, ανεπιθύμητο σ’ αυτό τον κόσμο ακόμη και από τους αγαπημένους του γονείς, ή προϊόν ατελούς σύλληψης. Βεβαίως η έκφραση είναι αρκετά παλιά, προ εξωσωματικής γονιμοποίησης και τεχνητής αναπαραγωγής εν γένει, τεχνικών που έχουν καταστήσει την άμωμη σύλληψη αρκετά καθημερινό φαινόμενο.

Δεν γνωρίζω αν στην πραγματικότητα είναι δυνατή η μπατανοσύλληψη και μπατανογένεση, όμως η υβριστική χρήση του όρου νομίζω ότι περισσότερο προβάλλει τις ατέλειες της ερωτικής πράξης στο πρόσωπο που δήθεν προήλθε από αυτήν και το μειωτικό της περιεχόμενο είναι φαντασιακό και όχι πραγματικό, καθόσον, αν είναι δυνατή η μπατανογένεση, πιστεύω ότι ο μπατανογεννημένος θα έπρεπε να είναι ιδιαίτερα προικισμένο άτομο βάσει των κανόνων της φυσικής επιλογής. Και τούτο διότι αν στην κανονική ερωτική πράξη η πιθανότητα να φτάσει το σπερματοζωάριο στη μήτρα είναι μία σε εκατομμύρια, και ούτω πως επιλέγεται βεβαίως το βέλτιστο των σπερματοζωαρίων, στον μπατανά, που το σπερματοζωάριο πρέπει να διανύσει πρόσθετη διαδρομή στο εκτεθειμένο, ξηρό και εχθρικό περιβάλλον των μητρικών μηρών προτού ν’ αρχίσει ο συνήθης μαραθώνιος εντός του κόλπου, η πιθανότητα μειώνεται στη μία στο –ξέρω γω;- δισεκατομμύριο ας πούμε. Το σπερματοζωάριο δηλαδή πρέπει να είναι Τσακ Νόρις και το τέκνο που θα γεννηθεί αντίστοιχα προικισμένο. Οπωσδήποτε ο ανώνυμος συλλογικός υβριστής δεν έχει ασχοληθεί με αυτή την πλευρά του θέματος και θα πρέπει ν’ αποφεύγετε την έκφραση ως κολακεία.

Άλλως: μπατανόπιασμα / μπαντανόπιασμα

- Ρε φίλε, δε με βλέπεις που έχω αναμμένα τα αλάρμ και περιμένω να παρκάρω; Τι μου χώνεσαι από πίσω; - Άει χάσου ρε μπατανογεννημένε!

(από patsis, 18/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που είναι «φαρδιά» λόγω υπερβολικής χρήσης σε όλες τις τρύπες της.

Τι λες τώρα μωρή; Είναι να μη στεναχωριέμαι που μου κουβάλησε ο μαλάκας ο γιος μου για νύφη την κόρη της Μαρίτσας ;;; Τον τύλιξε η καπάτσα η μάνα της, τους έκανε πλάτες για να ξεφορτωθεί το πουτανάκι της γιατί, τέτοιο ξεπατοκάλαθο που είναι, μόνο ο άβγαλτος ο δικός μου θα την έπαιρνε στα σοβαρά... Και να πεις πως έχει και κάνα φράγκο; Δεύτερο βρακί δεν έχει να βάλει στον κώλο της !!! και πουτάνα και αδέκαρη, κακό χρόνο να χει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υπερβολικό και ιδιαίτερα προσεγμένο μανικιούρ που ανακαλεί μνήμες μανδαρίνων της αυτοκρατορικής Κίνας, ασφαλώς δεν ταιριάζει σε εργαζόμενη αφού δεν της επιτρέπει να χρησιμοποιεί αποδοτικά τα χέρια της, τουλάχιστον στα περισσότερα επαγγέλματα.

Εξ' ου η απαξιωτική μομφή της έκφρασης που στόχο έχει συνήθως φυγόπονες που την είδαν πολύ μα πολύ Κυρίες και πέραν της εμφάνισής τους δεν ασχολούνται και με πολλά πράγματα, έχοντας μια στάση ζωής που δυστυχώς μεταλαμπαδεύουν στις απογόνους τους. Χαρακτηριστικό είναι πως εκτοξεύεται συχνότατα από άλλες γυναίκες αλλεργικές στο φαινόμενο μπάρμπι που βάζουν τα πράγματα στη θέση τους, χωρίς να κωλύονται από ανδρικά ταμπού ως προς τη συμπεριφορά προς το αδύνατο φύλλο.

Παίρνει ακόμη προσβλητικότερη χροιά όταν απευθύνεται σε άντρες, αφού θίγει τον ανδρισμό τους σε πολλά επίπεδα μια και τόσο η τεμπελιά, όσο κι η φροντίδα της εμφάνισης δεν ταιριάζουν σε αρσενικό με τα όλα του, ακόμη και σήμερα που πολλοί προσπαθούν να επιβάλλουν το βαμμένο νυχάκι σαν αθώα μόδα.

  1. - Πείτε καλύτερα στις κυράδες σας να πιάσουν το σφουγγαρόπανο από το να δίνουν για πλάκα το 50ευρo στην αλβανίδα καθαρίστρια για να μη χαλάσει το μανικιούρ και φεύγει τσάμπα συνάλλαγμα.

  2. - Για τα χιόνια, τοπ επιλογή το δερμάτινο μπουφάν που δεν λερώνει! Τα γάντια που έρχονται με τις κουβέρτες, είναι απαραίτητα σε όσους δεν έχουν χώρο στον θόλο για κανονικό γάντι σαν κι εμένα!
    -Α, εγώ σηκώνω το μανίκι, δεν φοβάμαι μη χαλάσει το μανικιούρ μου και βρωμιστεί ο πήχης μου.

(όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified