1. Άλλη λέξη για το χόρτο στη ναρκοσλάνγκ.

  2. Συνεκδοχικά, το ποδόσφαιρο από το γκαζόν του γηπέδου.

  3. Το γυναικείο αιδοίο και δη το αξύριστο. Πρόκειται για γαλλιά, όπως και το γκαζόν (πρβλ. το ποτίζει το γκαζόν, για όλα φταίει το γκαζόν κ.ο.κ.)

Το γρασίδι και το γρασίδι είναι το γρασίδι των λαών.

Got a better definition? Add it!

Published

Αγγλιά, που αποτελεί τεχνικό όρο για τα κάτωθι:

  1. α. Σεξουαλική πρακτική στο πλαίσιο τριολέ ή πάρτυ με ούζα, κατά την οποία ο πεοθηλαστής-στρια, κρατάει στο στόμα του το σπέρμα του εραστή του/της, και στην συνέχεια το φτύνει στο στόμα άλλης-ου ερωμένης-ου, που έρχεται σαν τραίιλερ για να μην χάσει. Με λίγα λόγια το λεγόμενο cum swapping. Περιττό να πούμε ότι το γεγονός μπορεί να επαναληφθεί στη νιοστή, ανάλογα με το αριθμητικό δυναμικό της φάσης πολυφασικής. Η έκφραση βγαίνει ως εξής: Ως αφετηριακή χιονόμπαλα θεωρείται το ανδρικό σπέρμα (λέμε τώρα), και καθώς περνάει από το ένα στόμα στο άλλο, μαζεύει διαδοχικά σάλια, και άλλα υγρά (ιδίως αν παίζει στην φάση και μπουκάκι), οπότε η χιονόμπαλα ολοένα μεγαλώνει ώσπου να φτάσουμε σε χιονοστιβάδα. Την πρακτική περιγράφει γλαφυρά η Βικούλα, η οποία και μου την ψιθύρισε πονηρά. Επιστημονικά, πρόκειται για μια εφαρμογή του νόμου των συγκοινωνούντων δοχείων.

β. Την γνωστή μας μπαγαποντολειχία, σλανγκιστί τσιμπούμεραγκ ή φιλοπίππου. Δηλαδή, η αρχική χιονόμπαλα που εκτοξεύεται στην/ στον σιματζού-ή μαζεύει τα σάλια της/του και επιστρέφει στον εραστή με την μορφή γουτσιστικού φιλιού εκδίκησης. Οι Αγγλοσάξονες έχουν και το snowball slap, όπου η/ο ερωμένη-ος φτύνει το σπέρμα στο χέρι της/του και χαστουκίζει με αυτό τον εραστή.

  1. α. Εφόσον η κοκαΐνη θεωρηθεί ως χιόνι, χιονόμπαλα είναι άλλη μια αγγλιά για την κοκαΐνη ή το πάρτι με κοκαΐνη. Βλ. και νιφάδες και παγόβουνο (Δ.Π.).

β. Συναφώς, η μείξη κοκαΐνης, ηρωΐνης και μορφίνης μαζί στην ίδια σύριγγα, γνωστό και ως speedball. Και εδώ παίζει το ίδιο λογοπαίγνιο με το χιόνι που σωρεύεται αθροιστικά.

Αντισλανγκαρχιδικό disclaimer: Πρόκειται για μετακένωση στην ελληνική αγγλικού τεχνικού όρου, η οποία κρίνεται απαραίτητη για λόγους κάλυψης του σχετικού βιβλιογραφικού κενού. Η χρήση της μπορεί να γίνεται όπως και με τους επιστημονικούς τεχνικούς όρους, δηλαδή με τον αγγλικό όρο εντός παρενθέσεων.

Καυλάουρα: Τι γίνεται βρε Βάγγελα; Χρόνια και ζαμάνια! Ωραίο μαύρισμα έκανες!
Βάγγελας: Μόλις γύρισα από Νότια Αφρική. Αλήθεια τι κάνει το Λίλιαν;
Λάουρα: Μια απ' τα ίδια. Απ' όταν τα έφτιαξε με τον Νώντα το σαπούνι έχει κολλήσει. Πού ήταν εκείνες οι εποχές με τον Πέρι, Θεός σχωρέστον...
Βάγγελας: Μα ο Πέρι ζει! Μόλις μου έστειλε μια κάρτα από την εξωτική Ναμίμπια και μας καλεί για χιονοπόλεμο!
Λάουρα: Έχει χιόνι στη Ναμίμπια;
Βάγγελας: Ναι, κι έχει βρει κι έναν χιονάνθρωπο, Παρασκευά τον λένε...
Λάουρα: Και η λέξη του τίτλου;
Βάγγελας: Ε, άμα έρθει και το Λίλιαν, θα φτιάξουμε μια φοβερή χιονόμπαλα όλοι μαζί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μαγικό ζουμί. Το πολυτιμότερο και πολυχρηστικότερο προϊόν φυτικής προελεύσεως που έχει ανακαλυφτεί. Πρόκειται για τον χυμό της γνωστής και ιερής ελιάς και βρίσκει εφαρμογή σε πολλές επιστήμες:

Βιοδιατροφολογία: Εμπλουτίζει ωμά αλλά και μαγειρεμένα φαγητά με τα απαραίτητα για τον οργανισμό ακόρεστα και Ω-3 λιπαρά που, εκτός άλλων, δρουν αντιοξειδωτικά για την αποτροπή της δημιουργίας των καρκινογόνων ελευθέρων ριζών. Στην έξοδο δε του πεπτικού συστήματος βοηθάει στην ευκολότερη και συχνότερη αποβολή των κοπράνων. Γνωστή είναι η φράση «λάδωσε το έντερο μου».

ΠΡΟΣΟΧΗ, η υπερβολή παχαίνει!!!

Οικονομολογία: Όταν αποτυγχάνουν όλες οι άλλες μέθοδοι για την επίτευξη μιας συμφωνίας (εκπτώσεις, μάρκετινγκ) αναλαμβάνει ρόλο το λάδι. Βοηθάει τον αποδέκτη να σκεφτεί καλύτερα (ενισχύει την σκέψη), λαδώνει τα γρανάζια του συστήματος (όταν ο έτερος των πλευρών είναι μηχανισμός, π.χ. δημόσιο) γιατί, ως γνωστόν, μια εκ των βασικών ιδιοτήτων του ελαίου είναι να μειώνει των συντελεστή τριβής όταν παρεμβάλλεται μεταξύ δύο εφαπτομένων κινουμένων επιφανειών. Πολύ σπάνια μια οικονομική συμφωνία δεν επιτυγχάνεται αν φτάσει στο λάδι. Ο κύριος λόγος μιας τέτοιας αποτυχίας είναι η διαφωνία στην ποσότητα λαδιού. (βλέπε μίζα) Φυσικά, στην περίπτωση αυτή, το λάδι χρησιμοποιείται μεταφορικά (σήμερα) καθώς έχει πλέον αντικατασταθεί από το ζεστό χρήμα. Παλαιότερα όμως η χρήση του όρου λάδι ήταν κυριολεκτική, ειδικά σε περιόδους ανέχειας, γιατί ποτέ δεν έπαψε να είναι ένα πολύτιμο προϊόν (βλ. λαδώνω ).

Σεξολογία: Βοηθάει (ή τουλάχιστο βοηθούσε μέχρι που ανακαλύφθηκε η βαζελίνη) στην διευκόλυνση της διεισδύσεως του ανδρικού μορίου εντός του γυναικείου (κατά κανόνα) πρωκτού. Ο λόγος έχει αναλυθεί (βλέπε ανωτέρω). Βέβαια, για τους οικολογικά σκεπτόμενους εραστές εξακολουθεί να αποτελεί πρώτης τάξεως λιπαντικό το οποίο, εκτός των άλλων, δεν προκαλεί γαστρικά προβλήματα εάν κατά λάθος το φας ή το γλείψεις και δε βλάπτει το περιβάλλον. Επίσης, ενισχύει τις επιδόσεις του εν δυνάμει διεισδύσαντος, εξ ού και η φράση φάε λάδι κι έλα βράδι.

ΠΡΟΣΟΧΗ, οι λεκέδες στο σεντόνι βγαίνουν δύσκολα. Εξ' ου και λαδιά, λεκές δηλαδή που δε βγαίνει.

Θεολογία: Από την αρχαιότητα ακόμη χρησιμοποιούσαν το λάδι σε διάφορες τελετές εδώ αλλά και για καλλωπισμό. Στην Χριστιανοκρατούμενη Ελλάδα χρησιμοποιείτο ως φωτιστικό καύσιμο. Κατάλοιπο αυτής της χρήσης είναι η γνωστή καντήλα (γνωστό εξ άλλου είναι το υπερχιλιετές μπέρδεμα του χριστιανισμού με το δωδεκάθεο σε εκατοντάδες θέματα). Μεταφορικά το καντήλι συμβολίζει τον άνθρωπο με το λάδι να συμβολίζει τη ζωή του. «Τελειώνει το λάδι μου» λέμε όταν γερνάμε. Ίσως και λόγω της ιδιότητας του λαδιού να επιπλέει (ειδικό βάρος <1) να προκύπτει το βγαίνω λάδι.

Το λάδι βέβαια, πέρα από τη συναλλαγή ανθρώπου με άνθρωπο, χρησιμοποιήθηκε και ως μέσο συναλλαγής ανθρώπου με άγιο. Στους ναούς οι πιστοί λαδώνουν και τους αγίους με προσφορές λαδιού.

Στην αργκό σημαίνει κυρίως το χρήμα με τις «λιπαντικές» του ιδιότητες αλλά και τη ενέργεια που έχει. «Μου έβγαλε το λάδι» σημαίνει με ξεζούμισε, με άφησε χωρίς ενέργεια, χωρίς καύσιμη ύλη. Έκανε «λαδιά», δηλαδή πράξη που μπορεί να λερώσει το ποινικό μητρώο.

Οι μάγκες της εποχής λάδωναν τα μαλλιά τους για να δείχνουν υγρά (wet look).

Χιλιάδες ώρες θα μπορούσαμε να μιλάμε για το λάδι, το οποίο και όρισε την κατηγορία των ελαίων (εκ της ελαίας ->υποκ. ελάδιον, στα ποντιακά ελάδ και οι ελιές=τα ελαίας) και για να διαχωρίζεται από τα υπόλοιπα έλαια ονομάζεται ελαιόλαδο (έλαιον δις δηλαδή, από γλωσσικές μαλακίες οι νεοέλληνες άλλο τίποτα) και συμπορεύεται με τον Ελληνισμό.

  1. - Αδερφέ μου, όλη νύχτα ήθελε κι άλλο κι άλλο... μου έβγαλε το λάδι.

  2. - Φίλε, τα έκανα όλα σωστά. Σταμάτησα στο κόκκινο, έκανα παρκάρισμα κλπ αλλά με έκοψε.
    - Λάδι θα ήθελε.

  3. - Τον τσάκωσαν οι μπάτσοι αλλά τους είπες μια- δυο ιστορίες και βγήκε λάδι.

Άλλες φράσεις:
- Η θάλασσα είναι λάδι
- Ρίχνω λάδι στη φωτιά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κασέρι μπορεί να σημαίνει:

  1. Τα μετρητά χρήματα εκ του αγγλικού cash, βλέπε τον άλλο ορισμό και κασερόπιττα.

  2. Το χασίς.

  3. Την ουρδική ουσία που σχηματίζεται στον πέοντα λόγω απλυσιάς και η οποία μοιάζει με τυρί, είτε κασέρι είτε φέτα, είτε κεφαλοτύρι.

  4. Παραπλησίως λέμε χύνω κασέρια όταν φεύγουν τα χοντράδια, δηλαδή όταν υπάρχει εκσπερμάτιση μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα. Αλλά και γενικότερα όταν χύνεται μεγάλη ποσότητα σπέρματος, ή και μεταφορικά για πολλαπλούς οργασμούς.

Η λέξη είναι τουρκική.

  1. Υπερήλικας Σλάνγκος από αυτούς που αποτελούν την πλειοψηφία του σάιτ:
    Καλά μιλάμε κάναμε σεξ χτες με την Λυσισλάνγκη μετά από χρόνια, και μιλάμε έχυνα Έμενταλ! Φίλος: Έμενταλ; Μιλάς με γρίφους, γέροντα.
    Σ.: Τώρα δεν είμαι και σίγουρος... Έμενταλ ήταν; Γραβιέρα, ροκφόρ; Γιατί έχω και μια ασθένεια που λέγεται κασέρι.

  2. Ό,τι κασέρι έχει το τρώει σε κασέρι.

(από GATZMAN, 25/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Αναισθητική ουσία που χρησιμοποιείται και ως επιβραδυντικό.

Εικάζεται ότι χρησιμοποιείται ως επί των πλείστων από τύπους γκραν γαμάω οι οποίοι για να αυξήσουν το χρόνο συνουσίας κατά 2-3 ώρες και καλά αδειάζουν το σωληνάριο πάνω στο ραδιενεργό πέος τους πριν την εισχώρηση και ενώ βρίσκονται σε στύση με αποτέλεσμα να μη νιώθουν και έτσι δεν αισθάνονται την μέγιστη διέγερση που τους αναγκάζει να χύσουν σε χρόνο dt. Αυτό τους επιτρέπει να περηφανεύονται ότι γαμάνε και δέρνουν με τις ώρες και προσφέρουν απεριόριστη ευχαρίστηση στα θηλυκά.

-Τσακαλάκο τι λέει, γαμάς κανένα μουνί;
-Ε, κάτι γίνεται αλλά μέτρια πράματα. Εσύ όμως πώς τα καταφέρνεις και σε παρακαλάνε τα μωρά συνέχεια;
-Ε, μυστικά του επαγγέλματος. Καταρχήν, λούστηκες με ξυλοκαΐνη;
-Όχι, τι είν' αυτό;
-Λούσου με ξυλοκαΐνη και θα δεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μία από τις γκατσμανικές λεξιπλασίες, που κάνουν τους Σλάνγκους παλαιών αρχών να βγάζουν σπιθουράκια, αλλά αποτελούν και σανίδα σωτηρίας για τους βιοπαλαιστές καβουροσλανγκόσαυρους, που κυνηγούν το λήμμα το επιούσιον.

Παράγωγο εκ των φραπέ- φραπεδιάρα, και αιδοιάρα- αιδοίον, μπορεί να σημαίνει:

  1. Την φραπεδιάρα που είναι μουνάρα, θρυλική, επική, τριφασική κ.τ.λ.

  2. Την φραπεδιάρα, που εκτελεί φραπέ με αιδώ, λόγω φραπεαπαγόρευσης, και όχι χύμα στο κύμα, στα καναπέδια-ντιβάνια-κρεβάτια-ανάκλιντρα των Φραπεδίμ.

Στην πρώτη περίπτωση ελλοχεύει η παρενέργεια ο καφές να είναι Εσπρέσο.

Σλανγκικός Φραπεμφύλιος:

- Αμάν ρε Τάκη, έχεις ακούσει ποτέ τον όρο «φραπαιδοιάρα»; - Οι φίλοι του Γκάτσμαν κι εμένα το φραπεδιάρα το προφέρουν με άλφα γιώτα κι όμικρον γιώτα! Πρόβλημα; Πρόβλημα; Μη μου κολλάς πολύ, γιατί έχω και δυσλεξία και θα σε πω ρατσιστή!
- Τώρα, είσαι μαλάκας ή (αλφα-) γιωτάς ;
- Απλώς, τελειωμένος κάβουρας!

(από Vrastaman, 09/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν μιλάμε για εθνική εορτή ή για ορκωμοσία νεοσυλλέκτων, πρόκειται για μια απόλυτα κατανοητή σύνδεση δύο λέξεων, νομίζω.

Ωστόσο, άλλο εννοεί εδώ ο ποιητής.

Είναι συνθηματική έκφραση που περιγράφει στους ενδιαφερόμενους ότι στο πάρτυ παίζουν σνιφαρίσματα των τρένων πάνω στις γραμμές της κοκαΐνης και ότι το όλο σκηνικό μάλλον θα καταλήξει σε μια ωραία παρτούζα, με τα έμπειρα παστάκια, τα πύρκαυλα μιλφέιγ και τους ψωλαράδες κάθε λογής να επιδίδονται σε σχηματισμούς και ακροβατισμούς που φέρνουν κάπως σε παρέλαση, με ή χωρίς συντονιστή.

(από Vrastaman, 08/05/09)(από Vrastaman, 08/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι σλανγκίζεται το «Ο καιρός γαρ εγγύς» του Λιακόπουλου. Πρόκειται για τίτλο σειράς βιβλίων που πρακτορεύει ο Λιακό με το αζημίωτο και τα πουλάει σε απογόνους των Αφελίμ.

Εννοείται σ' αυτά τα βιβλία ότι πρέπει να τραγουδήσουμε όλοι το «Πριν το χάραγμα», περιμένοντας το ηλεκτρικό φασκέλωμα και την συντέλεια, ή άλλα κοσμοιστορικά γεγονότα, λ.χ. την επανάκτηση της Πόλης κ.ο.κ.

Ο σλανγκισμός εννοεί ότι αυτοί που ακούν Λιακό και γενικά οι Ελληνάρες, είμαστε απόγονοι των Νωχελίμ και τα περιμένουμε όλα με ένα φραπέ, το εθνικό μας ποτό, στο χέρι. Λ.χ. περιμένουμε από τον Πουτινιάρη Βλαδίμηρο να κάνει τις πουτινιές του και να μας τα παραδώσει όλα έτοιμα με το κλειδί στο χέρι, ενώ εμείς θα συνεχίσουμε να πίνουμε τον φραπέ μας. Ή από τις Δυτικές δυνάμεις, που κατά τις προφητείες του γέροντος θα μαλώνουν μεταξύ τους για τις ζώνες επιρροής κι έτσι θα τα δώσουν όλα σε εμάς, επειδή θα είναι και γι' αυτές η καλύτερη λύση.

Γενικά, δείχνει ότι ακόμη και με την συντέλεια προ των πυλών, ο Έλληνας θα περιμένει κι αυτό το τέλος του κόσμου με ένα φραπέ στο χέρι. Βέβαια, ο φραπές είναι βαρύς, δηλαδή νταηλίδικος, και αυτό είναι η μόνη δυσκολία. Δεν φαίνεται να είναι τυχαίο που η αγαπημένη ατάκα του Λιακό είναι «σηκωθείτε από καναπέδες, ντιβάνια, κρεβάτια». Φαίνεται ότι όλοι οι Λιακούρειοι είναι αραχτοί και λάιτ, σωστοί απόγονοι των Νωχελίμ.

Ύστερα από την επιδημία φραπεδίασης που έχει ενσκήψει στο σάιτ, φαντάζομαι ότι μπορεί να σημαίνει και τον φραπέ σε μια βαριοπούλα, ή τον φραπέ που σερβίρει μια ουχί αλαφροχέρα κορασίς.

  1. - Έχουν αρχίσει να παρουσιάζονται τα πρώτα σημάδια ότι η Ελλάδα θα πατώσει στην Ευρώπη!
    - Έτσι! Θα έρθει η συντέλεια. Ο φραπές γαρ βαρύς!

  2. - Τά 'μαθες; Έπαθε ρήξη τένοντα η Σάντρα!
    - Τι τα θες; Ο φραπές γαρ βαρύς!

καταστροφή!!! (από Τσακ εις την μέσην, 09/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οταν μιλάμε για καφέ της παρηγοριάς, αναφερόμαστε στον καφέ που σερβίρεται μετά την κηδεία, από καφενεία, που βρίσκονται συνήθως, πλησίον της περιοχής του νεκροταφείου. Η μαζικότητα της παραγωγής καφέδων, η ταχύτητα ετοιμασίας τους (περιμένουν κι άλλα μνημόσυνα για αργότερα) καθώς και το δαιμόνιο της κομπίνας που διακατέχει την πλειοψηφία αυτών των καφετζήδων (λίγη ποσότητα καφέ σε κάθε φλιτζάνι), οδηγεί σε κακής ποιότητας υπηρεσίες (νεροζούμι σερβιρισμένο σε μισοπλυμένα φλυτζάνια).

Οταν εδώ μιλάμε για καφε της παρηγοριάς εννοούμε:

1) Έναν καφέ που φτιάχνεται στα πρόχειρα, ή που φτιάχνεται από Σπαγκάι Λάμα μ' αποτέλεσμα να 'ναι για τα πανηγύρια. (βλ. παρ. 1).

2) Ο φραπέσε φραπενείο της συμφοράς. (βλ. παρ. 2).

3) Η αντίληψη της φραπεδιάρας για τον φραπέ που μπορεί να φτιάξει κάποιος μόνος του και κάποια που δεν είναι φραπεδιάρα. (βλ. παρ. 3).

4) Ο φραπέ που κερνάει μια εύθυμη χήρα κατά τη σοφή σκέψη του Βραστάνδρα. Φραπέ που αντίθετα με τις αναφερόμενες περιπτώσεις μπορεί να ' ναι ασύγκριτης ποιότητας. (βλ. παρ. 4).

Σπέκια για την ασίστ σε Jonas & Vrastaman

  1. - Πώς τον έφτιαξες έτσι τον καφέ; Χάλια τον έκανες. Δεν είναι καφές αυτός. Καφές της παρηγοριάς είναι.

  2. - Θα πάμε σε καλό στριπτηζάδικο αυτή τη φορά, που φτιάχνουν καφέ μ' αρχίδια, κι όχι καφέ της παρηγοριάς, σαν αυτόν που πρόσφερε εκείνο το καφέ της συμφοράς που πήγαμε τις προάλλες.

  3. Η Γιωργία που είναι φραπεδιάρα, λέει σε ένα φίλο της.
    - Ο φραπέ που κάνω εγώ, δε συγκρίνεται με τους καφέδες της παρηγοριάς, που κάνουν όσες δεν είναι φραπεδιάρες.

  4. - Κάθε που θα φύγουν οι παρηγορητές από το σπίτι της χήρας, πάει ο Νώντας για να την παρηγορήσει κι αυτή του φτιάχνει τον καφέ της παρηγοριάς. Δε βάζει ζάχαρη μέσα. Σπέρμα βάζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχει ήδη γίνει αναφορά στο ακαφελόγιστο εδώ. Εκεί το πράγμα εστίαζε στην επίδραση της καφεΐνης στον ανθρώπινο οργανισμό.

Τα πράγματα όμως εξελίσσονται. Αφού δημιουργήθηκε νέα διάσταση στην έννοια του καφέ, μοιραία δημιουργείται νέα διάσταση για τον όρο του ακαφελόγιστου.

Η ατάκα μπορεί να απευθυνθεί σε κάποιον, που είναι μέσα στα νεύρα, ενώ παράλληλα γνωρίζουμε πως έχει το... πάθος με τα flocafe, στα οποία σημειωτέον έχει καιρό να πάει.

Όταν λοιπόν τον βλέπουμε να 'χει τα νεύρα τσατάλια, του λέμε φίλε έχεις το ακαφελόγιστο, θέλοντας να τον χαλαρώσουμε (μέσω αυτής της χιουμοριστικής νότας) αλλά η/και να του προτείνουμε και καλά... άμεση καφεθεραπεία από ειδικευμένη ορθοπεϊκό, που μπορεί να του κάνει τον λαϊκό μπαργαλάτσο του, τζέντλεμαν στο πι και φι. Μια τέτοια θεραπεία... μπορεί να τη γουστάρουμε και εμείς άλλωστε.

- Πάλι βρίζεις κι αστράφτεις σήμερα, τον έναν και τον άλλον στο λογιστήριο, για ψύλλου πήδημα. Έχεις το ακαφελόγιστο, δε λέω. Έχεις να πας σε ορθοπεϊκό των flocafe, από τότε που βγήκαν οι λάσπες. Αλλά τι σου φταίω κι εγώ που δε μ' αφήνεις να χαλαρώσω, έτσι που σε βλέπω... χα χα χα! - Πού το πας;
- Θυμάσαι πόσο συχνά πηγαίναμε στο παρελθόν; E αυτό να κάνουμε και τώρα. Γιαυτό προτείνω τιγκανά για φραπενείογια να 'ρθουμε στα ίσα μας... χε χε χε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified