Πολλά μπούτια μαζί. Σε αντίθεση με το μποτιλιάρισμα που δημιουργεί νεύρα και τσαντίλα, το μπουτιλιάρισμα δημιουργεί ευφορία και ενθουσιασμό.

Συναντάται:

  • Στην πλαζ,
  • Στο casting με τα μοντέλα,
  • Στα αποδυτήρια γυναικών,
  • Στο ταξί μετά το club.

Έπεσα σε ένα μπουτιλιάρισμα... ακόμα καυλωμένος είμαι !

Σχετικό και το μπερδέψαμε τα μπούτια μας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μικρής διάρκειας «ασθένεια» που εμφανίζεται στον άνδρα όταν, προχωρώντας σε πολυσύχναστο δρόμο ή χώρο, «τυφλώνεται» από το μεγάλο πλήθος από μουνάρες ή Λίλιαν που κυκλοφορούν τριγύρω. Το φαινόμενο είναι παροδικό και διαρκεί από μερικά λεπτά μέχρι και ένα εικοσιτετράωρο, είναι δε συνηθέστερο σε άτομα που δεν έχουν κάνει σεξ κατά το πρόσφατο παρελθόν. Ενίοτε συνοδεύεται από άνοδο του αίματος στην κεφαλή ή από... άνοδο της κεφαλής. Περιττό να τονιστεί ότι η ασθένεια γνωρίζει άνθιση κάθε Άνοιξη και Καλοκαίρι...

Η λέξη προέρχεται από τον όρο «μουνί» που αναφέρεται στη γνωστή θηλυκή θεότητα που ρυμουλκεί πλοίο (σέρνει καράβι) και από τη κατάληξη «-ίαση» που δηλώνει ασθένεια, π.χ. ηλίαση.

(πραγματικό περιστατικό)
Το πρωί στο Πολυτεχνείο:
- Τι έχεις ρε φίλε και είσαι αποσυντονισμένος;
- Άσε ρε Μήτσο, τι είναι αυτά που κυκλοφορούν; Δε μας λυπούνται καθόλου; Μουνίαση έπαθα πάλι όταν ερχόμουν! Έχω και μέρες να γαμήσω...
- :-))))))))))

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσιμπουκαμπίλιτι (tsiboukability): η τέχνη (ικανότητα) του τσιμπουκώνειν. Από το τσιμπούκι και ability.

  1. - Ωραία χειλάκια έχει η Βανέσσα... - Φιλαράκι ... άσε ... μιλάμε για τοπ tsiboukability!

  2. - Γαμώτο, για άλλη μια φορά τον ήπιε η ομάδα μας...
    - Άσ' τα ... στο tsiboukability πρώτοι είμαστε !

βλ. και στοκαμπίλιτι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά πεθαίνω από έρωτα, λιώνω από κάβλα. Λεξιπλασία δικής μου έμπνευσης - έτσι πιστεύω τουλάστιχον - μέσα απ' τη ζωή βγαλμένη. Διακαής και επώδυνος πόθος, τον οποίο, λίγο πολύ, όλοι τον έχουμε γευτεί, όπως λέει και το σχετικό άσμα.

  1. - Πώς πας με τη Σούλα; Ακόμη καψούρης;
    - Μόνο καψούρης; Τη σκέφτομαι και καβλιώνω...

  2. - Είδα τον Αλέκο και μου φάνηκε λίγο χάλια. Τρέχει τίποτα;
    - Καψουρεύτηκε μια μαθήτριά του, ο μαλάκας. Καβλιώνει ο καημένος.

(από panos1962, 22/11/09)Καυλιώνει για την πάρτη του η γλυκιά μου... (από vikar, 02/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κακώς εννοούμενος οίστρος, δηλαδή ο χυδαίος, ο (ζ)αγοραίος οίστρος, αυτός που έχει απώτερο (και εγγύτερο) σκοπό το ξέδωμα, το ξαλάφρωμα, το γαμήσι. Λέγεται σε περιπτώσεις που κάποιος ή κάποιοι αραδιάζουν μαλακίες σωρό πιστεύοντας ότι λένε κάτι σπουδαίο ή ιντελεκτουέλ.

Βλέπε και σχετικό διάλογο στα σχόλια του χαγιαπούτσα.

- Εννοώ, μια ενιαία πλατφόρμα σε αντιιμπεριαλιστική βάση, έξω και πέρα από λογικές του ευρωμονόδρομου και της ρεβιζιονιστικής φράξιας της μεταμοντέρνας αριστεράς.
- Να μη σε κόψω πάνω στο χύστρο σου, αλλά το αριστερό μου κλαίγανε και το μοιρολογούσαν! Τι παπαριές μας αραδιάζεις; Το θέμα είναι τι γίνεται με την επιδότηση!

Με συνεπήρε ο χύστρος (από panos1962, 06/11/09)Αγορητής σε χύστρο (από panos1962, 06/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως αρνησιγλειψία ονομάζεται ούτη κατάστασις εις την οποία το θήλυ αρνείται επιμόνως και συνεχώς να ασκήσει την ιερή τέχνη της πεολειξίας εν ώρα συνευρέσεως ή να δεχθεί τις υπηρεσίες του/των συντρόφου/συντρόφων της. Ούτη πάθηση χωρίζεται εις:

α. Ενεργητική αρνησιγλειψία: το θύλη αρνείται την παραλαβή πιπός (εκ της φράσεως «του παίρνω πίπα») και λοιπόν... παραγώγων αυτής,

β. Παθητική αρνησιγλειψία: το θήλυ αρνείται να δεχθεί... το όργανο του λόγου του ανδρός επί του οργάνου της ηδονής της, προφασιζόμενη εκπομπές δυσάρεστων οσμών, απουσία παρκέ κτλ. Σπανίως η ενεργητική αρνησιγλειψία παρουσιάζεται και εις τους άρρενες, συνήθως δια τους ιδίους λόγους.

Κορυφαία τε και ηγετική μορφή του αγώνα κατά της αρνησιγλειψίας θεωρείται η Μόνικα Λεβίνσκι.

Πιπόλαος (μετά κατεβασμένων παντελονιών): «Ευτέεεερπη! Ευτερπούλααα! Ευτέρπη, θα ήθελον να με... τέρψεις!»
Ευτέρπη: «Αδύνατον! Έχεις καταναλώσει παστουρμά μετά γιαουρτοσκόρδιου! Γιγνώσκεις την οσμή των εκχύσεών σου;»
Πιπόλαος: (κυνηγά την Ευτέρπη μετά των παντελονιων κατεβασμένων, ως αν πιγκουίνος!) «Μα διατί αρνήσαι; Δεν κατανοώ!»
Ευτέρπη: «Δεν επιθυμώωω!»
Πιπόλαος: «Απαράδεεεκτοννν! Έχεις καταληφθεί από αρνησιγλειψία! Πλέον!...»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για παραλλαγή του πρωκτικού σεξ εις την οποίαν αντισυμβαλλόμενος δεν είναι ο πέων αλλά μικρός πόντικας τ. meriones unguiculatus (gerbil).

Πρωκτόκολλο του τρωκτικού σεξ (αγγλιστί, gerbilling): Αφού αφαιρεθούν νύχια και δόντια με λιλιπούτεια χειρουργικά παραφερνάλια, ο εισπρώκτωρ πετσοπάς εισάγει το ζούδι εντός του ορθού του, όπου αυτό ορύσσει ενστικτωδώς, προκαλώντας έντονη διέγερση. Την κλιμάκωση του οργασμού επιφέρουν τα επιθανάτια τινάγματα του άτυχου τρωκτικού.

Κατ' ισχυρισμό του διεθνούς τύπου, ο ηθοποιός Richard Gere είναι μεγάλη ποντικοπνίχτρα και τρωκτικάντζα, ο δε ποπός του προ ετών έτεκεν μυν σε μονάδα επειγόντων περιστατικών στην Καλιφόρνια.

Ορισμένοι σκεπτικιστές, αλλά και σωμάτια ΛΟΑΤ, ισχυρίζονται ότι το τρωκτικό σεξ αποτελεί αρρωστημένο και ομοφυλοφιλοεχθρικό αστικό μύθο.

Πέρι: - Πού είναι οι πραγματικοί άνδρες ρε παιδί μου, έχει γεμίσει ο τόπος με γιαουρτομούνες λούγκρες και βερμουδιάρηδες αρκούδους...

Βαγγέλης: - Ξεκόλλα ρε, άσ' τον Πιερ να κωλογαμιέται με τον Καυλαγόρα! Καιρός να ψαχτείς...να’ σπώ κάτι στ’ αυτί: ...ψουψουψου...το τρωκτικό σεξ...μουμουμου...γούτσου-γούτσου ο ποντικομικρούλης...ψουψουψου....

Πέρι: - Ουαααου, είσαι θεά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθεμα που προκύπτει από την ένωση των λέξεων καύλα και γαλαρία, το οποίο χρησιμοποιείται για να δηλώσει την συνάθροιση από καύλες, καυλίτσες, καβλώστρες κ.ο.κ στην λεγόμενη γαλαρία ενός χώρου όπως π.χ. τις πίσω θέσεις ενός λεωφορείου, τα πίσω τραπέζια ενός νταπαντουπάδικου ή ενός μπαρ, ή τις πίσω καρέκλες/σκαμπό ενός μπαρ.

Περιττό να αναφερθεί πως η συνάθροιση στην καυλαρία προσφέρεται μεν για τέρψη των θαμώνων ή των θεατών μέσω της πρακτικής του οφθαλμόλουτρου, αλλά η πρόσβαση στην καυλαρία αποτελεί ενίοτε μία ιδιαίτερα σκληρή και επίπονη δοκιμασία αν είσαι ξέμπαρκος. Εκτός και αν το κατέχεις το σπρέχεν, οπότε όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές και τα σκυλιά δεμένα...

- Δεν παίζει και πολύ πράγμα σήμερα...
- Θύμισε μου να σου πάρω γυαλιά ρε γκαβούλιακα. Ολόκληρη καυλαρία έχεις μπροστά σου!
- Τι να σου πω ρε συ, είναι λες και κάνω δίαιτα και με σέρνεις σε ζαχαροπλαστείο... αφού δεν θα μου κάτσει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη πατικωλίδι ετυμολογείται εκ των πατάω και κώλος.

Πρόκειται για ιδιωματισμό του Αγρινίου, όπου πολλοί παράνομοι αγώνες στους δρόμους και στις αερογέφυρες. Συνεπώς ως πατικωλίδι ορίζεται η κόντρα, η σπινιά και γενικά το γαμηστερό καυλόγκαζο.

Σπανιότερα συναντάται και ως συνουσία μέσω πρωκτού.

  1. Ρε συ, είδες φανάρια-αερογέφυρα κάτι τρελά πατικωλίδια που έπεσαν;;;;

  2. Αν πάς στο σπίτι της Εύας, κάνε της ένα καλό πατικωλίδι!

(από proteas1992, 29/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφιερώνομαι σε μονογαμία.

Έχω ρομαντική / συναισθηματική σεξουαλική επαφή.

Μην μουνογαμιέσαι πολύ γιατί θα βαρεθεί το γκομενάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified