Further tags

Ο βουτυρομπεμπές, το βουτυρόπαιδο, ο φλώρος. Υπάρχουν μερικές εκφράσεις όπου ο κώλος θεωρείται ως η έδρα (pun intended) της σκληράδας/ εμπειρίας/ ψησίματος στη ζωή ή αντιθέτως της φλωριάς. Λ.χ. ο κωλοπετσωμένος έναντι του τρυφερόκωλου, τρυφεροκώλη και του ευαισθητόκωλου. Συναντάται σπανιότερα και ως βουτυροκώλης.

Πάσα (Δ.Π.): Δεινόσαυρος.

1. Ο βουτυρόκωλος κουνελογαμίκος με τα πατομπούκαλα και το χαμόγελο της σαύρας που της τρέχουν τα σάλια, ήρθε να εκτελέσει διατεταγμένη υπηρεσία για λογαριασμό του λόμπι της αλλαξοκωλιάς και της αιώνιας φοροδιαφυγής. Μια από τα ίδια ψωλίδια δηλαδή.

2. - Δασκάλα χαστούκισε οκτάχρονο μαθητή στην Ηλεία
- ΣΙΓΑ ΜΗΝ ΚΛΑΨΕΙ Ο ΒΟΥΤΥΡΟΚΩΛΟΣ ΜΠΟΥΛΗΣ ΤΗΣ ΜΑΜΑΣ. ΕΦΑΓΑ ΧΑΣΤΟΥΚΙΑ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΧΑΡΑΚΑ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΠΕΙΘΑΡΧΙΑ ΕΜΑΘΑ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΑ.!!

3. «Δε μιλώ με τεντιμπόιδες αγαπητέ», το ξέκοψε αποφασιστικά ο ευγενικός κύριος και γύρισε αλλού το κεφάλι.
«Δεν είναι τεντιμπόις, βουτυρόκωλος είναι, χειρότερος και από σένα», αντιγύρισε η γνωστή μου κυρία, «γιατί μπορεί να λέει πως δεν χωνεύει τάχα τους γραβατωμένους χοντρομπαλάδες αλλά κατά βάθος είναι μαζί τους«.

4. Οσο για εκπαιδευση θα επρεπε το στρατοπεδο να το βλεπουν μονο οταν πανε για υπνο και φαγητο. Στιβος μαχης για ολους καθε μερα ,απειρες βολες σε ολα τα φορητα οπλα τουλαχιστον 1-2 φορες την εβδομαδα και ασκησεις πολεμικων παιγνιων καθημερινα. Δηλαδη σεναρια πολεμικα με οπλα paintball σε ειδικα διαμορφωμενες εκτασεις οπως αστικο περιβαλλον, πεδινο,ορεινο εδαφος και ενα σωρο αλλα οπως μαχη σωμα με σωμα, λαβες μαχης, πολεμικες τεχνες. Ουτε μαζεμα γοπας, ουτε καθαρισμα χεστρας ,ουτε σκουπισμα λες και ειναι φιλιππινεζες. Για αγγαρειες καθαριστριες. Αυτο πως θα σου φαινοταν; Θα το αντεχες για να νιωσεις πραγματικος στρατιωτης με πραγματικη εκπαιδευση η' ο καθε βουτυροκωλος θα εβαζε λυτους και δεμενους να τον γλυτωσουν απο τους βαρβαρους καραβαναδες που τον βασανιζουν ;

Εμένα πάντως ο νους μου πήγε αλλού (από σφυρίζων, 02/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρατσούκλι που κόλλησε στους Αρτινούς, εικάζεται λόγω της ''διαμάχης'' των γειτονικών περιοχών Άρτας - Ιωαννίνων, μια απ' τις πάμπολλες -στα όρια της πλάκας- ανά την Ελλάδα.

Ο χαρακτηρισμός οφείλεται στην ύπαρξη πολλών νεραντζιών στην Άρτα, εξού και ο κώλος των Αρτινών που έχει πάρει πια το σχήμα του νεραντζιού...

- Από πού είσαι;
- Άρτα.
- Α! νεραντζόκωλος.
- Εσύ;
- Ιωάννινα.
- Α! παγουράς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη παραπέμπει σε κάποιον που, προσπαθώντας να κάτσει πάνω σε βελόνες, ανασηκώνεται συνέχεια, γιατί τον τσιμπούν και δεν μπορεί να καθίσει ήσυχα στη θέση του.

Άρα αποκαλώντας κάποιον κωλοβελόνη, αναφερόμαστε σε κάποιον:

  • Τσιγκούνη, σε κάποιον τσίπη που ανησυχεί συνεχώς και διακαώς για τη διαχείριση των εξόδων του. Αυτός είναι μόνιμα σφιγμένος και μαζεμένος, λες και τα νώτα του βάλλονται συνεχώς από βελόνες που τον τσιμπάνε θέλοντας να ανοίξουν τρύπες από τις οποίες θα αποδράσει το χρήμα του. Αισθάνεται πως τον κυνηγάει μονίμως το τέρας της σπατάλης, γι' αυτό κι αυτός δεν χαλαρώνει ποτέ, προσπαθώντας σε μόνιμη βάση να βρίσκει νέους τρόπους οικονομικής διαχείρισης. Κάνει το σκατό του παξιμάδι, αλλά όπου βρεθεί κι όπου σταθεί κοιτάει να μην πάει ούτε ένα λεπτό τού ευρώ ανεκμετάλλευτο. Έτσι ζει μιζερομίζερα και στερημένα, φυλακίζοντας τα θέλω του σε ακραίο βαθμό (βλ. παρ. 1).Σχετικά λήμματα: καβούρια έχει στις τσέπες - καβουράκιας, Σπαγκάϊ Λάμα, σπαγγοράμα, πυρετό να 'χει, δεν σου δίνει, μαντζίρης, καρφώνω τη δεκάρα στον τοίχο.
  • Πολύ νευρικό και τσιτωμένο άνθρωπο που μη μπορώντας να ηρεμήσει και να χαλαρώσει με τίποτα λόγω εσωτερικής αναστάτωσης, πετάγεται συχνά από τη θέση του, τρέχοντας πάνω κάτω, λες και χίλιες βελόνες τον τρυπούν, ωθώντας τον σε διαρκή κινητικότητα. Μπορεί να μιλάμε είτε για μόνιμη, είτε για συγκυριακή κατάσταση (π.χ: ένα πρόβλημα που έχει πάρει γιγάντιες διαστάσεις στο μυαλό του) (βλ. παρ. 2).

    Σημείωση: Για την ιστορία αξίζει να αναφερθεί πως η ονομασία Κωλοβελόνης αποδίδεται επίσης και σε τύπο καλικαντζάρου. Αυτός ο τύπος καλικάντζαρου είναι λεπτός, σουβλερός και ψηλός σα μακαρόνι και μπορεί να τρυπώνει απ’ τις κλειδαριές, αλλά κι απ’ τις τρύπες του κόσκινου... Λέμε τώρα Δες εδώ

  1. - Ρε τι κωλοβελόνης είναι αυτός;
    - Γιατί το λες;
    - Πήγε και έβγαλε από τον ηλεκτρικό πίνακα, άκουσον άκουσον, τα ενδεικτικά λαμπάκια, για να καταναλώνει λέει... λιγότερη ενέργεια. Τώρα σκέπτεται τι πατέντα να κάνει, ώστε τα νερά του μπάνιου να τροφοδοτούν το καζανάκι της τουαλέτας...
    - Μαζεύτε τον βρεεε!

  2. Στη δουλειά:
    - Ωπ... Πάλι έφυγε ο Πέτρου; Καλά τι κωλοβελόνης είναι ρε συ αυτός; Μα να μη μπορεί να κάτσει ήσυχος σε ένα σημείο; Λες και του βάζουν νέφτι στον κώλο... χα χα χα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα στα μάτια ενός αρσενικού που, με τον καιρό δεν παρατηρεί τίποτα περιττό και επικεντρώνεται στα βασικά... ΒΥΖΙ και ΚΩΛΟΣ.

- Καλά μαλάκα αν πάμε σε αυτό το club θα είναι γαμώ.
- Γιατί ρε;
- Τι γιατί ρε; Πατάς πουθενά; Ο τόπος είναι γεμάτος από βυζόκωλα!

(από nick, 26/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο ικανός στις δολοπλοκίες και στο στήσιμο φάσεων, στα μαγειρέματα.
    1. Οι πολλοί μάγειροι χαλούν τη σούπα σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει κεντρική διεύθυνση.
    2. Τον κώλο βάζεις μάγειρα σκατά σου μαγειρεύει σημαίνει ότι ανάλογα με το ποιόν του ανθρώπου είναι και οι πράξεις και τα έργα του.
    3. Μάγειρας ήταν ο μπαμπάς σου; λέγεται ειρωνικά για χοντρή γυναίκα, τρέποντας το ζαχαροπλάστης ήταν ο πατέρας σου;
    4. Σλανγκιά του πολέμου στην Ουκρανία, πρόκειται για το παρατσούκλι του Γιεβγκένι Πριγκόζιν επικεφαλής της Ομάδας Βάγκνερ άκα ορχήστρας αποτελούμενης από μισθοφόρους στρατιώτες άκα μουσικούς.
  1. Του ανέθεσαν να συντάξει τον εκλογικό νόμο, γιατί είναι ο καλύτερος μάγειρας στο κόμμα.
  2. Αν δεν αναλάβει κάποιος τη διεύθυνση της δουλειάς θα πάμε κατά διαόλου, οι πολλοί μάγειρες χαλούν τη σούπα.
  3. Να προσέχεις ποιον διαλέγεις για συνεργάτη, τον κώλο βάζεις μάγειρα σκατά σου μαγειρεύει.
  4. - Μάγειρας ήταν ο μπαμπάς της; - Όχι, καναλάρχης, για αυτό έχει εκπομπή ενάντια στο fat-shaming.
  5. - Τι έγινε ρε παιδιά; Λίγες εβδομάδες μετά την ανταρσία ο μάγειρας γίνεται δεκτός 3 ώρες στο Κρεμλίνο. - Δε χαλάνε ρε οι φιλίες για τα πραξικοπήματα.

Got a better definition? Add it!

Published

Ξεκωλοξεσκισμένος/ -η είναι ο άνθρωπος ο οποίος έχει υποστεί πρωκτική συνουσία που του έχει δημιουργήσει ευρύ σκίσιμο στην περιοχή.

Επίσης χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό του ποσοστού της τύχης κάποιου.

- Εχθές έκανα κωλονοσκόπηση και νιώθω τελείως ξεκωλοκωλοξεσκισμένος.

- Η Μαρία με απάτησε - Α την ξεκωλοκωλοξεσκισμένη

- Κέρδισα το ΛΟΤΤΟ τισ προάλλες. - Όντως ρε ξεκωλοκωλοξεσκισμένε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λάτρης των ωραίων γλουτών, σε μια πιο μέτα προσέγγιση του λήμματος. Ο αισχρός, ανήθικος, εγωιστικός και ύπουλος τόνος της πιο διαδεδομένης σημασίας παραμένει, όμως τώρα καλύπτεται από ένα πέπλο λαγνείας. Με αυτή τη σημασία χρησιμοποιείται ως λογοπαίγνιο.

Συνώνυμα: κωλάκιας

- Ρε, ρε! Την τσέκαρες αυτή με το χρυσό κολάν;
- Εγώ ρε; Αφού ξέρεις ότι είμαι μεγάλος κωλάνθρωπος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφενός είναι ο καναπές, όπου κάθεται ο κώλος μας αναπαυτικά, ή η πράξη ή συνήθεια του καθισιού, της ραστώνης, νωθρότητας, απάθειας, ή ο ίδιος ο καναπεδάκιας.

  1. Κατέβηκα στην προκυμαία και περπάτησα μέχρι το λιμάνι, διαδρομή που κάναμε παλιά για να ξεμουδιάσει ο κώλος μας από την κωλοκαθίστρα. (Εδώ).
  2. Το σημαντικότερο εδώ να σημειώσω, είναι ότι θα ξελακουβιάσει η καρέκλα που από την κωλοκαθίστρα έχει αλλάξει χρώμα. (Εδώ).

Αφεδύο είναι η γυναίκα ή κόρη που προσφέρεται για πρωκτογάμευση, που κάθεται με τον κώλο. Και κατά μεταφορική επέκταση ο κάθε ηττημένος, διασυρμένος, συντετριμμένος, ξεφτιλισμένος.

Έβαλε δυο γκολ στην Κ20 και την κωλοκαθίστρα Ιτάνζ. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μειωτικός χαρακτηρισμός ή βρισιά για παθητικό ομοφυλόφιλο ή για θεωρούμενο ως τέτοιο. Επίσης και τρυπιοκώλα για γυναίκα. (Λες και των άλλων δεν είναι τρύπες οι κωλότρυπες αλλά τέσπα). Βλ. και τρύπιος, τρύπια, κωλοτρυπάτος.

  1. Αυτά μόνον στην Ελλάδα με τα βαλκανικά σύνδρομα λεγόντουσαν. Ότι ο μεν είναι φούστης, ο δε κωλόμπα. Στην πραγματικότητα και οι δύο είναι ομο, άσε ότι πάνω στο παιχνίδι, πάνω στο βογκητό, επειδή η απόσταση της τρύπας είναι μόλις δυο πόντους από το μπροστινό εργαλείο, επιτόπου μπορεί να γίνει το μπέρδεμα. Και ο τρυπιοκώλης να τον φερμάρει στον άντρα τον πολλά βαρύ και μετά, αν γίνει γυριστή και στο αλλοιώς η δουλειά, ο «ενεργητικός» να βρεθεί με το λουκάνικο στο στόμα. Ανάμεσα σε κοπτήρα και φρονιμίτη και σίγουρα δεν θα τον λοιώσει με τα δόντια. (Διερωτήσεις από τον Αποδυτηριάκια).
  2. τρυπιοκωλης ειναι και οταν ερθει στο χαριλαου θα του τον καρφώσουμε για τα καλα... (Η συνέχεια της συζήτησης από το παράδειγμα στο λεβεντόπουστας).
  3. Πάλι πελάτες ψαρεύεις μωρή τρυπιοκώλα σκρόφα; (Αλλού στο μπουρδελοφόρουμ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified