Selected tags

Further tags

Πολύ προσβλητικός χαρακτηρισμός για κάποιον ο οποίος είναι επιεικώς αξύριστος. Το πώς βγήκε η έκφραση είναι εύκολο να το μαντέψει κάποιος, αν σκεφτούμε ότι οι καλόγριες δεν κάνουν και πολύ συχνά αποτρίχωση σε αυτό το σημείο. Αλλά πάλι δεν έχω γαμήσει ποτέ καλόγρια, οπότε προσωπικά δεν ξέρω.

- Με παραδέχεσαι Γιώργη; Δεν είμαι και γαμώ ντυμένος για interview;
- Και γαμώ τον κώλο σου είσαι. Άντε ξυρίσου ρε μαλάκα που είσαι σαν το μουνί της καλόγριας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρόπος να ρωτήσουμε αν έχει επιτευχθεί η προσδοκώμενη συνουσία μεταξύ 2 ατόμων (ετεροφυλόφιλων).

Υποδηλώνει την φυσιολογικότατη εξέλιξη μιας νέας σχέσης, κατά τον ίδιο τρόπο που ο φρέσκος κολιός γίνεται ξιδάτος, αμέσως μετά την αλίευσίν του.

Αυτό που με προβληματίζει όμως, είναι ότι συνήθως το μέγεθος του κολιού είναι ιδιαίτερα μικρό. Θα μπορούσε ο ερωτώμενος να την δει κι αλλιώς δηλαδή.

Τέλος πάντων, ας παρεξηγηθεί ο ερωτώμενος...

- Πότε την γνώρισες την κοπελιά;
- Χτες σε λλλέω, στην μπαρότσαρκα.
- Μπήκε ο κολιός στο ξίδι, ή δεν πρόλαβες ακόμα;
- Μπαρότσαρκα έκανα, όχι μπουρδελότσαρκα, κουλάρισε μαν!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πουστλέ χιουμοριστική ατάκα, που αποδίδεται στον μεγάλο Φλωρινιώτη και προ(σ)καλεί σε παρά φύσιν (;) συνουσία μεταξύ πλειόνων συνεύνων.

Το ζητούμενο είναι να κάνει κάποιος την αρχή να σπρώξει κι άλλος θα πέσει μπρος, άλλος πίσω, άλλος πάνω, άλλος κάτω (και βλέπουμε).
Νταλαβέρι να γίνεται δηλαδή...

(Πουσταράκος κονφερασιέ μπουρδέλου):

- Τί έγινε παιδιά; Σας άρεσε το κορίτσι μας;
- Χμ...
- Άντε παιδιά, να μην καθόμαστε - να γαμιόμαστε!
- Δηλαδή;
- Ε, άμα δε θέλετε το κορίτσι μας, υπάρχουν κι άλλοι τρόποι!
- Λέγοντας;
- Ας σπρωχτούμε κι όπως πέσουμε!
- Καλά, άσε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξι τῆς Καστρινῆς διαλέκτου τῆς τοπολαλιᾶς τῶν Ἰωαννίνων, ποὺ σημαίνει μουνί, κατ' ἐπέκτασιν δὲ καὶ κοπέλλα, κορίτσι, γυναῖκα. Εἰδικῶς αὐτὴ ἡ λέξις τῆς Καστρινῆς ἔχει καὶ εὐρύτερη ἀπήχησι στὴν Ἥπειρο.

Ἐτυμολογικῶς, προκαλεῖ ἐντύπωσι ἡ ὁμοιότης μὲ τὴν πραγματικὰ «βαρειὰ» λέξι pachocho, ἡ ὁποία σημαίνει στὰ ἰταλικά, καὶ ἰδιαιτέρως στὴν τοπολαλιὰ τῆς Σαρδηνίας, προστυχόμουνο, βρωμόμουνο, παληόμουνο.

Ἡ Καστρινὴ διάλεκτος ὡμιλεῖτο ἐντὸς τοῦ περιβόλου τοῦ Κάστρου Ἰωαννίνων· ἀντιστοιχεῖ σὲ ἕνα εἶδος τοπικῆς κουτσαβακικῆς.

- Ψηλὸ πατchό, καμαρωτὸ χαράφ(λ)ωμα

Τουτέστιν:

- Ψηλὸ μουνί, καμαρωτὸ γαμῆσι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λεσβία (συνθηματικό). Παραπέμπει στις Σχολές ΣΒΙΕ.

- Γουστάρω τη Λία...
- Ξέχασε το, πάει Κορέλκο.

(από poniroskylo, 21/11/09)(από poniroskylo, 21/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η σχισμή ανάμεσα στα δύο κωλομέρια. Πραγματικά, νομίζω δεν υπάρχει επίσημος ορισμός για την εν λόγω περιοχή. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις λέγεται και κωλοχαράδρα.

  1. Πώ, ρε μαλάκα, έσκυψε και φάνηκε η κωλοχωρίστρα!

  2. Το βρακί χώθηκε όλο στην κωλοχωρίστρα κι ούτε που δίνει σημασία, η καριόλα.

  3. Τα είδες τα καινούρια στρινγκ-στέκα; Καλά, τι φοράνε, ρε, οι πουτάνες;

(από panos1962, 20/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστική έκφραση (μπαμπαδισμός πλέον), που περιγράφει ποιητικώς (ριμάροντας) εξαιρετικά κοντή μίνι φούστα, που με τη σειρά της επίσης περιγράφει ένα έμπειρο κωλαράκι.

Η αναφορά στο εναπομείναν ύφασμα, το οποίο μετά βίας μπορεί να συγκρατήσει τις εξέχουσες καμπύλες της φέρουσας.

Βέβαια, οι ημιπαρθένες το τραβολογούν νευρικά όσο και μάταια, κάθε φορά που κανας λιγούρης χαζεύει τις αγριομπουτάρες τους (κι όχι μόνο) σε στυλ «το φοράς-δεν το φοράς...»

Ο Φωτόπουλος, στο «Θόδωρο και το δίκαννο» (1962), μαλώνοντας με τη Νίτσα Τσαγανέα για το αν θα πάει η μοναχοκόρη τους (Σμαρούλα Γιούλη) στο πάρτυ ή όχι, λόγω του αποκαλυπτικού φορέματός της, διετύπωσε το α-Μίμη-το:

(Τσαγανέα): - Η δική μου κόρη θα πάει!
(Φωτόπουλος): - Η δική μου δεν θα πάει!
(Τσαγανέα): - Θα πάει-θα πάει-θα πάει!
(Φωτόπουλος): - Ε, τότε θα πάει η μισή. Η δική μου κόρη, από τη μέση και κάτω, δεν θα πάει!

29 κατασκευαστές φορεμάτων συνιστούν σταυροπόδι κατά το πρότυπο της Σάρον. Αυτοί, ξέρουν...

Συνώνυμα: Ξώμουνο, απολειφάδι, φαρδιά ζώνη κ.α.

-Την είδες τη μικρή με το μίνι;
-Αυτό ρε δεν είναι μίνι, είναι ό,τι έχει απομείνει!
-Ξεκωλάκια...

(από allivegp, 20/11/09)Κώλαση! (από panos1962, 20/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαλάω κάποιον, ή κάποια, σημαίνει στη λιμανίσια αγοραία αργκό του υποκόσμου το ξεπαρθένιασμα, ή γενικότερα το άγριο ξέσκισμα, το ξεπάτωμα. Βεβαίως ο όρος χρησιμοποιείται και από την «καλή» λεγόμενη κοινωνία, π.χ. «Πα, πα, πα, το χάλασε το κορίτσι μας ο αλήτης», ή «Τον έστειλαν οι γονείς του να σπουδάσει, αλλά τον έμπλεξε στα δίχτυα του ένας ελεεινός, τάχα ζωγράφος, και το χάλασε το παιδί».

  1. - Τα 'μπλεξε μ' αυτόν τον αλήτη το Μπάμπη το μανάβη και δε διαβάζει ντιπ το παλιοκόριτσο.
    - Καλέ, ξέρεις πόσα κορίτσια έχει χαλάσει αυτός; Τράβηξέ την από δαύτον πριν είναι αργά.

  2. - Τι κάνει ο Αντρέας του Νικόλα;
    - Τι να κάνει; Το γύρισε το φύλο. Δεν τα 'μαθες;
    - Άσε, ρε. Τι μου λές; Προπέρσι θυμάμαι που χτύπαγε γκομενάκια στην ψησταριά που δούλευε, στα κάστρα.
    - Ακριβώς! Το αφεντικό του τον χάλασε. Κάθε βράδυ τον πασπάτευε και του ζητούσε να του κάθεται για να μην τον απολύσει.
    - Πω, πω, καημένε Νικόλα, σε λυπάμαι. Κρίμα πάντως το παιδί...

Πήγε να ψωνίσει απ\' το Μήτσο και το χάλασε το κορίτσι ο άτιμος! (από panos1962, 20/11/09)διακορευτής ή περφορατέρ (από allivegp, 20/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τελείως μπαμπαδίστικο, αλλά πάντα επίκαιρο. Σημαίνει τον άνθρωπο τον ελεεινό, τον κίναιδο, αυτόν που χαμουρεύει αγοράκια και τα βάζει στο στραβό δρόμο, φτάνοντας ενίοτε σε ολοκλήρωση των ανομολόγητων πράξεών του, με, φεύ, ανεπανόρθωτες συνέπειες για τα γιουσουφάκια που έπεσαν στα επιδέξια χέρια του. Πολλές γκέισες ξεκίνησαν την καριέρα τους με τη «βοήθεια» κάποιου πρόθυμου τορναδόρου (μπακάλη, θείου, πνευματικού, γκαραζιέρη, ψαρά, μανάβη κλπ).

  1. - Πού είναι ο μικρός;
    - Τον έστειλα στον μπαρμπα-Μηνά να τον βοηθήσει λίγο στο μαγαζί.
    - Καλά, τρελή είσαι; Ρε συ, αυτός είναι τορναδόρος μέγας. Θα το χαλάσει το παιδί.

  2. - Ο Αντρέας είπε ότι ο Μήτσος ο ψιλικατζής χαμουρεύει το γιό του.
    - Τορναδόρος ο Μήτσος; Δεν του φαινότανε...

Καλόγερος τορναδόρος (από panos1962, 20/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σερνικός που φημίζεται ή/και καυχιέται για το ότι προορισμός του στην ζωή είναι Ένας, το να γα-μά-ει. Να γαμάει όχι θεωρητικά ή μεταφορικά, αλλά κυριολεκτικά. Να (καλο)γαμάει και μετά να φεύγει. Προσόντα του (πρέπει να είναι) το σύστημα, η μέθοδος και η τεχνική σε προσέγγιση και σε πράξη, η εμφάνιση, το μέγεθος του φύλου του, τα γλυκόλογά του ή τα βρωμόλογά του. Συνήθως είναι περιζήτητος, κι ας λένε.

Βλ. όμως και ελαιώνας, στ.

- Του την έπεσα για ένα σέρβις, τον είχα για μέγα γαμιά βλέπεις, αλλά ξενέρωσα φιλενάδα...
- Γιατί;
- Άμα σου πω ότι, με το που γδύθηκε, άρχισε να βάζει τα ρουχαλάκια του ένα-ένα στο πλάι, τα δίπλωνε, τα ίσιωνε, τα ταχτοποιούσε... - Πω πω ξεκάβλαααα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified