Further tags

Η τζιβιτζιλού, η λεσβία.

- Ρε, λένε οτι η Πέννυ είναι μπιφτεκού!
- Α, γι'αυτό τόσα κολλητιλίκια με την Ελένη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος που έχει πολύ αδρά χαρακτηριστικά και γενικά είναι επιθετικός και αρρενωπός.

-Κοίτα τον τύπο με τη χάρλεϊ, όλο σφήνες μου κάνει!
- Φαίνεται αγριόπουστας, μην του κολλάς καθόλου γιατί κινδυνεύεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λούλης... Ο πούστης ντε!

- Δες κούνημα τον πισωγλεντζέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πούστης.

- Γεμίσαμε τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρες στην τηλεόραση!

βλ. και τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που «γεμίζει» ή «γεμίζεται» από πίσω, ο πούστης.

Ο Τάκης είναι τελικά πισωγιομίδης;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πουστιά. Αλλά το «πουστρηλίκι» φανερώνει μια λίγο πιο μόνιμη ιδιότητα (κατά τα «προεδριλίκι», «παραγοντιλίκι»), είναι τουρκογενής λέξη, οπότε παραπέμπει στα έθιμα της οθωμανικής περιόδου, και είναι κάτι που το ασκεί ως οιονεί εξουσία ο γκέης.

Τι τσατσιές και πουστρηλίκια είναι αυτά, γαμώ το φελέκι μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λεσβία, η τζιβιτζιλού, η πλακομούνα. Η γυναίκα που αντροφέρνει παραπάνω από το κανονικό, μερικές φορές όχι χωρίς αιτία.

Λέγεται και «αρσενίκω».

Πού πάς ρε μαλάκα, αυτή είναι αρσενικιά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λεσβιακό αντίστοιχο του πούστη από κούνια. Να σημειωθεί ότι ακόμη κι αν υπάρχει γενετικός προκαθορισμός για την λεσβία, αυτός δεν έχει καμία σχέση με ανάλογο γενετικό προκαθορισμό του άνδρα γκέι.

Ασίστ: GATZMAN.

Από τα αρχαία χρόνια υπήρχαν λεσβίες από κούνια, οι περίφημες τριβάδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά πούστικη συμπεριφορά, ανάρμοστο σεξουαλικό τσαλίμι, κραυγαλέα εκδήλωση ομοφυλοφιλίας. Συναντάται και μεταφορικά, ως ύπουλη ενέργεια, π.χ. «Κοίτα μη μου κάνεις κανένα πουστριλίκι, σε γάμησα», ή ακόμη και ως άγριο μπινελίκωμα: «Μ' άρχισε στα πουστριλίκια».

  1. Ήρθε κι ο Φιλήμωνας. Καλά, μιλάμε, να δεις πουστριλίκι η δικιά σου!

  2. -Γιατί δε ζητάς ένα ρεπό;
    -Τι λες, ρε συ, προχθές του ζήτησα μια ωρίτσα να πάω τη μάνα μου στο σταθμό και μ' άρχισε στα πουστριλίκια!

  3. Αν μου κάνεις πουστριλίκι, σε πήρε και σε σήκωσε!

Την άρχισε στα πουστριλίκια. (από panos1962, 15/11/09)Πουστριλίκια (από panos1962, 15/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το πούστης+ λουστραδόρος. Η αδερφή, αυτός που τη γυαλίζει την κάννη.

Μεγάααλος πουστραδόρος ο Τζίμης. Τι, δεν το 'ξερες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified