Selected tags

Further tags

Αργκό της φυλακής.

Δεν είναι ο συνηθισμένος αρραβώνας με βέρες, πεθερικά και φαγοπότι, αλλά ο παρά φύσιν, που συμβαίνει μεταξύ δύο ανδρών, όταν ο ένας σκύβει να πάρει το σαπούνι.

Όποιος συνάψει πολλούς τέτοιους αρραβώνες, του γίνεται η ροδέλα κόσκινο.

- Γιατί ρε συ έβγαλε ο Στράτος το τραγούδι ο «Σαλονικιός»;
- Γιατί όταν είχε μπει στη στενή, ήτανε εκεί και ο Σαλονικιός (διάσημο μούτρο του υποκόσμου). Θα τον γλίτωσε φαίνεται από κανέναν αρραβώνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βάζω το γκομενάκι στο αυτοκίνητο και πάμε δια τα περαιτέρω.

Πηγή: acg.

Φορτώσεις- εκφορτώσεις, ο Ανάργυρος.

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Σχήμα οξύμωρο.

  2. Σιλικονούχα βυζιά που τρύπησαν και ξεφούσκωσαν.

Αλλά γιατί να αρκεστούμε μόνο σε αυτό;
Βλ. παράδειγμα!

The rAndoM silIcOnE gEneRaToR presents:

  • σιλικονδύλωμα: εμετικό σιλικονούχο εξόγκωμα
  • σιλικονίαμα: σιλικονούχο μπάζο
  • σιλικόνικλος: κουνελάκι σιλικονούχο
  • σιλικονκλάβιο: συνέδριο σιλικονούχων
  • σιλικόνξα: τσαλιμάκια σιλικονούχας
  • σιλικονομάω: χρησιμοποιώ τα σιλικονούχα θέλγητρα για πλουτισμό
  • σιλικονσεπτουαλισμός: σιλικονούχος εννοιοκρατία
  • σιλικονσερβατουάρ: από φωνή, βυζί!
  • σιλικονσέρτο: ρεσιτάλ σιλικόνης
  • σιλικονσομασιόν: τα ευκόλως εννοούμενα...
  • σιλικονσόρτσιουμ: σύμπραξη σιλικονούχων
  • σιλικονστρουκτιβισμός: γκόμενες με ογκώδη και γεωμετρικά βυζόμπαλα
  • σιλικοντανασαίνω: λαχανιάζω εν μέσω σιλικόνης
  • σιλικονταρομαχία: η Σιλικονίτα και η Σιλικονέλλα τα τέσσερα βυζιά μαλώναν!
  • σιλικοντέινερ: σουτιέν για σιλικονούχους γαργαντούες
  • σιλικοντέρ: silicon-o-meter!
  • σιλικοντεσίνα: σιλικονούχα αρχοντομούνα
  • σιλικοντολογίς: με δυο λόγια: ΤΕΡΑΣΤΙΑ!
  • σιλικοντοπίθαρη: σιλικονούχα πιπινέζα
  • σιλικοντή: βλ. σιλικοντοπίθαρη
  • σιλικοντοστέκω: σταματώ απότομα να μπανίσω φο-βυζού
  • σιλικοντοστούπα: Βλ. σιλικοντοπίθαρη
  • σιλικοντοφάρδουλη: σιλικονούχα πιπινέζα αχλαδομούνα
  • σιλικοντοχωριανή: Η Παγώνα από την Κωλοπετινίτσα επισκέφτηκε tom Pousti
  • σιλικοντραμπάντο: μεταφορά εμφυτευμάτων σιλικόνης στην Σουηδική Αραβία
  • σιλικοντραμπάσο: το βαρύτερο από την οικογένεια των σιλικονούχων βυζιών
  • σιλικοντραπλακέ:
  1. Σχήμα οξύμωρο
  2. Σιλικονούχα βυζιά που τρύπησαν και ξεφούσκωσαν

+ σιλικονφερανσιέ: σιλικονούχος καλλιτέχνις που παρουσιάζει άλλες σιλικονούχες καλλιτέχνιδες

να βυζουλι μπρε (από ο αυτοκτονημενος, 04/04/09)Σιλιcondoleezza (από Vrastaman, 04/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικό που, σλανγκιστί, κλίνεται σε όλα τα γένη: το βυζί, ο βύζος, η βυζάρα.
Πρβλ. ο πούτσος, η πούτσα, το πουτσίδι.
Ο πούτανος, η πουτάνα, το πουτανάκι.
Ο πούστης, η πούστρα, το πουστρόνι.

Μυδασίστ: Τζον Μπλακ (από Khan, 30/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο το οποίο, συνδυάζοντας τις λέξεις (πονηρή) αλεπού + πούτσα, παραπέμπει σε ένα ακαθόριστο είδος ψωλής, πονηρής, τσαχπίνικης, μάλλον μεγάλης (με μέτρο την ουρά της αλεπούς), χαριτωμένης, ευέλικτης, κλπ.

Χαριτολογώντας μπορεί να ειπωθεί και για μια πραγματική αλεπού.

Ειρωνικά, μπορεί να ειπωθεί για γούνα από αλεπού.

  1. - Ωραία βυζιά, ε;
    - Σιγά και τα πεσμένα, ρε μαλάκα!
    - Καλά, κατάλαβα, όσα δεν φτάνει η αλεπούτσα τα κάνει κρε-μαστάρια...

  2. - Μαμά, μαμά, μια αλεπούτσα!!!
    - Ιιιιιιιιιι! Σσσσσσσσσσς! Πού έμαθες αυτή τη λέξη παιδάκι μου;!

  3. - Μωρό μου θα μου πάρεις αυτή τη γούνα;
    - Α μωρή και μου το παίζεις φιλόζωη, σιγά μη σου πάρω και αλεπούτσα να φοράς, χαθήκανε οι ψεύτικες;

εινε μορτισα και αλεπου και τον μπουτσο εχει στον νου (από ο αυτοκτονημενος, 04/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα μεγάλου μεγέθους γυναικεία στήθη.

- Δεν πιστεύω να της είπες ναι;...
- Τι να κάνω, μου είχε πετάξει τα φουσκώνια της στη μούρη και με τούμπαρε...

(από Labros, 04/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με καθόλου σεξιστική διάθεση, αυτή η έκφραση ανήκει στη γυναικεία ελληνική γλώσσα. Ως γνωστόν οι γυναίκες λένε πάντα με πολύ πλάγιο τρόπο κάτι και σπάνια το κοπανάνε με τον άμεσο αντρικό τρόπο.

Το «κάνε με χαλί» θα το ακούσει κάποιο έφηβο άτομο ή κάποιος τριαντάρης με παρατεταμένη εφηβεία, που ακόμα δεν ξέρει τι θα πει η λέξη προκαταρκτικά και θέλει μέσα σε χρόνο ντι τι να τον μπήξει. Η γκόμενα όμως θα θέλει ασφαλώς πρώτα να νιώσει έτοιμη και αντί να πει: «Θέλω πρώτα λίγα προκαταρκτικά ρε μαλάκα...», θα του πει ευγενικά: «κάνε με χαλί», που προέρχεται από τη γνωστή έκφραση: «Θα γίνω χαλί να με πατήσεις».

Φίλα με... Κάνε με χαλί...

(από nick, 05/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Αλέξανδρος Σούτσος (Κωνσταντινούπολη 1803- Αθήνα 1868) ήταν Φαναριώτης ρομαντικός πεζογράφος, σατιρικός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας της Α’ Αθηναϊκής Σχολής.

Και επειδή ήξεραν στην παλιά Αθήνα τι καλαμπουρτζής ήταν ο Σούτσος, του έπαιξαν ένα παιχνίδι.

Τον εκάλεσαν σε μια συνεστίαση πολύ επίσημη και του σέρβιραν για φαγητό ένα ψητό αγελαδινό μουνί. Τότε αυτός, βλέποντας τι του είχαν σερβίρει, ξεκούμπωσε το παντελόνι του και την πέταξε έξω.

Οι κυρίες στην συνεστίαση θορυβήθηκαν και ο Σούτσος τους απάντησε «το κατάλληλο πιρούνι για το κατάλληλο φαγητό».

Κάποια στιγμή ο Σουρής περνούσε από το σπίτι του Σούτσου και τον βλέπει να τακτοποιεί κάτι βιβλία... - Ρε Γιώργη, του φωνάζει, τι κάνεις εκεί; - Δεν βλέπεις ρε μπαγάσα, απαντάει ο άλλος, στοιβάζω (στη βάζω)!! Αυτό ο Σουρής το εφύλαξε και μια μέρα που ο Σούτσος περνούσε απ' το σπίτι του, τον βλέπει στ' ανοιχτό παράθυρο να γράφει κάτι σ' ένα χαρτί και τον ερωτάει τι κάνει. Εκείνος του απαντάει... «στιχώνω... ρε Γιώργο... στιχώνω (στην χώνω)»!!

Η στερνή μου θέληση είναι όταν αποθάνω, εκατοντάδες γυναικών στο μνήμα μου επάνω, να γαμηθούν πατόκορφα από μπροστά και πίσω, μήπως μπορέσω και εγώ στο μνήμα μου και... χύσω!!

τα παραδείγματα που ακολουθούν είναι από το http://students.ceid.upatras.gr/~akis/jotd20/0573.html

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μη μου τους κύκλους τάραττε που λέει η Σιλικονέλλα / Σιλικονίτα στην οποία κάνουμε ισπανική (μαλακία ή ακόμη καλύτερα πίπα, για την λεπτή διαφορά βλέπε εμπνευσμένη ανάλυση της Mes), και γι΄ αυτό φοβάται μην σπάσει κανά μπαλόνι και τρέχουμε να ψάχνουμε τα υπολείμματα της poustiάς του Pousti. Για να αποφύγουμε τέτοιες ατάκες το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε (εκτός από το να απαγορεύουμε σε κονάτες να διαβάζουν slang.gr) είναι να ακολουθήσουμε την συμβουλή της Mes από το Πουτσοπόλιταν, ότι οι ρώγες ΔΕΝ είναι κουμπιά ραδιοφώνου, και δεν πρέπει να τους συμπεριφερόμαστε σαν να ήταν...

Λάουρα σε χρόνο ύποπτο: - Αχ μη Χαβιέ (σ.ς.:Ισπανός), μη μου τους βύζους τάραττε. Μόλις γύρισα από Tom Pousti. Και ποιος την ξαναπληρώνει την μπαγαποντοπλαστική!...

(από nick, 05/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που εκστομίζεται κυρίως από άντρες για να δηλώσουν ότι, ασχολούνται μεν με το ευγενές άθλημα του καμακίου, όχι όμως ιδιαίτερα σοβαρά αλλά περισσότερο για το παιχνίδι και τον τζέρτζελο της φάσης.

Τώρα υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες ανθρώπων που έχουν λόγο να το κάνουν αυτό: είτε οι γλυκοτσούτσουνοι που έχουν κορεστεί και θέλουν να κάνουν ένα διαλειμματάκι, είτε (πειστικότερο) όσοι έχουν το φόβο της παντόφλας και δεν τους παίρνει το βίβερε περικολοζαμέντε.

- Μας έφεξε κολλητέ! Αυτή η μικρή μουνοθύελλα που μπούκαρε είναι η παρέα της αδερφής μου! Ζήτω το ξανθόν γένος! Πάω να τις φέρω κατά δω, να φάμε τίποτα.
- Φέρ' τες αλλά σού 'χω πει. Είμαι ακόμα στα μέλια με την δικιά μου και γουστάρω, θα κάνω μόνο παιχνίδι για χαβαλέ. Αυτήν την περίοδο κυνήγι δεν πάω, ψαροτούφεκο πάω. Άμα λάχει κρατάω και το φανάρι, δεν τρέχει μία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified