Selected tags

Further tags

α) Ο πόρνος, ο μπουρδελιάρης.

β) Ο ματάκιας, ο μπανιστηρτζής ή μικρός τυμπανιστηρτζής. Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζονται και καλτ μορφές της παλιάς ελληνικής τσόντας που διέπρεπαν στον ρόλο του ανώμαλου που παρακολουθεί ζευγάρια κρυμμένος πίσω από δέντρα, με κιάλια και άλλα τέτοια σιχαμερά.

γ) Αυτός που τον κάνει σφεντόνα βλέποντας ταινίες ή βιντεάκια πορνό.

Κυρίως στις δύο πρώτες περιπτώσεις, αλλά και γενικότερα, ο όρος πορνατζής βγάζει μια ανωμαλία γεροντίλας, δηλαδή μιλάμε για κάποιον παλαιάς κοπής ανώμαλο λούζερ, που επειδή δεν μπορεί πια να γαμήσει με την αξία του καταφεύγει σε όποια σιχαμάρα μπορέσει.

Στο Δ.Π. υπό Sir Demetrius Sui Generis.

Οποια πετρα και αν σηκωσεις
να σου κι ενας πορνατζης!
τι εκπληξεις που θα βιωσεις
μαγκα μου οσο θα ζεις!

[...] Κι ο βαγγελης φουρνιστακης
πορνατζης ηταν και αυτος
και ηταν κλασικος ματακιας
Ο Παναγιωτης Πιτσιλος. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο γκέι.

  2. Τον παλιό καιρό, «κάνω την κυρία» σήμαινε κλέβω πορτοφόλια.

  1. Σιγά μην την πέσει ο Αμπεμπαμπλόμ στο Μαράκι, αυτός είναι κυρία από τις λίγες!

  2. Κάτω στα Λεμονάδικα έγινε φασαρία, δυο λαχανάδες πιάσανε που κάναν την κυρία.

(από Khan, 04/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για γκόμενα που έχει περιέλθει σε απελπισία από παρατεταμένη αγαμία. Μένει αγαμήτου και απάρτου γωνία και έχει επειγόντως ανάγκη από σέρβις. Η έκφραση σχηματίζεται κατά το χτυπάω το κεφάλι μου στον τοίχο από απελπισία. Οι γυναίκες δεν έχουν μεν κάτω κεφάλι, όμως το μουνί είναι άργκιουαμπλjυ ένα κέντρο της προσωπικότητας, ιδίως όταν τις πιάνουν τα μουνικά τους, (πρβλ. και ετυμολογία της υστερίας από την υστέρα) οπότε τέσπα, αυτό έχουν, αυτό βαράνε, ακόμη κι αν σαν εικόνα είναι τιραμισουρεαλιστική.

Πάσα: Vikar.

- Τι κάνει η Μαριλού;
- Απ' όταν την άφησε εκείνος ο τραγουδιστής, δεν τα έχει φτιάξει με άλλον. Και πάνε τέσσερα χρόνια!...
- Καλά, θα χτυπάει το μουνί της στον τοίχο, μιλάμε...
- Ναι, αλλά είναι και δύσκολη, δεν της αρέσει ο ένας, δεν της αρέσει ο άλλος... Ήθελε οπωσδήποτε καλλιτέχνη...

Κορίτσια χαϊδεύουν ένα χταπόδι (από Vrastaman, 04/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μία λέξη που που ζυγίζει τόνους. Μία λέξη προσβλητική όσο δεν πάει παραπέρα. Αυτή η λέξη λέγεται μόνο σε εξαιρετικά συγκεκριμένες περιπτώσεις, όταν αναφερόμαστε σε ξεσχίστου τύπου γκόμενες ή σε σκύλες ανέραστες που γαμιούνται με πολύ λαό και, από τον πολύ πούτσο, τσιγάρο και ξενύχτι, η φάτσα τους έχει πάρει την κάτω βόλτα. Χωρίς να σημαίνει απαραίτητα ότι είναι άσχημες.

- Καλά ρε τι μουνί ήταν αυτό δίπλα μας στο bar;
- Α μωρέ και εσύ όλες τις χυσομούρες κοιτάς που γαμιούνται σαν σκυλιά και έχουν περάσει από 30 χέρια!

Το Cif είναι ο φίλος της καλής νοικοκυράς (λινκ ντε) (από Khan, 04/02/11)Γιουσομούρια. (από patsis, 09/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ερωτική πράξη, σύντομη, χωρίς προκαταρκτικά και παρελκόμενα, με σκοπό την ερωτική αλάφρωση και ψυχοσωματική απελευθέρωση.

- Τι έγινε με το ραντεβού σου εψές;
- Εντάξει, πήγα στο σπίτι της για ένα ξεραδάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκικός γυναικότυπος βυζουμπάτης πιπινέζας με κορμί που, πολύ απλά, γαμάει. Εκ των τούμπανο και πουτσομεζές.

Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων διευκρινίζω ότι πρόκειται για ανενδοίαστη λεξιπλασία, και ευχαριστώ τον Κηάν για την έμπνευση (βλ. μικρός τουμπανιστής).

- Δεν έχω λέξη για πιπινέζα με μεγάλο στήθος και τούμπανο σώμα. Πώς θα ονόμαζες αυτόν τον γυναικότυπο;

- Ξερωγώ; Μπάσο τούμπανο; Βυζοτύμπανο; Ταμπουρομούνα; Κοντό μουνί όλο βυζί; Τουμπαμάρω; Τουμπανομεζές;

- Προκρίνεται το τουμπανομεζές με διαφορά, το μεζές περικλείει το χαμηλό ανάστημα, κατά το πουτσομεζές, ενώ το τούμπανο περικλείει και το πληθωρικό στήθος και την εκγύμναση, ωραία θα κοιμηθώ ήσυχος απόψε...

(συζήτηση καμένων σλάνγκων)

Τουκανισμός: Έχει 1.55 ύψος. (από Khan, 05/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν μια λεσβία κάνει έρωτα με άνδρα και η γνώμη της για τ' άλλο φύλο αλλάζει.

- Φίλε, γάμησα μια μεθυσμένη λεσβία χθες. Την ξέσκισα κανονικά.
- Αλήθεια;
- Ναι, ρε. Την ξελεσβίωσα λέμε.

(από Khan, 24/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κάπως πιο κυριολεκτικά σημαίνει γαμώ με έμφαση στην ενέργεια της τοποθέτησης του τσουτσουνιού εντός της δεχομένης οπής.

  2. Πιο σλανγκικώς σημαίνει μια γενική συμπεριφορά η οποία χαρακτηρίζεται από ένα μεγάλο φάσμα διαφορετικών στοιχείων, όπως αυθάδεια, προπέτεια, επιδειξιομανία, επιθετικότητα, αυτοπεποίθηση υπερβολική ως προς την αξία του τσουτσουνίζοντος υποκειμένου, ασοβαρότητα και τα συναφή. Βασικά, σαν να πρόκειται για κάποιον εφηβικής ή νεαρής ηλικίας, ο οποίος θέλει να επιδείξει το τσουτσούνι του, ή και να το χρησιμοποιήσει, κάνοντας διάφορα πεσίματα με άκομψο τρόπο. Ο όρος, δηλαδή, μάλλον παραπέμπει σε επίδειξη και επίθεση η οποία είναι δυσανάλογα άκομψη σχετικά με την μικρή αξία του νεαρού ή νεαρόφρονος τσουτσουνιστή. Επίσης, σε γενικότερα φαινόμενα νεανικής ανησυχίας, ακράτειας και πεσίματος για γαμήσι (κυριολεκτικά ή μεταφορικά) σε αντίθεση με την υποτίθεται υστερότερη σοβαρότητα και εγκράτεια του ώριμου άντρα. Συναφώς, μπορεί να σημαίνει ότι λέω βλακείες και πράγματα στερούμενα σοβαρότητας, κλαπαρχιδιές.

  1. - Πώς πήγε με το Μαιράκι στην Πάρο; Τον βαφτίσατε τον Αλβανό;
    - Άσε, πάνω που ήμουν έτοιμος να την τσουτσουνίσω, μου είπε ότι είχε περίοδο. Ε, την άλλη μέρα φλέρταρα με κάτι τουρίστριες και στράβωσε η φάση.
    - Καλός καλημεράκιας είσαι και του λόγου σου...

  2. - Τι τσουτσουνίζει μωρέ το τσουτσέκι; Ποιος νομίζει ότι είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του βαφτίζω τον μπέμπη, δηλαδή γαμώ, συνουσιάζομαι. Ο Αλβανός δηλαδή είναι μεταφορικώς το πέος -και η ένυδρη κολυμπήθρα είναι το αιδοίο.

Η έκφραση βγάζει μια ναϊντίλα, καθώς τότε έρχονταν πολλοί Αλβανοί και Βορειοηπειρώτες στην Ελλάδα, πολλοί εκ των οποίων ήθελαν να βαφτιστούν για να ενσωματωθούν στην ελληνική κενωνία, ή μπορεί να ήταν από παλιές ορθόδοξες οικογένειες και να ήθελαν να επαναλάβουν την οικογενειακή παράδοση την διακομένη από τον κομμουνισμό. Πάντως το θέαμα συχνών βαφτίσεων ενηλίκων από την Αλβανία ήταν παράδοξο για την ελληνική κοινωνία που έχει συνηθίσει στο νηπιοβαπτισμό, τώρα και στις γαμοβαπτίσεις.

Δεν είναι παράξενο που η κολυμπήθρα παρομοιάζεται με το αιδοίο, καθώς υποτίθεται κατά τον θρησκευτικό συμβολισμό ότι πρόκειται για γεννήτρια ζωής και ότι έχει ζωηφόρα νάματα / ύδατα. Ούτε είναι παράξενο που ο πέων παρομοιάζεται με τον κατά την ελληνική ρατσιστική αντίληψη άξεστο Αλβανό, καθώς πολλές φορές γίνεται αυτή η ταύτιση του πέοντα με τον ξένο, τον αλλοδαπό, τον απόβλητο, τον ανατροπέα.

Στην μορφή τον βαφτίζει τον Αλβανό χρησιμοποιείται και ως μπανεύκολο υπονοούμενο για γκέι του στυλ την τρίζει την όπισθεν, ωστόσο νομίζω ότι αξίζει ξεχωριστή καταχώρα, επειδή αναφέρεται συχνά σε ετεροφυλόφιλο σεξ.

  1. - Πώς πήγε με την Μαιρούλα; Τον βαφτίσατε τον Αλβανό;

  2. Ειμαστε καλά παιδία...
    Καθαρά ... γιατι ξεσκονίζουμε τον κουραμπιέ και το σακάκι οπως επίσης γυαλίζουμε το πόμολο.
    Αντιρατσιστές γιατι βαφτίζουμε τον Αλβανό
    Εξυπηρετικά γιατι το πάμε το γράμμα. (pisoglendis.blogspot.com).

(από Vrastaman, 09/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πηδάω, κατά προτίμηση τακτικά.

Η προέλευση είναι άγνωστη, αλλά εικάζεται ότι έχει να κάνει με το γνωστό λάδωμα της μηχανής που εξασφαλίζει την ομαλή και εύρωστη λειτουργία της.

Επίσης, είναι πολύ πιθανό να σχετίζεται με τη γνωστή λαϊκή ρήση φάε λάδι κι έλα βράδι.

  1. - Τι κάνεις ρε, καιρό έχουμε να τα πούμε.
    - Φίλε, το πιο σημαντικό νέο είναι ότι πήγα πριν δύο μήνες στον Ανδρόνικο και γνώρισα μια παραμελημένη παντρεμένη.
    - Και; Για πες.
    - Ε, όπως φαντάζεσαι, από τότε τη λαδώνω κανονικά.

  2. - Πώς πήγε το πρώτο ραντεβού χτες;
    - Κοίταξε να δεις, λάδωσα, οπότε δεν έχω παράπονο.
    - Ναι, αλλά θα σε ξαναπροτιμήσει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified