Ιαπωνική τέχνη, κατά την οποία η γυναίκα παίρνει το γεύμα της με λίγο σπέρμα ή το πίνει σαν το γαλατάκι.
Αυτό το μωρό εκεί πέρα, θέλει ένα γκοκούν να στρώσει!
Ιαπωνική τέχνη, κατά την οποία η γυναίκα παίρνει το γεύμα της με λίγο σπέρμα ή το πίνει σαν το γαλατάκι.
Αυτό το μωρό εκεί πέρα, θέλει ένα γκοκούν να στρώσει!
Got a better definition? Add it!
(Μεταφορικώς): Ο αρρενωπός και σθεναρός άνδρας, που το λέει η καρδιά / περδικούλα του, έχει κότσια, δεν κωλώνει, είναι αρχιδάτος, είναι της φυλής των δε μασάει, δεν ορρωδεί προ ουδενός, δεν αμφιταλαντεύεται κτλ.
Φαίνεται ότι, κατά λαϊκήν τινά δοξασίαν, η θρίξ του απηυθυσμένου, λειτουργεί ως αλεξικλάνιον, ήτοι ότι ο έχων τρίχωμα άρκτου εις την έδραν, δεν τα κλάνει την δύσκολην στιγμήν και τραβάει μπροστά με δύναμη και ορμή, παρά την έλλειψιν φυσικής τινός ώσεως. Άλλωστε, ο διαθέτων μπαξέ με λουλούδια (βλ. λήμμα), τυγχάνει ιδιαιτέρως συμπαθής εις τα συμπαθείς τάξεις των κωλόμπων, ένεκα αυτού τούτου του κάλλους, που προμηνύει άμα και σωματικήν roaming (ρώμην)...
Συνώνυμα: Έχω τον κώλο πίσω, άμα έχεις κώλο έλα, κωλοπετσωμένος κτλ.
Ιταλιστί: Clle pelle sullo stomacho/culo = Είμαι ο αμάσητος.
- Τα 'μαθες; Ο Μητσάρας χτες πλακώθηκε μ' έναν σφίχτερμαν στη Νίκαια, επειδή, λέει του πείραξε τη γκόμενα.
- Σιγά μη σκίσει κάνα σώβρακο πες του, η κωλώστρα...
- Τί λε ρε; Τις προάλλες τα 'βαλε με πέντε σ' ένα κωλόμπαρο στο Κερατσίνι, σαν το ΛεΠα, στο «Θέλεις;» και τους έκανε αλόγατα. Μπροστά ήμουνα σου λέω! Ο τύπος είναι μαλλιαρόκωλος κι οι πούτσες μέσα!
- Άλα κουστουμιά ο σακάτηςςςςςς!
Got a better definition? Add it!
Η φράση αυτή θα μπορούσε να χρησιμοποιείται μεταφορικά, όπως και η πασίγνωστη παροιμία «κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρι». Στην πραγματικότητα όμως αποτελεί παρηγορία για «ειδικές» καταστάσεις.
Ο λόγος για τις οπισθοδρομικές, στενόμυαλες χαζομούνες που δεν ανοίγουν την πίσω πόρτα προς ευχαρίστηση των ιδίων και των συντρόφων τους. (Τα περιστατικά μπορεί να είναι μεμονωμένα αλλά ουκ παραβλέψιμα).
Τα αίτια του φαινομένου αυτού είναι κυρίως δυο:
1) Ο φόβος για το άγνωστο. Όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με μία εμπειρία πρωτόγνωρη, η οποία δεν μας έχει ξανά συμβεί στην ζωή μας, ούτε την έχουμε αναγνωρίσει κάπου αλλού, τότε η λογική μας είναι αδύναμη. Η λογική λειτουργεί με δεδομένα, και όταν αυτά απουσιάζουν, τα ένστικτα παίρνουν τα ηνία.
2) Η ανεπιτυχής εκκένωση και καθαρισμός του πρωκτού. (Το γράφω κόσμια σε περίπτωση που τρώτε όταν διαβάζετε). Στόχος είναι η αποφυγή της υπέρτατης ταπείνωσης όταν το ματζαφλάρι βγει με επικάλυψη «σοκολάτας».
- Εεεπ Μήτσο, πώς τα πάς, όλα καλά; Έμαθα ότι βρήκες νέτο...
- Άσε που να στα λέω θεά είναι. Και που στο κρεβάτι... σκέτη θύελλα. Το μόνο που με χαλάει είναι ότι δεν αφήνει το «απο πίσω».
- Χαλάλι ρε Μητσάρα. Κάλλιο μούνος και στο χέρι παρά κώλος και καρτέρι.
Got a better definition? Add it!
Κουφό, χαζομάρα, κάτι το οποίο περιμένεις να πει μια ξανθιά.
Εάν δε το άτομο που εκφέρει αυτού του είδους τα μαργαριτάρια, το κάνει συνεχώς μπορούμε να πούμε ότι μιλάει «ξανθά»…
Άρα μετά το ποδανά, τα καλιαρντά, τα γαλλικά, τα θεσσαλονικιώτικα, τα σλανγκ, τις ντοπιολαλιές, τα σιχτίρια, τον γουτσισμό, την σεφερλίτιδα, την τρεντογλωσσούζ, μια νέα λεκτική περιπέτεια αλλά και πηγή έμπνευσης ήρθε να προστεθεί στην Ελληνική γλώσσα και στο slang.gr!
Τα ξανθά, πετάγονται σε καθημερινές συζητήσεις αλλά και στα πρωινάδικα από ξανθές, ξανθούς αλλά δυστυχώς και προς κατάρρευση του μύθου της χαζής ξανθιάς, από πολλούς άλλους ανεξαρτήτου φύλου και χρώματος μαλλιών.
Σε αντίθεση με πολλούς άλλους ελληνικούς γλωσσικούς λαβύρινθους, τα ξανθά χαρακτηρίζονται από μια αφέλεια, ένα νάζι και μια βαθιά αθωότητα που προσφέρουν σε όλους τον γέλωτα και την χαρά.
Βαριές μορφές των «ξανθών» είναι ο αντζελισμός αλλά και ο τιραμισουρεαλισμός.
Σε συνδυασμό με Ανορθογραφική Παράτονη Ακρόαση, τα ξανθά γίνονται ακατάληπτα από όλους…
- Γιατί γελάτε έτσι ρε μαλάκες, μήπως πέταξα κανά ξανθό;
- Καλά, χθες, βγήκαμε με δύο γκόμενες, μας τρέλαναν! Μιλούσαν ξανθά όλοι την νύχτα! Δεν μας άφησαν άντερο! Σκέτο ανέκδοτο! Η μια μάλιστα γυρνάει και μου λεει: «Ioρδάνη σε λένε ; έχεις καμιά σχέση με τον ποταμό ;» Αχαχαχαχαχ!
- Γαμήσατε, γαμήσατε;
- Ωραία μέρα σήμερα, ε; Πάμε παραλία;
- Πάλι δεν κλείσαμε μπούτι χθες βράδυ… Πρώτα για φραπέ, ήρθε και ένας τρίποδος και πήραμε CD από την μαύρη αγορά, μετά επήγαμε να φάμε είδη υγιεινής, μετά σε ένα μπαράκι, αλλά τι να πω, αυτοί οι δύο δεν ήταν του δικού μας βεγγαλικούς… Ιδίως αυτός ο Ιορδάνης, ο μάνατζμεντ, όλο μου μιλούσε για μειονότητες αλλά όπως ξέρεις εγώ μόνο πλεονεκτήματα έχω, χελλόου… Τελικά τους παρατήσαμε ξυλιασμένους και εκεί που περπατούσαμε για σπίτι βλέπω μια μπανανόφλουδα... Ακόμα πονάει ο κώλος μου από την τούμπα…
- Μπράβο Μαιράκι, βλέπω μιλάς πολύ καλά τα ξανθά!
- Mα βρε Ντόλυ μου, μελαχρινή είμαι…
Got a better definition? Add it!
Νέα κοπέλα ελευθερίων ηθών, με μαλλί τιγρέ (α-λα Μπόνι Τάιλερ) ή θεσσαλονικί, όχι απαραιτήτως πουτάνα, αλλά σίγουρα πουτανάκι.
Συνώνυμα: ξεκωλάκι, ξεκωλίδι, γαμήδι, καράπουταναριό, ευκολάκι, μπουζουκογκόμενα, κτλ.
Βγήκαμε χτες με τον Γιώργη σε κάτι παρακμιακά κωλάδικα στον Πειραιά. Τίγκα στο ξεμπούρδελο. Έπαιρνες παράσημο με το κοίταγμα...
Got a better definition? Add it!
(Σκωπτικά): Η εύπορη, όμορφη και ακατάδεχτη κοπέλα, κατά τον Σκαρίμπα. Βλ. βου-που / μπι-πι, αρχοντομούνα, κυριλογκόμενα κτλ.
Βασικά, κυκλοφορεί Κολωνάκι, αλλά μένει και προάστιο άμα λάχει. Απ' αυτές που πήζουν τη Σκουφά στην εμφιάλωση (μποτιλιάρισμα), όταν κοιτούν με τα κιάλια της όπερας τα συνολάκια στις βιτρίνες μέσα απ' το λαντ-ρόβερ, διότι νομίζουν ότι κατεβαίνουν για σαφάρι στο κέντρο.
Έχουν τα γυαλιά ηλίου για στέκα.
— Πήγα για καφέ στο Φίλιον τις προάλλες και κάνανε μιάμιση ώρα να μου φέρουνε νερό.
— Αφού δεν υπάρχεις ρε φίλε. Το κατάστημα είναι μαγαζί, μόνο για τίποτα μοσκομούνες, λούγκρες και κάτι παρ' ολίγον καλλιτέχνες. Τους πεθαμένους θα κοιτάξουνε τώρα;
Ακόμη: παγόμουνο. Δες και -μούνα, -γκόμενα.
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά, η αδίκως διαθέτουσα αληθινό αιδοίο (άνευ εγχειρίσεως), δηλαδή η βεριτάμπλ γυναίκα. Είναι γνωστό ότι κατά τσι πούστηδοι, οι γυναίκες είναι σιχαμερά και ανάξια όντα και εν προκειμένω, ενώ διαθέτουν μουνί αληθές, δεν το αξιοποιούν, όπως θα μπορούσαν (τοι)ούτοι. Εκφράζει ευσεβή πόθο αποκτήσεως μουνιού και ζήλια-ψώρα προς τις γυναίκες.
- Που λές, δίκελλα χθές την Αντωνία μ' ενα λατσότεκνο μούρλια!
- Δικιά μας είναι;
- Έ, όχι δα. Και το κογιονάρει κιόλας το χρυσό μου, η αδικομούνα!
- Καλέ μη χειρότερα!
Got a better definition? Add it!
Κατά το ερωτεύσιμη, η φακάμπλ, fuckable, η καθόλα αξιοπρεπής -μούνα, η γαμητή, αλλά όχι οπωσδήποτε γαμητέα (ρηματικά επίθετα σε -τος, -τέος) γκόμενα, με λίγα λόγια αυτή που άμα λάχει την ιππεύουμε, αλλά δεν θα κάνουμε δα και σαν τον Αλέκο με τα κυδώνια, όταν είδε τον Βουκεφάλα...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κάνω σεξ, κυρίως σε doggy-style, δηλαδή ο ερωμένος/-η στα τέσσερα κι εγώ από πάνω. Βλ. και δικάβαλο, Δράμα η Καβάλα στις Σέρρες, καβάλα, καβαλάρης, ο, Καβαλέρια Ρουστικάνα, Καβαλητός, μοναχικός καβαλάρης.
Φοβερή αλόγα! Πόσο θέλω να την καβαλήσω!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified