Γκόμενα που της αρέσει να τον παίρνει ολη μέρα...
Λέξη που δημιουργείται απο τα συνθετικά καυλί και θήκη.
-Καλα Μήτσο, η Νένα είναι και γαμώ τα κορίτσια.
-Καλή καυλοθήκη είναι....
Γκόμενα που της αρέσει να τον παίρνει ολη μέρα...
Λέξη που δημιουργείται απο τα συνθετικά καυλί και θήκη.
-Καλα Μήτσο, η Νένα είναι και γαμώ τα κορίτσια.
-Καλή καυλοθήκη είναι....
Got a better definition? Add it!
Συγκεκαλυμμένο συνώνυμο της λέξης αρχίδια. Είναι ιδανικό για χρήση παρουσία μικρότερων παιδιών και γι' αυτόν τον λόγο ιδιαίτερα προσφιλές σε καθηγητές και γονείς.
- Μπαμπά, μου πήρες το καινούριο PES;
- Λουλούδια αγόρι μου, τα είχανε σηκώσει όλα.
Got a better definition? Add it!
Ο αντρικός όρχις. Χρησιμοποιείται κυρίως στον πληθυντικό, τα παπάρια.
- Κώστα, μου δίνεις το αυτοκίνητό σου για το βράδυ.
- Τι το θες;
- Να, ήρθε ένας περίεργος σήμερα στο μαγαζί, και μου ζητούσε τις πινακίδες. Ρε φίλε, έχω που έχω ένα φιατάκι σαράβαλο, να μου πάρουν και τις πινακίδες... Αφού ρε φίλε εγώ έχω τρέλα με την οδήγηση, το ξέρεις.
- Και το δικό μου τι το θες;
- Να ρε, να πάω να το παρκάρω έξω απ' το μαγαζί, κι άμα έρθει αυτός ο τυπάς, να του δείξω τις δικές σου τις πινακίδες.
-Τα παπάρια μου πάρε ρε μαλάκα. Να με μπλέξεις και μένα στις μπαγαποντιές σου θες ρε; Ουστ!
Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.
Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κείνο που μας τρώει, κείνο που μας σώζει.
Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.
Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.
Got a better definition? Add it!
Ένας πολύ σεξιστικός τρόπος για να χαρακτηρίσει κάποιος την γυναίκα. Κατ' επέκταση και κάθε παθητικό ερωμένο /-η. Σχηματίζεται κατά τα σταχτοδοχείο, πτυελοδοχείο, τεφροδοχείο, ουροδοχείο, και γενικώς τα δοχεία όπου τοποθετούνται απερριμμένα υλικά. Μεγεθυντικό: τράπεζα σπέρματος. Συχνά, ο όρος χρησιμοποιείται για να καυτηριαστεί μια φαλλοκρατική συμπεριφορά, σε εκφράσεις του στυλ «με έκανε να αισθάνομαι σπερματοδοχείο». Αλλά και αντιστρόφως την παρτόλα.
Κυριολεκτικά, είναι το μπροστινό μέρος του προφυλακτικού, το ειδικά διαμορφωμένο ώστε να δέχεται το σπέρμα. Όταν το φοράμε, είναι καλό να το πιέζουμε με τον αντίχειρα και τον δείκτη, ώστε να μην παγιδεύεται εκεί αέρας και μετά σπάσει και ψαχνόμαστε.
Ενώ θα περίμενε κανείς να χαρακτηρίζει κυρίως το αιδοίο, χρησιμοποιείται συχνότατα για το στόμα. Σπανιότερα για τον πρωκτό. Δεν έχω ακούσει να χρησιμοποιείται για τα ρουθούνια ή τα αυτιά.
Η πατσαβούρα γκόμενα /-ος, που χρησιμεύει μόνο για εκτόνωση και όχι για ευχαρίστηση. Σεξιστική χρήση του όρου.
Επίσης, χρησιμοποιείται η έκφραση «μπερδεύω το σταχτοδοχείο με το σπερματοδοχείο» ως συνώνυμο του μπερδεύω την βούρτσα με την πούτσα ή του «μπερδεύω την Πούτση με την Βούρτση».
Οποιοδήποτε αντικείμενο θέλουμε να βρίσουμε ως άχρηστο.
Στο Δ.Π. υπό Bubis.
β) Από μικρή, κάθε φορά που σοβάρευε ο δεσμός και αρχίζαμε τις κουβέντες για το μέλλον, για γάμους, δαχτυλίδια και τα σχετικά, άρχιζα να βλέπω τα βράδια τον ίδιο εφιάλτη ξανά και ξανά.
Πέφταμε στο κρεβάτι, γινόταν η τυπική διαδικασία που με έκανε να αισθάνομαι αυτό που λέω εγώ σπερματοδοχείο, γινόμουν ράκος γιατί αυτός γύρναγε και κοιμόταν, εγώ ήθελα να μείνω μόνη μου, στο γάμο δεν μπορείς να απαιτήσεις από τον άντρα σου να φύγει από το σπίτι μετά το πήδημα, οπότε σηκωνόμουν, αφού πρώτα προσπαθούσα να ηρεμήσω και να μη σκέφτομαι άσχημα πράγματα, όμως το σπέρμα γλίστραγε ανάμεσα στα πόδια μου και με εξόργιζε που είχα μετατραπεί σε ένα απλό έπιπλο για αυτόν, ένα κομοδίνο, που δεν έκανε προσπάθεια να με γοητεύσει, που είχα μείνει ένα κέλυφος χωρίς ψυχή και μυαλό και οι κουβέντες όλες ήταν πότε θα φάμε, θα βγούμε, τι έχει η τηλεόραση και να φανταστείς πως δεν τα είχα στ’ αλήθεια ζήσει όλα αυτά.
Από εδώ.
γ) Για ποια φοινικικότητα, τουρκικότητα και αραβικότητα μιλάς; Η Κύπρος δεν είναι ένα πολυεθνικό σπερματοδοχείο αλλά ένα Ελληνικό νησί που δέχτηκε πολλούς κατακτητές.
Από εδώ.
Κράτα το προφυλακτικό από μπροστά όταν το βάζεις, κλείνοντας με τα δάχτυλα το σπερματοδοχείο ώστε να φύγει ο αέρας.
Από εδώ.
α) ΜΟΥ ΕΛΕΓΕ ΟΤΙ ΘΑ ΕΙΜΑΙ ΤΟ ΣΠΕΡΜΑΤΟΔΟΧΕΙΟ ΤΟΥ ΕΝΩ Η ΠΙΕΣΗ ΤΗΣ ΠΟΥΤΣΑΣ ΤΟΥ ΣΤΟ ΛΑΡΥΓΓΙ ΜΟΥ ΓΙΝΟΤΑΝ ΟΛΟΕΝΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ.ΤΩΡΑ ΘΑ ΧΥΣΩ ΡΕ ΓΑΜΙΟΛΑ ΜΟΥ ΛΕΕΙ ΚΑΙ ΘΑ ΤΑ ΚΑΤΑΠΙΕΙΣ ΟΛΑ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΑ ΕΓΩ ΑΛΛΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΘΕΛΑ. Από εδώ (για ενήλικες).
β) Ο πρωκτός ως σπερματοδοχείο.
- Ο πρωκτός χωράει αρκετούς χυμούς και η πολλάπλη εκσπερμάτωση είναι κάτι που μπορεί να τον μετατρέψει σε δοχείο σπέρματος. Είναι κάτι που μου αρέσει και θα ήθελα να ακούσω γνώμες...
- Δε μπορώ να καταλάβω... γνώμες πάνω σε τι; Πάνω στο αν χωράει πολλούς χυμούς; Πάνω στο αν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως σπερματοδοχείο; Τι ακριβώς να πούμε πάνω σ' αυτό; Ο καθένας τον διαχειρίζεται όπως θέλει.
Από εδώ (για ενήλικες).
Γιατί να θυσιάσει κι άλλο χρόνο για μια πατσαβούρα, ένα σπερματοδοχείο ; Από εδώ.
Ανώνυμε δε καταλαβαίνω τι ακριβώς εννοείς, το κείμενο και η ιδέα είναι δικά μου, όπως και δικό μου είναι το blog στο οποίο καλα θα κάνεις να μην ξανααφήσεις τα υπονοούμενά σου, εκτός και αν μας εξηγήσεις τι εννοεί το σπερματοδοχείο που χρησιμοποιείς για εγκέφαλο. Καλημέρα και ευχαριστώ που με διαβάζεις :D
Από εδώ.
Got a better definition? Add it!
Το μπινελίκι αυτό και οι παραλλαγές του (μωρή ξεσκισμένη, παλιοξεσκισμένη, κ.α.) αποτελούν πολύ βαριές προσβόλες.
Συνήθως απονέμεται σε:
Εκ του αρχ. σχίζω.
Αποσιστωμένη, εις την μαρτυριάρικην Τζύπρον.
Got a better definition? Add it!
Το πορνείο, το χαμαιτυπείο, το βιζιτάδικο, ο οίκος απώλειας και ανοχής, ο τελικός προορισμός της κάθε μπουρδελότσαρκας, το ευαγές ίδρυμα όπου ο μπουρδελάρχης υπενοικιάζει στον μπουρδελιάρη (υπό το φευγαλέο βλέμμα του περαστικού μπουρδελοξεπόρτη) τις υπηρεσίας ενός ξεμπούρδου καραπουταναριού πάνω σε μια λεκιασμένη μπαρόκ μπουρδελιάστρα με υπόκρουση στην καλύτερη περίπτωση μπουρδελέ γαμωτζάζ.
Μεταφορικά, το αχούρι (βλ. τριμπούρδελο, σαν μπουρδέλο σε μετακόμιση).
Εκ του μπορντέλο < ιταλ. bordello < γαλλ. bordel < φραγκικό borde (σανίδα).
το 1980, ολη η Ελλάδα ήτανε γεμάτη όμορφα κ με καμία σχέση με το τώρα μπουρδέλα...
(από εδώ)
Got a better definition? Add it!
Μουνὶ ποὺ χάσκει, στὴν Πατρινὴ διάλεκτο.
Κατὰ κυριολεξίαν, χάβαρα λέγονται οἱ ἀχιβάδες, γυαλιστερές, χτένια κλπ. Ὅταν τὰ χάβαρα εἶναι μισάνοικτα, προκαλοῦν πονηροὺς συνειρμοὺς εἰς τοὺς Πατρινούς.
Οἱ ἀξιολογικὲς καὶ ἠθικολογικὲς προεκτάσεις ποὺ δίδονται, λόγῳ τοῦ χαίνοντος, εἶναι προφανεῖς.
Ἡ λέξις, μὲ τὴ σλαγκική της ἔννοια, ἀπαντᾶται μόνο στὴ φρᾶσι τοῦ παραδείγματος. Τὸ μόνο στοιχεῖο ποὺ μπορεῖ νὰ ποικίλῃ εἶναι ὁ βαθμὸς συγγενείας αὐτοῦ, τοῦ ὁποίου τὸ χάβαρον ἐπικαλούμεθα. Ἄρρενες συγγενεῖς ἀποκλείονται· ἐξ ἀγχιστείας ἐπίσης.
- Πῶς πᾶς ἔτσι ρὲ μινάρα, θὰ μᾶς σκοτώσῃς;
- Τῆς μάνας σου τὸ χάβαρο, ρὲ κωλομίναρε!
Βλ. επίσης μύδι.
Got a better definition? Add it!
Aν βγείτε έξω και περάσετε ένα δεκάλεπτο παρέα με Αλβανούς ή άτομα που κάνουν παρέα με Αλβανούς θα ακούσετε περίεργες λέξεις όπως «ταβέ» «πίδι» «κουρβ» και άλλα πολλά. Επειδή λοιπόν οι Ελληνικές βρισιές δε μας αρκούν είπαμε σαν λαός να κάνουμε λίγο τούτι-φρούτι το υβρεολόγιο μας προσθέτοντας βρισιές της γειτονικής χώρας. Παρακάτω αναγράφω τις ποιό δημοφιλείς βρισιές:
Ταβέ: Στο(ν) ακουμπάω (πολύ συχνά λέγεται ως απάντηση στο ναι, ε;, και;, ρε)
(Τε) Κίφσα: (Σου) γαμώ
Ροπ: Οικογένεια, το σόι
Μπιθ: ο κώλος
Κούρβ: η πουτάνα
Μότρεν: η αδερφή (προσοχή! όχι ο ομοφυλόφιλος!)
Πίτσκ(α): το μουνί
Πίδ(ι): και πάλι το μουνί
Λόκε: η πούτσα
Κοκ(ε): το κεφάλι (και οι δυο σημασίες)
Τόπε: το αρχίδι (τόπε τόπε ο παπαγάλος)
Κάρι: ο πούτσος (βάρι κάρι: κρέμασε το στο πούτσο σου: μη δίνεις σημασία)
Ταφούτ κόχι: δεν είμαι σίγουρος για την ακριβή σημασία της, πρέπει να έχει σχέση με το ταβε. Κλασσική απάντηση στο όχι (μάλλον όχι αυτό του Μεταξά.)
Μπόλε: η μπάλα, το αρχίδι
Τε ραφτ πίκα: να πέσει πάνω σου κατάρα
Τε ραφτ κανσέρι: να πάθεις καρκίνο (και όχι κασέρι)
[I]ΣΥΝΤΑΞΗ[/i]
(αφορά το τε κίφσα)
Η σύνταξη είναι πολύ απλή:
Τε κίφσα + (οτι θέλουμε να γαμήσουμε εκείνη τη στιγμή)
π.χ.
- Τε κίφσα ροπ: γαμώ το σόι σου
- Τε κίφσα μπίθεν: γαμώ τον κώλο σου, κ.ο.κ
Αυτά είναι τα βασικά. Ενδέχεται να έχω κάνει αρκετά λάθη καθώς δε την ομιλώ την γλώσσα. Διορθώσεις δεκτές.
Δε χρειάζονται...
Got a better definition? Add it!
Μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να χρησιμοποιηθεί όπως οι «ψύλλοι στ' άχυρα».
Μαθηματικά, μπορεί να παρασταθεί με μία τοπική ασυνέχεια ή ακρότατο κατά τμήματα συνεχούς συνάρτησης, ορισμένης σ' όλο το R, ή ως ένα πεπερασμένο στοιχειο υψηλής διακριτοποίησης (του οποίου οι ιδιότητες θεωρούνατι, πρακτικά, αμελητέες), ή ως απειροστικό στοιχείο, μπουρουμπούρου...
Πραγματολογικά, η απεικόνιση μίας «πούτσας», δηλ. ενός μορίου (κάποιου λοστρόμου, Γκασμαδονησιώτη, Φιλιππινέζου μάγειρα, ή ενός θηλαστικού της θαλάσσης) στο αρχιπέλαγος θα μπορούσε να θεωρηθεί μία αμελητέα ποσότης στην ευρύτερη οντότητά του (κοινωνικο-οικονομική, ναυτιλιακή, γεωγραφική, κλιματολογική, κλπ.)...
Φυσικο-μαθηματικά, αν και απέχουμε πολύ από την κατανόηση των εννοιών της σύγχρονης κοσμολογίας, αλλά γουστάρουμε να την κάνουμε κρεμαστάρια και να την βαφτίζουμε «μπλε», θα μπορούσε να αποσωθεί με τις θεωρίες για παράλληλα σύμπαντα και σκουληκότρυπες....
Στην καθομιλουμένη, το «ξεκάρφωτο», το απιστεύτου, το «ξώμπαρκο» που πετάγεται στη ζωή μας και μας αφήνει σέκους, είναι κάποιες έννοιες που θα μπορούσαν να περιγραφούν από το εν λόγω λήμμα.
Μας πήγε τώρα ο Σάββας ο Μπούκερ από τας Σέρρας, σαν μια πούτσα στο Αιγαίο, να μας κάνει το ντι-τζέη και να κατακτήσει την Αμερική...Ανάθεμα κι αν τον ακούσει κανείς στο ντοριτάδικο στο Σαν Ντιέγκο...
Ποιον είδα ρε τις προάλλες; Το Θέμη τον ψηλλό ρε! Στο σταθμό, στην απέναντι αποβάθρα! Ήταν πήχτρα, ρε, σαρδέλες ο κόσμος! Και πεταγόταν η μάπα του σαν μια πούτσα στο Αιγαίο! Καλή φάση!
Ακάκιε! Τρέξε να βαρέσεις τα σήμανδρα! Θαύμα! Φαλλός αναδυόμενος από της θαλάσσης! Του Αγίου Π.. ανήμερα!
Got a better definition? Add it!