Βλ. απαλομούνα.
Τι γλυκομούνα που είσαι, μωρό μου!!!
Βλ. απαλομούνα.
Τι γλυκομούνα που είσαι, μωρό μου!!!
Βλέπε και -μούνα, -γκόμενα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η κοπέλα που έχει απαλό αιδοίο, άλλως πύλη του Παραδείσου.
Συνώνυμο: γλυκομούνα.
Βλέπε και -μούνα, -γκόμενα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η γυναίκα που δεν έχει στήθος, η πλακοβύζα.
Ο Γιώργος; Άσε, από τότε που τα 'φτιαξε μ' αυτή την απλώστρα την Κατρίνα, τον έχουμε χάσει.
Βλ. και πλάκα, κόντρα πλακέ, παντόφλα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σλανγκ άλλης εποχής, ικανή να προκαλέσει κάψιμο σουτιέν από φανατικές φεμινίστριες! Ο τέμπορα ο μόρες! Παλιά, στην αγροτική οικογένεια που οι κόρες ήταν κατάρα (γιατί δεν απέφεραν στην εργασία) και οι γιοί ευχή (εργατικά χέρια), ο σκοπός της γυναίκας ήταν να γεννήσει γιους και μετά να αφοσιωθεί στην ανατροφή τους.
Απο-παιδίζω, σημαίνει τελειώνω να κάνω παιδιά. Στην ίδια λογική με το απο-παίζω (αποπαίξαν τα όργανα, οι μουσικοί πήγαν για ύπνο -αύριο πάλι), ή το απο-τριχώνω. Η έκφραση χρησιμοποιείται ελάχιστα πια, και μάλλον θα χανόταν, αλλά χάρη στο σλανγκρ ο ιστορικός του μέλλοντος μας θα της δώσει τη θέση που της αξίζει. Και επιτέλους βρήκαμε τη σωστή λέξη για να χρησιμοποιήσουμε στην ερώτηση προς τις πρωταγωνίστριες της απελπιστικά υπερφίαλης (κττμγ) σειράς, «sex in the city»: Εσείς κορίτσια, πότε θα αποπαιδίσετε;
- (μπαρμπέτο μες την ευγένεια και την διακριτικότητα) Εσύ είσαι του Γιάννη η κόρη;
- (δεσποινίς ετών 39) Μάλιστα....
- Ε, είσαι παντρεμένη;
- Όχι ακόμα, δεν έτυχε...
- Και τα χρόνια περνούν. Αν το πας έτσι, πότε στο καλό θα αποπαιδίσεις;
Got a better definition? Add it!
Ο δείκτης γαμησιμότητας μιας γυναίκας. Η έκφραση βασίζεται στην εϊτάδικη έκφραση high fidelity, εν συντομία Hi-Fi, που αναφερόταν σε στερεοφωνικά, δίσκους κ.τ.λ.
- Πώς σου φάνηκε η Δέσποινα;
- Η κοπέλα έχει / είναι χάι φακαμπίλιτι, δεν το συζητώ!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τσιμπουκαμπίλιτι (tsiboukability): η τέχνη (ικανότητα) του τσιμπουκώνειν. Από το τσιμπούκι και ability.
- Ωραία χειλάκια έχει η Βανέσσα... - Φιλαράκι ... άσε ... μιλάμε για τοπ tsiboukability!
- Γαμώτο, για άλλη μια φορά τον ήπιε η ομάδα μας...
- Άσ' τα ... στο tsiboukability πρώτοι είμαστε !
βλ. και στοκαμπίλιτι
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Φθηνή γκόμινα (το γουστάρω με «ι», πειράζει;) που νοιάζεται μόνο πότε θα πάει στο κομμωτήριο να κάνει ένα «μιζαμπλί», συνήθως ξενέρωτη και σαχλή, μέτρια στο κρεβάτι.
Βλ. π.χ. εδώ.
Ακούς εκεί, σήκωσε κεφάλι και το μιζαμπλί τώρα! Τζους ρε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αναφορά με σεβασμό και ταπεινοφροσύνη στην μοντέλο-παρουσιάστρια-τιβιπερσόνα-τραγουδίστρια-απόλυτη ελληνάδα σταρ-προσφάτως και πορνόσταρ-με πονάει η μήτρα μου Τζούλια Αλεξανδράτου, που όλοι ανεξαιρέτως απολαύσαμε στη νέα παραγωγή της υπερμεγεθοτεράστιας τιτανομέγιστης sirinaς «Το απαγορευμένο»! Όπου η -πιο δυνατά ρε μαλάκα- Τζούλια χρησιμοποιεί ως μέσο ηδονής το άδειο μπουκάλι μιας σαμπάνιας.
Ο ορισμός είναι προσβλητικός και χρησιμοποιείται για μείωση!!!
Ουδέν...
Got a better definition? Add it!
Η κουνίστρα, η αδερφή. Χρησιμοποιείται και για (πραγματικές) γυναίκες με την έννοια «τσακλοκούδουνο», «παρτσακλό».
Ουστ μωρή τσιγκολελέτα, που θα μου πεις ότι έχεις πονοκέφαλο απόψε...
Βλέπε π.χ.: http://www.bmwbikers.org/forum/showthread.php?p=26747
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified