Selected tags

Further tags

Χαριτολογώντας, το καυλάκι, δηλαδή αυτός /-ή που αξίζει να περιέλθει κανείς εις συνουσία μαζί του/της.

- Πολύ όμορφη και τσαχπινογαργαλιάρα η Μαρία...
- Ναι όντως, είναι ευγάμητη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετά την ελληνική ταινία Σ(ούλα) Έ(λα) Ξ(ανά) με την Ζέτα Μακρυπούλια, ο όρος Σ.Ε.Ξ. υποννοεί την γεροντοκόρη, η οποία όμως είναι ευγάμητη.

-Ρε την καημένη τη Σοφία, την παράτησε ο Τάκης...
-Ναι ρε γαμώτο, Σ.Ε.Ξ. θα γίνει κι αυτή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει βάλ'τα στον κώλο σου. Εκ του πάτος = κώλος.

Συνώνυμα: πατάκλα, τάχας, γλόμπος, κλανιάς, κλάνα, κωλάθρα, κεφτές, κτλ.

Κλασική φράση, που απηχεί αντίληψη, οτι ο απηυθυσμένος είναι το ύστατον δοχείον!

Η δε χωρητικότης του κώλου φέρεται ότι ποικίλει αναλόγως στο άτομον, όπως γνωρίζουν ακόμη και τα σχολιαρόπαιδα. Ιδού (ενδεικτικός) κατάλογος παλαιών σχολικών λεκτικών αντιδικιών, σε σχέση με το βάθος και την χωρητικότητα του κώλου, τινός συμμαθητού:

  • Στο δικό μου δε χωράει - στο δικό σου κολυμπάει!
  • Στο δικό μου κάνει κρος - στο δικό σου μοτοκρός!
  • Στο δικό μου κάνει τούμπες - στο δικό σου κωλοτούμπες!
  • Στο δικό μου κάνει κράκ - στο δικό σου πατατράκ!
  • Στο δικό μου έχει φρένα - στο δικό σου μπαίνουν τραίνα!
  • Στο δικό μου έχει σχόλη - στο δικό σου μπαίνουν όλοι! κ.α.

Γνωστό είναι επίσης το δήθεν αφελές σχολικό ερώτημα : «Έχω τόση, πόση έχεις;» κάνοντας χειρονομία με τον δείκτη και τον αντίχειρα, προκειμένου για μικρό μέγεθος, οπότε το ανυποψίαστο θύμα, νομίζοντας οτι πρόκειται περί ψωλής, σπεύδει να υπερθεματίσει του φαλλού του: «Τόοοοοοοοση» (με έκταση των χειρών εις το άπειρον =τεραστίων διαστάσεων). Τότε ο ερωτήσας επισημαίνει: «Για κωλοτρυπίδα έλεγα...»

Βέβαια, ως σχολικά παραδείγματα, είναι αρκετά αφελή, αφού εις πλείστας περιπτώσεις, ο λέγων παραδέχεται κατάτι την κωλοφαρδία του. Αυτό διορθώνεται με τον καιρό, όταν ενηλικιωθεί και καταλάβει την σημασία των καταστάσεων, οπότε δηλώνει προς αποφυγήν παρερμηνεύσεων: «Εμένα ο κώλος μου γράφει απ' έξω exit only...»

Ως έκφρασις, χρησιμοποιείται και με θυμό, όταν κάποιος δεν θέλει να δώσει κάποιο αντικείμενο (π.χ. λεφτά), ή το δίνει εν τέλει μετά από πολλές τσιριμόνιες, οπότε ο ζητών έχει ξενερώσει.

Λέγεται συχνότατα με φιλοπαίγμονα διάθεση ως απάντηση στο: «Κι αυτό, πού να το βάλω;» Εξυπονοείται ότι τοιαύται ερωτήσεις δέον να αποφεύγονται, εκτός και αν ο ερωτών έχει έτοιμη την απάντηση και την σερβίρει ως: «Κι αυτό τί να το κάνω, να το βάλω πίσω μου;»

Η παράδοση λέει, ότι όταν η Ελισάβετ η Α' της Αγγλίας έχρισε Σερ τον Φράνσις Ντρέηκ (το ακάθαρμα), ο οποίος ήταν βρωμύλος πειρατής μεν, προσέφερε τα μέγιστα στο Βασίλειον βυθίσας ουκ ολίγες ισπανικές καραβέλλες δε, τονε πήγε μαζί με το τσούρμο του, ντυμένους στα χρυσά, για να παρακολουθήσουν θεατρική παράσταση του φημισμένου ελισαβετιανού θεάτρου (για να γίνουν άνθρωποι). Στην πορεία του έργου, υφίστατο σκηνή, κατά την οποία κάποιος ηθοποιός έλεγε την ατάκα «Ω Θεέ μου! Πού να το βάλω; Πού να το βάλω;» κρατώντας ένα κηροπήγιον. Τότε, ο Σερ Φράνσις Ντρέηκ, αριστοκράτης πλέον, για να προλάβει τα χειρότερα, απευθύνθηκε στο τσούρμο του φωναχτά:

- Ρε σεις! Όποιος από σας, πει μπροστά στην κυρία Βασίλισσα, «να το βάλει στον κώλο του», θα τον αφαλοκόψω!

Η Αυτής Μεγαλειότης, γέλασε διακριτικά...

  1. - Ρε συ, δώσε μου που σου λέω τρία κατοστάρικα και στα δίνω μεθαύριο. Τα 'χω ανάγκη.
    - Γιατί, στα χρώσταγα ;
    - Καλά, ρίχτα στον πάτο σου, μαλάκα!

  2. (Συνεργείο) - Μήτσοοοο! Περισσεύουνε δυό καλώδια, τι να τα κάνωωωωωω;
    - Ρίχτα στον πάτο σουουουου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και κωλοφεράτζα . Επιρρηματικό κατηγορούμενο του τρόπου: Χρησιμοποιείται με το ρήμα παίρνω + αντικείμενο + κωλοφεράτζα.

Εκ του κώλος + φεράτζα (αγνώστου ετύμου).

Έχει σεξουαλικές παρά φύσιν προεκτάσεις και εις την παθητικήν φωνήν απεικονίζει κάποιον που τρέχει ενώ τον γαμούν καθ' οδόν (!)

Σημαίνει νικώ κατά κράτος και μτφ. γαμώ.

Συνώνυμα: παίρνω σβάρνα, πάω κάποιον γαμιώντας, πάω κάποιον πίπα κώλο (εμπλοκή) κ.τ.λ.

Έπαιξε χτές ο γαύρος με το βάζελο και τον πήρε κωλοφεράτζα. 3-0 παρθένα! Δε σταυρώσανε σέντρα, τα τσουρέκια. Τζίγγερ πούλο!

Βλ. και παραμάζωμα (παίρνω κάτι/κάποιον)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Κλασσική αργκό): ο κώλος.

Σχετικές εκφράσεις: θα σου φάω/δαγκώσω τον κεφτέ, ενώ εξυπονοείται και το Θα σου καρφώσω τον κεφτέ (με την ψωλή δίκην πιρουνιού) - παράλληλα: θα σε κάνω να χεστείς!, κώλο βλέπω-κώλο θέλω (εκ του ισπανικού: culo veo-culo quiero) κτλ.

Σώζεται από τον Ηλία Πετρόπουλο το προ αιώνος (!) μουρμούρικο (φυλακόβιο και συνήθως α-καπέλα ή μονόχορδο) ρεμπέτικο:

[i]Κούνα μπέμπη τον κεφτέ σου,
να φχαριστηθεί ο τζες σου.
Κούνα μπέμπη τον κλανιά σου,
να φχαριστηθεί η καρδιά σου.[/i]

Όπου μπέμπης = νεαρός πούστης, τζες = γαμιάς/κωλόμπα και κλανιάς = κώλος.

- Πώπω ρε φίλε, κοίτα μια πατάκλα η κυρία !
- Εεεεεε, μαντάμ! Θέλω κεφτέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άσχημη γυναίκα στα Πατρινά.

Πιθανότατα ηχοποίητο εκ του βούπ! (ήχος πτώσης), ουδεμία σχέση φέρει με το βου-που.

Συνώνυμα: ζάμπα (Ιόνιο), πατζούρι, κάγκουρας (Σαλονίκη), μπράσκα (Β. Ελλάδα), σαύρα, κουβάς, σαλόζα, γαλότσα, μπάζο (πανελληνίως) κ.α.

Παράγωγο: Καρα-βουπίδιο.

- Βγήκαμε τις προάλλες με κάτι βούπες, που μας πουλήσανε και μούρη από πάνω.

- Γαμήσατε ;

- Ρε, σου λέω ούτε για βεντούζες δεν ήτανε. Χώρια που μας τα σπάσανε.

- Κατάλαβα, τη χήρα την πεντάρφανη κανονίσατε πάλι ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά έκφραση, που χρησιμοποιείται προκειμένου για ιδιαιτέρως άσχημη γυναίκα, για την οποίαν ο λέγων τρέφει τόσον ισχυρή απέχθεια, ώστε δεν προτίθεται να τη δεχθεί ούτε άρρωστος να του κόψει βεντούζες, πολλώ μάλλον να τη γαμήσει.

Θυμίζει το Σταυρίδη στο «Κορόιδο γαμπρέ», ο οποίος, ερωτηθείς από τον άσπονδο εχθρό του Αυλωνίτη, περί κοινής αγοράς λαχείου, απήντησε : «Μαζί σου, δε θέλω να ‘χω ούτε πυρετό» !

Να μη συγχέεται με τη βεντούζα = πίπα / κλαρίνο κ.τ.λ.

Αγγλιστί: I wouldn't touch her with a barge pole / broomstick (= δεν θα την ακουμπούσα ούτε με το κουπί της βάρκας / σκουπόξυλο).

-Πώς σου φαίνεται να κανονίσω να βγείτε το Σάββατο με τη Μαίρη;
-Ποιά ρε, αυτή τη μπατάλα; Ούτε να μου κόψει βεντούζες φίλε! Ξέχνα το! Καλύτερα μαλακίτσα, να δώ και τον κόπο μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Μετωνυμία): Εκ του κλαρίνο = (μτφ.) τσιμπούκι / πίπα / πεολειχία.

Ως γνωστόν, οι Ηπειρώτες αρέσκονται στα κλαρίνα κυριολεκτικώς, όθεν η ταύτιση του τοπωνυμίου και του συμπαθούς (για λίγη ώρα όμως) μουσικού οργάνου, μεταφορικώς.

Συντάσσεται με το ρήμα παίζω (+ ηπειρώτικο-α) = επιδίδομαι εις το τσιμπούκιον.

Ρε συ, δε λες σ' εκείνη τη φίλη σου τη Ντίνα, να' ρθει από δω να μας παίξει κανά ηπειρώτικο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παροιμιώδης έκφραση, που αφενός απηχεί λαϊκή δοξασία, ερειδομένη σε προφητεία του Νοστράδαμου, ότι συν τω χρόνω, το γυναικείο αιδοίο θα περιέλθει σε αχρησία, αντικατασταθέν υπό του απηυθυσμένου (βλ. ο κώλος είναι το μουνί του μέλλοντος), αφετέρου διατυπώνει μια νοσταλγική απογοήτευση αλλά και αγανάκτηση για το γεγονός, ότι την σήμερον ημέραν, ορισμένες παλιές αξίες υποκαταστάθηκαν από αναντίστοιχες και σαφώς υποδεέστερες συνήθειες ή προτιμήσεις, οι οποίες καταλαμβάνουν ταχέως και θρασέως έδαφος.

Η έκφραση, χρησιμοποιείται στα βιβλία του Χρόνη Μίσιου και αλλαχού.

Δηλ. Κάθε πέρσι και καλύτερα, Κοίτα που πήρε φόρα η βαζελίνη και ζητάει μερτικό από το γαμήσι (Χάρρυ Κλύνν), δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται κ.α,

-Χτες το βράδυ, βγήκε ο κερατάς ο Κότσιρας και τραγούδησε πάλι το «χάρτινο το φεγγαράκι» πανάθεμάτονε !
-Τώρα βλέπεις, βγήκανε οι κώλοι και μπαταλιάρανε τα μουνιά! Άμα ζούσε ο συχωρεμένος ο Χατζηδάκις, δε θα τον άφηνε το τζιτζιμιτζιχότζιρα, ούτε τη μπαγκέτα να του κουβαλάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χυδαία ύβρις, ακολουθούμενη από επίδειξη του ανδρικού μορίου, που προσκαλεί σε πεολειχία.

Αναφέρεται στην γνωστή έκφραση όχι μόνο προσωποποίησης, αλλά και αγιοποίησης (!) της τσαπούς (βλ. «του Αγίου Πούτσου ανήμερα» = ποτέ/πάρα πολύ αργά σε χρονικό ορίζοντα), ως δήθεν υπαρκτή ημέρα του εορτολογίου, κατά την οποίαν καλούνται οι πιστοί να προσκυνήσουν (και να φιλήσουν) γονυκλινείς την εικόνα του τιμωμένου αγίου. Αν θέλουν μπορούν και να σταυροκοπιούνται.

Χρησιμοποιείται και ως εριστικό, υποτιμητικό και εκδικητικό σκώμμα μετά από πλήρη και οριστική επικράτηση εις βάρος του αντιπάλου, δηλαδή: πάρ' τα μωρή άρρωστη, πάρτα Λίζα και κάντα κορνίζα, πάρ' τ' αρχίδια μου κ.ο.κ.

(Μπάλα) :
-Πιάσ' το Μήτσοοοοο ! Ωχ...
-Γκόοοοοοολ ! Του Αγίου Πούτσου σήμερα αγόρι μου, έλα να προσκυνήσεις, έλα !

Προσκυνητής του Καθολικού St. Peon (από Vrastaman, 08/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified