Selected tags

Further tags

Η φράση «ο Χ γέρνει» ισούται με «ο Χ είναι ομοφυλόφιλος» ή «ο Χ τον παίρνει».

Επομένως, ο σύνδεσμος και στο γνωστό τον παίρνεις και γέρνεις δεν είναι συμπλεκτικός και δεν συνδέει κατά παράταξη δύο κύριες προτάσεις. Διότι τούτο θα συνιστούσε πλεονασμό, σαν να λέγαμε τον παίρνεις και τον παίρνεις. Η σημασία του και είναι μάλλον συμπερασματική: τον παίρνεις άρα γέρνεις. Η δεύτερη φράση είναι το αποτέλεσμα της πρώτης, δηλ. αν κάποιος αρχίσει να τον παίρνει, στοιχειοθετείται τεκμήριο (μαχητό;) ότι γέρνει, ότι είναι πούσθης.

Κοντινότερο συνώνυμο του γέρνει είναι το κουνιέται.

Το γέρσιμο αναφέρεται φυσικά στο χαρακτηριστικό σπάσιμο της μέσης των λούγκρηδων καθώς αυτοί περιφέρουν το σαρκίο τους δώθε κείθε, με όλη τη χάρη μιας έφηβης νεράιδας όπως θα έλεγε ο vrastaman. H έκφραση είναι κυριολεξία, οι πούστιδι τω όντι γέρνουν. Αντιθέτως οι πιουρ αρσενικοί (οφείλουν να) είναι πάντα στητοί, ευθυτενείς, αλύγιστοι.

  1. (in da gym)
    - Έχεις προσέξει κάτι με το γυαλάκια που 'ρχεται και σου πιάνει την κουβέντα;
    - Όχι, τι;
    - Ότι γέρνει βρε μαλάκα... Όλο το gym το λέει... Πρόσεχε.

  2. - Το Νίκο τον βλέπω να γέρνει επικίνδυνα.
    - Βρε λες;
    - Δεν ξέρω, εσένα πώς σου φαίνεται;

Βλέπε και την τρίζει την όπισθεν και γαμιέμαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα του Γιώργου Λεβέντη από το τηλεπαιχνίδι X-Factor, τον Ιανουάριο του 2010. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει αγανάκτηση για μία κατάσταση ή κάποιο πρόσωπο.

  1. - Πόσο ήρθε ο λογαριασμός του τηλεφώνου;
    - Θα σου πω ρε μπαμπά, αλλά μη μου φωνάξεις, γιατί αυτό το μήνα μίλαγα με τον Νίκο στο κινητό λίγες ωρίτσες.
    - Πόσο; Πες μου να ακούσω.
    - Ε να....450 ευρώ.
    - Θα τρελαθώ, θα πηδηχτώ απ' το παράθυρο!

  2. - Τι έγινε από προχθές με τη Μαριάννα;
    - Τσακωθήκαμε λίγο, ψιλοπράγματα μωρέ.
    - Και τώρα είστε οκ;
    - Δεν θα το 'λεγα. Την έχω πάρει 3 φορές και τις έστειλα 5-6 μηνύματα και δεν απαντάει. Άσε, θα τρελαθώ, θα πηδηχτώ απ' το παράθυρο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που βρήκα γραμμένη πάνω στο πίνακα αμφιθεάτρου...

Δηλώνει την ξεγνοιασιά που αισθάνεται ο νέος, αφού με την χρήση της εν λόγω ιστοσελίδας ως κεντρικής σελίδας στον υπολογιστή του, δεν υπάρχει πια για εκείνον η ανάγκη σεξουαλικής επαφής και κατ'επέκταση ο κίνδυνος μετάδοσης του ιού HIV.

- Ρε συ, έχεις να μου δανείσεις κανένα προφυλακτικό γιατί μόλις μου τέλειωσαν;
- Μπα...
- Μα καλά, γίνεται να μην έχεις;
- Δεν φοβάμαι πια το AIDS, το youporn έχω homepage...

Το ξέρω, επαναλαμβάνομαι. (από Khan, 12/02/11)(από patsis, 30/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ό,τι και τα στραβώνω και τρώω στράβα, δηλαδή θυμώνω, εκνευρίζομαι, τσαντίζομαι, ώστε να στραβώνω το πρόσωπό μου, κάτι με χαλάει και μου χαλούλου ή μου χαλούμι την διάθεση. Το ρήμα τρώω δηλώνει τον απολύτως παθητικό χαρακτήρα του βιώματος που το υποκείμενο το υφίσταται εξωγενώς, όπως λ.χ. και στο τρώω φλασιά. Μιλάμε δηλαδή για μια ομηρική ψυχολογία, όπου τα αισθήματα έρχονται απ' έξω και τα τρώμε δίκην τροφής ή πούτσας. Όποιος ενδιαφέρεται για το ρήμα «τρώω» στην σλανγκ μπορεί να το αναζητήσει στο σάιτ μας για να δει πόσα πολλά αντικείμενα συντάσσονται μαζί του.

  2. Πιο ειδικά στην σεξοσλάνγκ, αναφέρεται στην περίπτωση όπου ο/η ερώμενος/-η δέχεται CIF (=Cum In Face, δηλαδή εκσπερμάτιση στο πρόσωπο), όπου ελλείψει μπαζοκόφτη τα φλόκια πάνε στα μάτια, με αποτέλεσμα ένα παροδικό στράβωμα που συνοδεύεται από το επιφώνημα το μάτι μου! Επιβεβαιώνονται έτσι οι ιατρικές θεωρίες του 19ου αιώνα που διατείνονταν ότι η μαλακία προκαλεί τύφλωση, έστω παροδική. Η δεύτερη χρήση, πάντως, δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη δικτυακώς.

Σημειωτέον ότι και στις δύο χρήσεις συνήθως είναι στον Αόριστο («έφαγα στράβωμα»), αφού την στιγμή που το τρως δεν μπορείς και να το ανακοινώσεις.

  1. - Μια χωρα με την περιφημη βελουδινη επανασταση,οταν εμεις εδω στα βαλκανια εχουμε ξεσκιστει με τις αιματοχυσιες σε καθε επανασταση και μη,οταν αυτη η χωρα εβγαλε τον Χαβελ εναν απλο θεατρικο συγγραφεα για προεδρο και με τοσους αλλους διαννοουμενους οπως ο Καφκα και Μιλαν Κουντερα,δεν μπορεις να τα ισοπεδωνεις ολα σε μια στιγμη και να λες οτι ειναι ο χειροτερος λαος,δεν ξερω τι στραβωμα εφαγες εκει.

- Το στραβωμα που εφαγα φιλε μου, το φαγαν και αλλοι ελληνες που μεναν εκει και παντρευτηκαν τσεχες! Και θυμαμαι πολυ καλα οταν μου λεγαν για το ποσο μεγαλες πουτανες ειναι και τους κοιταζα με απορια...και αισθανομουν και θυμο γιατι μιλαγαν ετσι για αυτες!!! «θελεις να γινεις ο 7ος μου λεγαν;» Και εγω πανω στον μεγαλο ερωτα που βιωνα δεν τους πιστευα ουτε χιλιοστο!! (Διάλογος εδώ).

  1. α. αφου εφαγε το στραβωμα της στο μπαρ εφυγε με το αυτοκινητο
    για μια παραλια πολυ ερημικη που τοτε πηγαινε με την παρεα της
    για να κουλαρουνε απο τα πιωματα (Αξέχαστη παρτούζα).

β. μα έφαγες το στράβωμα κι έφυγες μακριά μου,
τίποτα δεν λογάριασες και ράγισε η καρδιά μου
(Ποίηση των Μετάληρα).

γ. - Αλήθεια, τι κάνει ο Πέρι;
- Αφού έφαγε το στράβωμα από τον Πιερ έγινε πιστός οπαδός της εθνικής ιδεολογίας της yvoitrienité του Φελίξ Χουφουέ και τώρα κολλάει αφίσες με τον Ουαταρά στο Αμπιτζάν.

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η στύση που προκαλείται χωρίς λόγο. Ή με λόγο που δεν καταλαβαίνουμε, τέλος πάντων.

- Γιατί δε σηκώνεσαι ρε, να πεις την προσευχή;
- Τι λες, ρε; Έχω μεγάλη ανακάβλωση. Όλοι θα την δουν.

(από Vrastaman, 25/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεγάλη σε μέγεθος κλειτορίδα, το γλωσσίδι. Ο όρος διασώζεται από τον Ηλία Πετρόπουλο.

Πάσα: Στέφανος.

- Της έφαγα το μουνί, μιλάμε! Νά ήταν το παραψώλι της!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κλειτορίδα.

Πάσα: John Black.

  1. Σήκωνε τα φουστάνια, σάλιωνε το δάχτυλο, άνοιγε τα μουνόχειλά της, έβρισκε το λειρί της κι άρχιζε να το μαλακίζει απαλά, μουσκεύοντας στο μεταξύ κάθε τόσο τη χοντρή λαστιχένια βάλανο με σάλιο. (Εδώ).

  2. [...] τα στήθια δυο τόπια που χοροπηδάνε στον αέρα, το εφηβαίο ένα αινιγματικό σκούρο σύννεφο, οι φαλλικές στύσεις, επισκοπικές τιάρες, βασιλικά σκήπτρα, ανάγλυφα φτιαγμένα από επιδέξια χείλη και στόματα που ξεφυσάνε καυτό αέρα μέσα από σπλάχνα ανυπόμονα, πυρετικά βλέμματα, κοίλες εσοχές, σκοτεινιασμένες, μυστηριώδεις, αλαφιασμένες οι κινήσεις, απόκρυφοι ψίθυροι, αναστεναγμοί που υπόσχονται την πραγμάτωση των πιο αμυδρά φωτισμένων επιθυμιών, βαλανικά μανιτάρια εκσπερματίζουν έκπαγλα μαργαριτάρια, υγραμένα σχεδιάσματα μυθολογικής ταρταρούγας από αλαβάστρινες σχισμές, σαρκώδη λειριά ροδόχρωμων κοκκινισμένων αιδοίων σε μουσκεμένες μυρωδάτες μασχάλες, σε μικρές τρυφερές πατούσες, σε απαλές ζάρες του δέρματος που ταράσσονται και ριγούν ηδονικά, στην ευωχία της μεταρσίωσης, ζωής και θανάτου … στους λασπότοπους, στους σκουπιδότοπους, στους θλιβερούς αυτοκινητόδρομους με τα πεθαμένα κουφάρια των λιωμένων ζώων, διαμελισμένων ανθρώπων, ανθρώπων παγιδευμένων μέσα στ’ αυτοκίνητά τους που καίγονται σε μετωπικές συγκρούσεις, τσακισμένες λαμαρίνες, συνθλιμμένα σώματα, πετσοκομμένα, άνθρωποι που ξεψυχάνε πάνω σε πλαστικά καθίσματα, σε μπλοκαρισμένα τιμόνια, στα πρόσωπα γεωγραφία θανάτου στάζει το πιο προσωπικό τους κόκκινο υγρό, κι ένας τελευταίος σπασμός στα μάτια που θολώνουν κοιτάζοντας τη ροζ πικροδάφνη στην άκρη του δρόμου... (Αρρωστούργημα εδώ).

Once a crab, always a crab! (από Vrastaman, 17/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Κάθε πόλη έχει τουλάχιστον μία, στην Αθήνα όταν λέμε αμαρτωλή λεωφόρος εννοούμε την λεωφόρο Συγγρού, που φημίζεται για την πληθώρα ευαγών ιδρυμάτων στις δύο όχθες της, και όπου συχνάζουν συγγρουσιακοί τύποι. (O γούγλης βέβαια δίνει και άλλες λεωφόρους ως αμαρτωλές, αλλά κυρίως για λόγους που αφορούν σε αμαρτίες ως προς την δόμηση και χωροταξία τους).

Μπάτσοι, γουρούνια, τροχονόμοι και ο Τζίμης Πανούσης με αφορμή την οικονομική κρίση βγαίνουν και πάλι στη Συγγρού. Στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο στο νούμερο 143 της αμαρτωλής Λεωφόρου. (tzimakos.gr).

Η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών είναι ένα από τα ευαγή ιδρύματα που κοσμούν την λεωφόρο Συγγρού. (από Khan, 18/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειναι παραφθορα του πουτσώνω.

Κατά συνέπεια, κωλοπετσωμένη = κωλοπουτσωμένη, κωλογαμημένη. Εκφέρεται θετικά και σημαίνει ασύμβατη, προχωρημένη, αχαλίνωτη, ορμητική, δυναμική κλπ.

Αντιθέτως, το πέτσωμα, τα πετσώματα , έχουν αρνητική έννοια και σημαίνουν προχειρότητα /-τες και μαλακία /-ες κλπ.

- Έγινε καλή δουλειά;
- Μπα, πετσώματα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει εκπορνεύομαι, και γενικά, αλλά κυρίως ως τραβεστί, ως τραβέλι, ή ως τρανσέξουαλ, λόγω ασφαλώς του ότι η αμαρτωλή λεωφόρος Συγγρού είναι τόπος πιάτσας για τους τοιούτους. Μεταφορικά, λοιπόν, χρησιμοποιείται για ακραίες περιπτώσεις ξεφτίλας, όπου κάποιος αναγκάζεται να εκπορνευτεί (κυριολεκτικά ή ηθικά), αλλά να χάσει και τον ανδρισμό του.

Μπάτσοι, γουρούνια, τροχονόμοι και ο Τζίμης Πανούσης με αφορμή την οικονομική κρίση βγαίνουν και πάλι στη Συγγρού.

Στο 6.20. (από Khan, 09/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified